Η δολοφονία ενός άντρα χωρίς ταυτότητα στους δρόμους της Μονμάρτης οδηγεί τις έρευνες της γαλλικής αστυνομίας σε αδιέξοδο. Την ίδια ώρα στο νεκροταφείο κάποιου ελληνικού χωριού ο ντετέκτιβ Κρις Πάπας κρατάει στα χέρια του έναν παλιό χάρτη γεμάτο σημάδια: αλλεπάλληλα ταξίδια, τεθλασμένες γραμμές, παράλληλες πορείες, που οδηγούν στην άκρη της ερήμου Καλαχάρι. Τα τελευταία ίχνη τον παρασύρουν πάνω στις παρισινές στέγες. Εκεί θα καταλάβει ότι οι τίγρεις τρέχουν γρήγορα και δεν ξεχνούν ποτέ.
Αυτή είναι η σύνοψη του νέου μυθιστορήματος του με τον μυστηριώδη τίτλο «Κβάντι» (εκδόσεις Ίκαρος), στο οποίο ο πολυσυζητημένος και μεταφρασμένος συγγραφέας, Μίνως Ευσταθιάδης συναντά ξανά τον Ελληνογερμανό ντετέκτιβ Κρις Πάπας, «τον φθηνότερο ντετέκτιβ του Αμβούργου», όπως τον έχει χαρακτηρίσει.
Λίγες ημέρες πριν από την κυκλοφορία -στις 25 Ιανουαρίου- η HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα του μυθιστορήματος (διαβάζεται με μια ανάσα) και θέτει πέντε ερωτήσεις στον συγγραφέα, ο οποίος έχει εκπλήξει ευχάριστα τους λάτρεις του νουάρ, είδος πολύ πιο σύνθετο στην αρχιτεκτονική, την ύφανση, την ένταση και εν τέλει το βάθος, από τα τυπικά μοτίβα της αστυνομικής λογοτεχνίας.
«Το έγκλημα αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης»
-«Κβάντι», σημαίνει;
Υπάρχουν ερωτήσεις που είναι προτιμότερο να μένουν αναπάντητες; Εγώ πιστεύω πως ναι -και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στον τίτλο του βιβλίου. Θα ήταν εξάλλου «κρίμα»… να μάθει κάποιος τόσο εύκολα τι σημαίνει Κβάντι.
-Πού εκτυλίσσεται αυτή τη φορά η περιπέτεια του ήρωα σας, ντετέκτιβ Κρις Πάπας; Πόσα είναι τα παράλληλα σύμπαντα, οι παράλληλες ιστορίες που μπλέκονται στο «Κβάντι»;
Το ταξίδι αρχίζει από τη Μονμάρτη, κάνει μια στάση στην Ελλάδα, διασχίζει την Αφρική ως την άκρη της ερήμου Καλαχάρι, για να καταλήξει πάνω στις στέγες της ομορφότερης πόλης του κόσμου. Ή ακριβώς το αντίστροφο.
-Για ποιόν λόγο στρέφουμε με τόσο ενδιαφέρον -περίπου σαν υπνωτισμένοι- το βλέμμα στο έγκλημα; Γιατί θέλουμε να μάθουμε τις σκοτεινές λεπτομέρειες του (από τις ειδήσεις μέχρι τα μυθιστορήματα);
Το έγκλημα αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Ακόμη και το αγριότερο ζώο δεν μπορεί -ούτε κατά διάνοια- να συγκριθεί με την δολοφονική τελειότητα του ανθρώπου. Και ποιος δεν θέλει να κοιτάξει μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη; Με αίμα τρεφόμαστε -από κάθε άποψη.
-Και οι γρίφοι -η διαλεύκανση ενός εγκλήματος, για παράδειγμα- γιατί μας γοητεύουν;
Οι γρίφοι κρύβουν ερωτήσεις. Κι όσο καλύτερες είναι οι ερωτήσεις, τόσο δυσκολότερες γίνονται οι απαντήσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με παιχνίδι. Μα και το έγκλημα κατά βάθος ένα (παρανοϊκό) παιχνίδι δεν είναι; Μόνο που στο τέλος τρέχει πραγματικό αίμα.
-Κάθε συγγραφέας γράφει επί της ουσίας τις παραλλαγές του ενός και αυτού βιβλίου;
Δε νομίζω πως υπάρχουν τελικά συμπεράσματα στη λογοτεχνία. Κι αυτό είναι από τα ομορφότερα χαρακτηριστικά της. Υπάρχουν βέβαια ορισμένοι συγγραφείς που φαίνεται πως γράφουν συνεχώς το ίδιο βιβλίο. Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι που πειραματίζονται σε τόσους διαφορετικούς δρόμους.
