Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε μια προϊούσα αφύπνιση των Δυτικοευρωπαίων –των Γάλλων τουλάχιστον–, απέναντι στον κίνδυνο που συνιστά για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, η Τουρκία του Ερντογάν.
Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η κυκλοφορία το 2020 του δοκιμίου του Jean-François Colosimo, «Το ξίφος και το Σαρίκι», που δείχνει τη συνέχεια μεταξύ Κεμάλ και Ερντογάν. Το βιβλίο εξεδόθη στα ελληνικά από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις τον Δεκέμβριο του 2021 σε μετάφραση της Χριστίνας Σταματοπούλου.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
Από όλους τους λαούς της γης, οι Αρμένιοι διατηρούν, τόσο στην ύπαρξή τους όσο και στο πεπρωμένο τους, έναν απόλυτο παραλληλισμό, βιβλικό και ιστορικό, με τους Εβραίους. Αποτελούν και αυτοί έναν λαό, μια γλώσσα, μια πίστη ταυτόχρονα. Έχουν και αυτοί μια δική τους γη και μια διασπορά. Είναι και αυτοί επιζώντες μιας ανείπωτης καταστροφής που είχε ως στόχο την εξόντωσή τους. Και αυτοί, επίσης, έχοντας ζήσει στο πετσί τους τον αιώνα της απανθρωπίας, εγκαλούν, όταν απειλείται η ύπαρξή τους, ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σύγκρουση που επαναλαμβάνεται ασταμάτητα, σε μια απόσταση τεσσάρων ωρών πτήσης από το Παρίσι, στη πραγματικότητα είναι πλανητική. Αυτό είναι το απώτερο νόημά της: ο τρόπος με τον οποίο την κρίνουμε είναι ένας τρόπος για να κρίνουμε τον εαυτό μας.
Υπάρχουν Τούρκοι που το γνωρίζουν αυτό και το ομολογούν. Αλλά δεν θα βρείτε πλέον πολλούς από αυτούς στην Τουρκία. Ή έχουν καταδικαστεί στη σιωπή. Όσοι μίλησαν πολύ δυνατά καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ή εξορία. Το θάρρος τους, με τη σειρά του, μας συγκλονίζει. Έχουν ξεφύγει από τον κύκλο της εκδίκησης και ξανασυνδέουν τα νήματα του χρόνου με τρόπο διαφορετικό από το ξίφος και το σαρίκι. Η δική τους Τουρκία δεν είναι το εργαστήριο της τερατογόνας σύνθεσης ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, της πρώτης γενοκτονίας και της πρώτης εθνοκάθαρσης. Η δική τους Τουρκία είναι η Τουρκία του Θαλή, του Αγίου Παύλου, του Ρουμί, του Χατζή Μπεκτάς, του Γιασάρ Κεμάλ και της Αϊνούρ Ντογάν, της τραγουδίστριας των μπλουζ της Ανατολίας.
Αυτή η Τουρκία είναι εκείνη που υποφέρει εδώ και έναν αιώνα από την αδυναμία της να είναι ο εαυτός της. Και η οποία σήμερα είναι διασκορπισμένη, όπως οι Εβραίοι, όπως οι Αρμένιοι, σε όλα τα μέρη της Γης.
Το όνομα και το πρόσωπό της είναι ο συγγραφέας Ντογκάν Αχάνλι, ο οποίος συνελήφθη και βασανίστηκε το 1975 και ξανά το 1985 με την κατηγορία της υπονόμευσης· η ακτιβίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων Πινάρ Σελέκ, η οποία καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 1998 για τρομοκρατία· ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ορχάν Παμούκ, ο οποίος διώχθηκε ποινικά το 2005 για τη χρήση του όρου γενοκτονία· ο πιανίστας και συνθέτης Φαζέλ Σάι, κατηγορούμενος το 2012 για προσβολή των θρησκευτικών αξιών· ο δημοσιογράφος Τσαν Ντουντάρ, ο οποίος κατηγορήθηκε το 2015 για εσχάτη προδοσία· η μυθιστοριογράφος Ασλί Ερντογάν (απλή και ατυχής συνωνυμία) που φυλακίστηκε και πάλι, επίσης το 2015, για τρομοκρατία.
