α. «τόνδε προς πέτραις / υψηλοκρήμνοις τον λεωργόν οχμάσαι / αδαμαντίνων δεσμών εν αρρήκτοις πέδαις» (Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», στ. 4-6, τον πανούργο τούτον να τον καρφώσεις εκεί πάνω στα βράχια τ’ αψηλόγκρεμνα, δεμένον μ’ ατσάλινα δεσμά που να μη σπάνε).
β. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασιν την γην κρεμάσας» (Από τα πάθη του Χριστού, Μ. Πέμπτη και Παρασκευή).
Στη μυθολογία και στη θρησκεία πολλών λαών ανευρίσκεται η εικόνα του «πάσχοντα ανθρώπου» ή και Θεού. Οι άνθρωποι αρέσκονται να πιστεύουν πως κάποιος άνθρωπος ή θεός τους προστατεύει ή και τους σώζει. Τα πάθη τους δεν επιβεβαιώνουν μόνο το μέγεθος της θυσίας και της προσφοράς τους αλλά και την εγγενή αδυναμία των ανθρώπων να υπερβούν το φόβο και την αγωνία που απορρέουν από τη συνειδητοποίηση της περατότητάς τους (θνητά όντα).
«Θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον»(απελευθέρωσα τους θνητούς από το φόβο του θανάτου) (Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης»)// «Θανάτω θάνατον πατήσας… ο σταυρόν υπομείνας και τον θάνατον καταργήσας», (Υμνολογία του Μ. Σαββάτου).
Τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Χριστός προβάλλουν εμφαντικά ότι απομάκρυναν τον άνθρωπο (απελευθέρωσαν;) από το φόβο του θανάτου. Όχι βέβαια ότι ανέτρεψαν τους φυσικούς νόμους, αλλά ότι έδωσαν στο ανθρώπινο γένος τη δυνατότητα να υπερβαίνει το διαρκή φόβο της θνητότητάς του. Το θεμελιακό αυτό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν το έσβησαν με την «αθανασία», αλλά με τα κατάλληλα δώρα που δεν είναι άλλα από τη γνώση – αποδοχή της αντικειμενικής πραγματικότητας και την αυτογνωσία. Ο άνθρωπος μόνον όταν γνωρίζει και αποδέχεται την αλήθεια μπορεί να την διαχειριστεί επ’ ωφελεία του.
Ωστόσο η ταύτιση της «προσφοράς» προς τον άνθρωπο συνοδεύτηκε από το φρικτό μαρτύριο του Προμηθέα κι από τον σταυρικό «θάνατο» του Χριστού.
Αυτό το παράλληλο πάθος καταδεικνύει την διαχρονική ανάγκη του θνητού ανθρώπου να πιστεύει πως η σωτηρία του είναι προϊόν κάποιου «πάσχοντος θεού». Τέτοια στοιχεία θρησκευτικού συγκρητισμού μπορούμε να βρούμε πολλά στα αρχαία και εκκλησιαστικά κείμενα. Ανεξάρτητα από το εάν τα ευρήματα αυτά παραβιάζουν τους κανόνες του ορθολογισμού (ως πυρηνικού στοιχείου του ευρωπαϊκού διαφωτισμού), είναι σημαντικό για τον άνθρωπο να γνωρίζει τις αντιλήψεις που προηγήθηκαν για τη «θυσία» - πάθη των θεών του.
Μεσσιανικές προσδοκίες
Οι μεσσιανικές προσδοκίες πλάθουν ιστορίες που αφηγούνται τον ηρωισμό ανδρών, ημίθεων ή και θεών που υποφέρουν πολλά για χάρη των ανθρώπων. Οι πρωταγωνιστές τέτοιων πράξεων που αγγίζουν τα όρια της αυτοθυσίας χαρακτηρίζονται από μια απέραντη αγάπη για τους ανθρώπους και πασχίζουν για τη σωτηρία τους ή και την πρόοδό τους. Συγκρούονται με δυνάμεις υπέρτερες ή και αντιμάχονται την κακότητα κάποιων ανθρώπων που απεργάζονται την πτώση και τη δουλεία των συνανθρώπων τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται η ψυχολογία των ανθρώπων να περιμένουν κάποιο μεσσία για να τους απαλλάξει από τις ενοχές, τις φοβίες και τα λάθη τους και να τους βοηθήσει να νιώσουν σίγουροι για τον εαυτό τους και το μέλλον τους. Γι’ αυτό και δυσκολεύονται σε μια ύστερη φάση να ξεχωρίσουν το μυθικό στοιχείο από το πραγματικό και το ορθολογικό. Η πίστη θεριεύει και συνδράμει καταλυτικά στη βίωση ενός αισθήματος ασφάλειας που απελευθερώνει τη θέληση για επιβίωση και δημιουργία. Νιώθει προστατευμένος από μια δύναμη στον αγώνα του να αντέξει τα δεινά που απορρέουν από τις πολυποίκιλες αναγκαιότητες (βιολογικές, κοινωνικές…).