Ακολουθεί το απόσπασμα
Παρίσι, 27 Οκτωβρίου 2018. Μόλις έχει αρχίσει να βρέχει, αλλά ο δρόμος, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα κτίρια, όλα φαίνονται στεγνά. Το νερό χρειάζεται τον χρόνο του. Ένας άντρας προχωράει με γρήγορο βήμα και το κεφάλι του ελαφρά σκυμμένο μπροστά. Όταν η κινούμενη σκιά εμφανίζεται δίπλα του, είναι ήδη αργά. Κάτω από τις μακρινές λάμπες της οδού Μπερτ η λάμα δεν γυαλίζει καθόλου. Το πρώτο χτύπημα τον βρίσκει πάνω αριστερά από το στομάχι. Αμέσως το μαχαίρι ξαναβυθίζεται στο ίδιο σημείο, μα εκείνος δεν προσπαθεί να το αποφύγει ή να παλέψει. Μόνο τα χέρια του εκτελούν μια αντανακλαστική κίνηση στον αέρα, τεντώνονται για να πιάσουν κάτι αόρατο, κάτι που ποτέ δεν θα καταφέρουν να αγγίξουν. Παραπατάει. Η τρίτη μαχαιριά, ίσως λόγω της μετατόπισης του σώματος, τον πετυχαίνει λίγο ψηλότερα. Ακόμη και τότε δεν κάνει καμία φανερή προσπάθεια να αμυνθεί.
Κάπου πίσω από τα κτίρια ακούγεται ένας συνεχής βόμβος, η μεταλλική αναπνοή της πόλης. Ύστερα από την τέταρτη μαχαιριά ο άντρας παίρνει την πρώτη και μοναδική του πρωτοβουλία. Γυρίζει το κεφάλι για να κοιτάξει ψηλά, ενώ ταυτόχρονα χώνει τα χέρια του στο παλτό του. Ποιος σπαταλάει την τελευταία ικμάδα της δύναμής του για να πέσει κάτω με τα χέρια στις τσέπες; Μοιάζει με παραλογισμό, με άηχο μήνυμα πάνω από τις στέγες: «Φεύγω αδιάφορος για το τέλος».
Είναι πεσμένος ανάσκελα όταν αρχίζει να δέχεται τα υπόλοιπα χτυπήματα. Ο δολοφόνος δεν βιάζεται πια. Έχει γονατίσει δίπλα του και τον καρφώνει σταθερά και επίμονα γύρω από το ίδιο σημείο. Πρέπει να ακούγονται τουλάχιστον κάποια αγκομαχητά πόνου, αλλά η βροχή έχει δυναμώσει και καλύπτει κάθε άλλο ήχο. Για μερικά δευτερόλεπτα τα δύο κεφάλια σχεδόν εφάπτονται. Από μακριά θύτης και θύμα φαίνονται έτοιμοι να φιληθούν ή να ανταλλάξουν ένα πολύτιμο μυστικό. Μερικές φορές είναι το ίδιο.
Δύο εικοσάχρονοι σχεδόν τρέχουν για να πάνε στο πάρτι συμφοιτητών τους από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτοί βλέπουν πρώτοι το σώμα, πεσμένο στον δρόμο. Στην αρχή τραβιούνται προς την άκρη του πεζοδρομίου και μένουν ασάλευτοι για λίγο. Δοκιμάζουν να του μιλήσουν και ύστερα να του φωνάξουν. Ο σωρός από γκρίζα ρούχα δεν αποκρίνεται, ούτε κάνει την παραμικρή κίνηση.
Χωρίς να τολμήσουν να τον πλησιάσουν περισσότερο από τρία τέσσερα μέτρα, καλούν το ασθενοφόρο. Αν και αποθαρρυμένοι από τη θέα του θανάτου, που δεν διατηρεί τίποτα από τη συνηθισμένη κινηματογραφική αίγλη του, αρχίζουν να τραβάνε με τα κινητά τους φωτογραφίες και βίντεο.
Η φωνή του ενός ακούγεται να μονολογεί με απογοήτευση:
«Να δεις που δεν θα μας αφήσουν να το ανεβάσουμε πουθενά».