Όλες και όλοι τους, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς, ζουν τώρα σε μια ξένη χώρα. Δεν είναι οι μόνοι. Ο κατάλογος των καλλιτεχνών, των διανοουμένων και των ακαδημαϊκών που μοιράζονται την ίδια μοίρα, που εμπλουτίζουν με το ταλέντο και τις γνώσεις τους τις διάφορες χώρες όπου εργάζονται, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, θα ήταν πολύ μακρύς για να απαριθμηθεί. Θα ήταν αδικία να μην αναφέρουμε και τους ανώνυμους, άγνωστους Τούρκους που επέλεξαν να ζήσουν αλλού όχι για την άνεσή τους αλλά από πεποίθηση, προκειμένου να προσφέρουν στους γιους και τις κόρες τους μια ελεύθερη εκπαίδευση. Και οι μεν και οι δε θέλουν η Τουρκία να βγει από τον εφιάλτη της. Και εμείς μαζί τους.
Για να σταματήσει η κλιμάκωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να λάβει τέλος η εμπρηστική πορεία του μέσα και έξω από την Τουρκία, για να αναπνεύσουν οι Τούρκοι και να ανασάνει ο κόσμος, θα πρέπει ταυτόχρονα να σταματήσει η δυτική τύφλωση, που επιδεινώθηκε μετά από εκατό χρόνια σφαλμάτων και δειλίας. Ο Ραΐς δεν είναι απρόσβλητος. Έχασε τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι πλέον ο μάγος της ισχυρής λίρας και του εύκολου πλουτισμού. Η ανεργία και η δυστυχία αυξάνονται. Το δημοκρατικό στρατόπεδο έχει καταλάβει ότι πρέπει να τελειώνουν οι φιλονικίες. Οι κρατούμενοι δεν λυγίζουν. Οι εξόριστοι βεβαιώνουν ότι μια νέα αρχή είναι δυνατή. Ένα οικονομικό εμπάργκο θα αρκούσε για να τιμωρήσει, στην κυριολεξία, τον Ραΐς που κατανοεί πλήρως τη γλώσσα της αυστηρής διαταγής. Θα πρέπει απλώς οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες να ακούσουν τον συναγερμό που έχει σημάνει η Γαλλία. Τα υπόλοιπα, όλα τα άλλα, είναι υπόθεση των Τούρκων.
Η Κωνσταντινούπολη πήρε μια γεύση αυτής της αφύπνισης το μεσημέρι της 23ης Ιανουαρίου 2007. Εκείνη την ημέρα, με κραυγές «το κράτος δολοφονεί», εκατό χιλιάδες άνθρωποι πραγματοποίησαν πορεία στη λεωφόρο Χαλάς-Καργκαζί, κοντά στην παλιά ελληνική συνοικία του Πέραν, στην εξόδιο ακολουθία του Χραντ Ντινκ. Ο συντάκτης της δίγλωσσης αρμενο-τουρκικής εφημερίδας Agos, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είναι εξ ολοκλήρου Αρμένιος και εξ ολοκλήρου Τούρκος, πυροβολήθηκε τέσσερις ημέρες νωρίτερα από έναν 18χρονο φανατικό νεαρό. Ο Ντινκ ήταν πάντα μαχητής. Για τη διατήρηση της μνήμης της γενοκτονίας του 1915. Για την αναγνώριση του πολιτισμικού πλουραλισμού. Για τα δικαιώματα των Κούρδων και των μειονοτήτων. Τόσοι αγώνες για την ελευθερία, και άλλες τόσες δίκες για προσβολή του έθνους.
Και ο τελευταίος γύρος άνοιξε όταν ο Ντινκ αποκάλυψε ότι η υιοθετημένη κόρη του Μουσταφά Κεμάλ, η Σαμπιχά Γκιοκτσέν, η πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, το όνομα της οποίας φέρει ένα ολοκαίνουργιο διεθνές αεροδρόμιο που πρόσφατα εγκαινιάστηκε από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι κόρη Αρμένιων που επέζησε της γενοκτονίας. Γεγονός που το είδε σαν τιμή για τον Ατατούρκ.