Τα πάθη του Προμηθέα και του Χριστού
Ιδανικοί ενσαρκωτές όλων των παραπάνω εικόνων και σκέψεων δύο εμβληματικά πρόσωπα που τα πάθη και η εκούσια θυσία τους σημάδεψαν την πνευματική και ηθική πορεία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Προμηθέας και ο Χριστός. Ένας ημίθεος – Τιτάνας κι ένας «Θεός». Πολλά είναι τα στοιχεία που τους ενώνουν όπως πολλά είναι κι αυτά που τους διαφοροποιούν.
Το βασικό κοινό σημείο και των δυο είναι ότι συνενώνουν το θεϊκό και το ανθρώπινο στοιχείο: Ίσως, όμως, το στοιχείο που τους κατέστησε σύμβολο παγκόσμιο και πανανθρώπινο είναι τα πάθη τους για χάρη του ανθρώπου.
Ο Προμηθέας καρφωμένος στον Καύκασο, ο Χριστός σταυρωμένος στο Γολγοθά. Ο συμβολισμός είναι φανερός. Είναι η καρφωμένη και σταυρωμένη ανθρωπότητα, που πρέπει να απαλλαγεί από τα δεσμά της που άλλοι χάλκευσαν γι’ αυτήν ή και η «ίδια» με τα λάθη και την απρονοησία της. Προμηθέας και Χριστός πληρώνουν το τίμημα της αγάπης – προσφοράς τους στον αιώνιο άνθρωπο.
Ο Προμηθέας εξομολογητικά δηλώνει: «Θνητοίς γαρ γέρα / πορών ανάγκαις ταίσδ’ ενέζευγμαι τάλας˙», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης»,107…) - (Για τα δώρα/ που έδωσα στους ανθρώπους, μπήκα ο δόλιος/ σε τέτοια βάσανα).
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει το Χριστό ως «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Α,29) και «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Γ, 16-17).
Η αγάπη, λοιπόν, προς τον κόσμο και η σωτηρία αυτού συνιστούν τη βασική αιτία των παθών του Χριστού.
Και οι δυο, Προμηθέας και Χριστός, υφίστανται τα πάνδεινα, χωρίς παράπονα, γογγυσμό ή μίσος για τους διώκτες: «οράτε δεσμώτην με δύσποτμον Θεόν/….δια την λίαν φιλότητα βροτών» (Κοιτάχτε με δεσμώτη το βαριόμοιρο θεό,/… γιατί τους ανθρώπους αγάπησα τόσο, Αισχύλος, «Προμηθέας Δεσμώτης»,στ. 119-120,123) διακηρύσσει ο Προμηθέας, κι ας ένιωθε κάπως προδομένος από τους ανθρώπους και τους άλλους τιτάνες.
Η προδοσία
Το παράπονο του Προμηθέα αποδίδει με γλαφυρότητα ο Κ. Βάρναλης στο «φως που καίει» (Ο Μονόλογος του Μώμου):
«Τους έσωσα κ’ εγώ μια φορά και πρόκοψα!… Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους θεούς. Κι αφτοί με προδώσανε».
Ανάλογη και η προδοσία του Χριστού από το μαθητή του Ιούδα:
«Και έτι αυτού λαλούντος ιδού Ιούδας…ο δε παραδιδούς αυτόν έδωκεν αυτοίς σημείον λέγων˙ ον αν φιλήσω, αυτός εστί, κρατήσατε αυτόν….», (Ματθαίος, ΚΣΤ 47-49). Την προδοσία του Ιούδα ακολούθησε η προδοσία και η εγκατάλειψη από τον όχλο «οι δε περισσώς έκραζον λέγοντες˙ σταυρωθήτω», (Ματθαίος, ΚΖ 24) και «οι δε εκραύγασαν˙άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», (Ιωάννης, Ιθ 16).
Προμηθέας και Χριστός βάδισαν προς το Πάθος με συνείδηση, γνωρίζοντας τα πάντα κι γι’ αυτό δε λυγίζουν:
«Ευ ‘γω ταύτα πάντ’ ηπιστάμην,/ εκών άκων ήμαρτον, ουκ αρνήσομαι˙/ θνητοίς αρήγων αυτός ηυρόμην πόνους», (Αισχύλος «Προμηθέας Δεσμώτης» 277-79, «Πολύ καλά τα γνώριζα όλα αυτά˙/ Το ‘θελα κι έφταιξα, ναι, δεν τ’ αρνιέμαι,/ και βρήκα συμφορές θνητούς βοηθώντας»).
Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός προοικονόμησε το τέλος του και προϊδέασε τους μαθητές του γι’ αυτό:
«Και ήρξατο διδάσκειν αυτούς ότι δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν, και αποδοκιμασθήναι… και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι», (Μάρκος, Η 32). Ωστόσο, παντού διέβλεπε, ακόμη και στους μαθητές του, πως ο όχλος δεν είχε πειστεί για την ταυτότητα και το έργο – διδασκαλία του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;», (Μάρκος, Η28).
Το μεγαλείο και των δυο «πασχόντων» συνίσταται στο γεγονός ότι γνώριζαν το τέλος το οποίο αντιμετώπισαν ως μια αναγκαιότητα:
«πάντα προυξεπίσταμαι / σκεθρώς τα μέλλοντα, ουδέ μοι ποταίνιον, / πήμ’ ουδέν ήξει. Την πεπρωμένην δε χρη/ αίσα νφέρειν ως ράτσα, γιγνώσκονθ’ ότι / το της ανάγκης έστ’ αδήριτον σθένος», (Καλά τα ξέρω όλα… Πρέπει την τύχη τη μοιρόγραφτη ο καθένας… να βαστάζει, μια και το ξέρει πόσο ανίκητη είναι της Ανάγκης η δύναμη», Αισχύλος «Προμηθεύς Δεσμώτης», 101-105).
Ο Χριστός έδειξε την αδυναμία του μόνον λίγο πριν εκπνεύσει λέγοντας το: «ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί; Τούτ’ έστ’, Θεέ μου Θεέ μου, ινα τί με εγκατέλιπες;» (Ματθαίος, ΚΖ47).
Ο ανθρώπινος θάνατος του Χριστού επισημαίνεται κι από τον υμνογράφο του Επιταφίου θρήνου: «Ως βροτός μεν θνήσκεις εκουσίως, Σωτήρ, ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών».
Ο συμβολισμός
Γενικότερα, περιδιαβαίνοντες το μύθο του Προμηθέα (Ησίοδος, Αισχύλος, Βάρναλης) μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτόν το σύμβολο του αγώνα του ανθρώπου ενάντια σε εκείνες τις δυνάμεις που τον κρατούν δέσμιο. Ο Προμηθέας εκπροσωπεί την Ηθική Ελευθερία και τη βαθιά επιθυμία του ανθρώπου για πρόοδο σε όλα τα επίπεδα (Υλικό, Πνευματικό…). Η πορεία, βέβαια, προς τη γνώση και την πρόοδο δεν συμβαίνει πάντα «ατιμωρητί». Ο άνθρωπος πρωταγωνιστής «πάσχει» και παθιάζεται.
Γνωρίζει, δηλαδή, πως η μετάβαση από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας» προϋποθέτει συνειδητοποίηση των ορίων των ανθρώπων αλλά και των θυσιών. Ο Προμηθέας ενσαρκώνει σε απόλυτο βαθμό αυτή τη συνειδητοποίηση. Εξάλλου η «πράξη που γεννά βάσανα» είναι παράλληλα «πράξη που γεννά ευτυχία».
Ο Χριστός στέκεται συγκαταβατικός απέναντι σε αυτούς που τον αδικούν και τους συγχωρεί «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν». Είναι η έκφραση μιας αγάπης χωρίς όρους και όρια. Μια αγάπη που τόσο ο Προμηθέας όσο και ο Φρόιντ δεν αναγνωρίζουν. Σχετικά ο Προμηθέας διακηρύσσει «απλώ λόγω τους πάντας εχθαίρω θεούς,/ όσοι παθόντες ευ κακούσι μ’ εκδίκως».
Ο Βάρναλης στο «φως που καίει» παρουσιάζει τον Προμηθέα και το Χριστό να διαφωνούν σε πολλά και ο ένας να μην κατανοεί τη θυσία και τα παθήματα του άλλου.
Ο Προμηθέας με τα δώρα στους ανθρώπους απέβλεπε στο λογικό του ανθρώπου (φωτιά, γλώσσα…), ενώ ο Χριστός στην αγάπη – καρδιά. Στη θέση – απάντηση του Προμηθέα «Αφτά δεν είναι λογικά πράματα!», ο Χριστός απαντά «Όσο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενέβουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται» (Κ. Βάρναλης, «το φως που καίει»).
Ωστόσο, το τέλος – θάνατος και των δυο συνοδεύουν τρομερά φυσικά γεγονότα «χθων σεσάλευται./ βρυχία δ’ ηχώ παραμυκάται/ βροντής», (Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης» 1095) και «…και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν..», (Ιωάννης, ΚΖ 52).
Πιο ανθρώπινος και πιο επιθετικός ο Προμηθέας υπερασπιζόμενος τα δίκαια του αιώνια «πάσχοντος» ανθρώπου ομολογεί με ένα ανθρώπινα δραματικό τρόπο:
«ω μητρός εμής σέβας, ω πάντων/ αιθήρ κοινόν φάοςειλίσσων,/ εσοράς ως έκδικα πάσχω» (κοιτάξτε πόσο άδικα πάσχω).