Είκοσι λεπτά αργότερα ένα ασημί Renault Clio φρενάρει απότομα στη μέση της οδού Ντρεβέ. Ο οδηγός του το παρατάει με αναμμένη μηχανή και πετάγεται έξω στη βροχή επαναλαμβάνοντας ψυχρά και δυνατά:
«Ποτέ χωρίς την πουτάνα μου».
Μέσα στο περιπολικό, που έχει κλείσει την κυκλοφορία στη συμβολή με την οδό Μπερτ, οι δύο ένστολοι αστυνομικοί νομίζουν ότι ο Μαξίμ Τουλιέρ βρίζει γιατί δεν έχει ομπρέλα. Δεν θα μπορούσαν να μαντέψουν ότι «πουτάνα» είναι απλώς το χαϊδευτικό της βότκας και ότι ο αστυνομικός επιθεωρητής έχει ξεχάσει το φλασκί του στο τμήμα. Μπροστά στο πτώμα απομένει ξαφνικά βουβός και σκεφτικός. Του έχουν τελειώσει οι προσπάθειες διαφυγής, οι ομπρέλες, οι πουτάνες. Είναι ήδη αρκετά μεθυσμένος για να πει οτιδήποτε έξυπνο και αρκετά έμπειρος για να προαισθανθεί πως απόψε όλα πάνε κατά διαόλου.
Ύστερα από μισή ώρα οι τρεις άντρες του Εγκληματολογικού σταματάνε να μπουσουλάνε υπομονετικά γύρω από τον νεκρό. Ακόμη και αν υπήρχαν κάποια ίχνη του δολοφόνου, είναι σίγουρο πως ταξιδεύουν πλέον μαζί με τα νερά της βροχής προς την πλατεία Εμίλ Γκουντό. Ούτε στις τσέπες του θύματος έχουν βρει το παραμικρό. Η πρώτη τους σκέψη είναι πως ίσως πρόκειται για μια επιπόλαιη ληστεία, που για κάποιο λόγο στράβωσε στην πορεία. Συμβαίνει μερικές φορές, ειδικά αν το θύμα προβάλει απροσδόκητη αντίσταση.
Αυτός ο γερασμένος άντρας δεν φαίνεται όμως να έχει παλέψει καθόλου. Τώρα το τελευταίο που μπορούν να κάνουν είναι να τον φωτογραφίσουν. Να απαθανατίσουν τον θάνατο.«Πού καταλήξατε;» τους ρωτάει ο Μαξίμ Τουλιέρ μόλις μπαίνουν στο αμάξι του.
«Πουθενά. Οι δρόμοι είναι τα χειρότερα σημεία για συλλογή στοιχείων. Το ξέρετε καλά αυτό, κύριε επιθεωρητά».
«Πρέπει να μου δώσετε κάτι για αρχή. Οτιδήποτε. Έστω μια… τρελή ιδέα».
«Η βροχή ήταν με το μέρος του», απαντάει ο πιο ηλικιωμένος άντρας, που δουλεύει στο Εγκληματολογικό εδώ και τρεις δεκαετίες, ενώ μια κουρασμένη σύσπαση διαπερνά το πρόσωπό του.
«Τι στον διάολο σημαίνει αυτό;» επιμένει ο επιθεωρητής.
«Απόψε ο δολοφόνος στάθηκε πολύ τυχερός. Το νερό έχει ξεπλύνει κυριολεκτικά τα πάντα. Αυτό δεν θα μπορούσε να το υπολογίσει… όποιος κι αν ήταν».
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μίνως Ευσταθιάδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ανόβερο. Εργάστηκε ως δικηγόρος πριν ασχοληθεί κυρίως με το windsurfing.
Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Έξοδος (Ανατολικός, 2001), Χωρίς γλώσσα (Καστανιώτης, 2004), Το δεύτερο μέρος της νύχτας (Ωκεανίδα, 2014) που εκδόθηκε στη Γερμανία (Acabus, 2014) και Ο Δύτης (Ίκαρος, 2018) που ήταν στη βραχεία λίστα του Athens Prize for Literature και εκδόθηκε στα γαλλικά (Actes Sud, 2020).
Το θεατρικό του έργο Το Γεύμα (Ευρασία, 2012) πήρε το βραβείο Πρωτότυπου Θεατρικού της Ε.Θ.Ε, ήταν στη βραχεία λίστα του διεθνούς διαγωνισμού Eurodram της Γερμανίας και μεταφράστηκε στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα ουγγρικά.
Ζει κοντά στη θάλασσα.