Όμως δεν το κατάλαβαν έτσι αυτοί που τον πυροβόλησαν. Ο Ντινκ πέρασε την κόκκινη γραμμή, κατέστρεψε τον ιδρυτικό μύθο και το πλήρωσε με τη ζωή του. Αλλά εκείνη την ημέρα, συνοδεύοντας τη σορό του, είναι πάνω από εκατό χιλιάδες που φωνάζουν: «Είμαστε όλοι Χραντ Ντινκ». Το εκφωνούν στα τουρκικά, στα κουρδικά, στα ελληνικά, στα ισπανο-εβραϊκά και στα αρμενικά.
Στην υπέροχη Κωνσταντινούπολη, τόσο φιλόξενη για τον ταξιδιώτη, όταν περιδιαβαίνει στη μποέμικη συνοικία Τσιχαντζίρ, τυχαίνει να συναντήσει κανείς, στη γωνία ενός δρόμου ή σε μια πλατεία, έναν νεαρό μαριονετίστα που προσπαθεί να αναβιώσει την τέχνη του Καραγκιόζη. Αυτό το οθωμανικό θέατρο σκιών πήρε το όνομά του από τον βασικό χαρακτήρα του, το «Μαύρο Μάτι». Πληβείος, αναλφάβητος, δημαγωγός και άσεμνος, ο Καραγκιόζης αντιμετωπίζει τον Χατζηαβάτη, ποιητή, μουσικό, εκλεπτυσμένο και στοχαστικό. Ένα πλήθος από δευτερεύοντες χαρακτήρες τους περιβάλλουν: ο μεθύστακας, ο αμετανόητος οπιομανής, η ακόλαστη ιερόδουλη, ο νάνος φαρσέρ. Αλλά και ο Έλληνας γιατρός, ο Εβραίος έμπορος, ο Αρμένης χρυσοχόος, ο περαστικός Άραβας, ο Πέρσης επισκέπτης, η Τσερκέζα ή Νουβία υπηρέτρια.
Σήμερα, η τουρκική σκηνή έχει ερημώσει από αυτές τις πολύχρωμες παρουσίες, αυτά τα διάφανα δαιμόνια, αυτά τα σημάδια της πολυχρωμίας του κόσμου. Κανένα τραγούδι δεν αναβλύζει από το λαρύγγι τους. Η σιωπή βασιλεύει.
Ο μεγάλος τροχός έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του, άψογος, αδυσώπητος. Αυτόματος. Απομένει ο φόβος, η επίγνωση μιας ακόμα μεγαλύτερης απομόνωσης και ευθραυστότητας.
Ένας φόβος που κανένα ξίφος και κανένα σαρίκι δεν μπορεί ποτέ να θεραπεύσει.
Το Μαύρο Μάτι, μεθυσμένο από τον εαυτό του, είναι πλέον μόνο του στη σκηνή, συνεχίζοντας να χτυπάει τα πόδια του, υποσχόμενο περισσότερες εκκαθαρίσεις, περισσότερες κατακτήσεις. Κανένας πλέον δεν τον ακούει πραγματικά. Ή μάλλον, όλοι περιμένουν να ακούσουν την εξομολόγησή του. Θα ήταν απελευθερωτική. Για τον ίδιο, για τους Τούρκους και για εμάς. Την ημέρα που αυτό θα συμβεί, η Τουρκία θα πάψει να τρέμει και, επιτέλους, θα αφυπνισθεί.
***
Ο Jean-François Colosimo, είναι Γάλλος ορθόδοξος θεολόγος, ιστορικός, εκδότης, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ και δοκιμιογράφος. Ο διδάσκει ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας και θεολογίας από το 1990 στο «Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου», στο Παρίσι. Από το 2010 έως το 2013, χρημάτισε πρόεδρος του «Εθνικού Κέντρου Βιβλίου» (Centre National du Livre).