Το σιδηροδρομικό ατύχημα που στοίχισε την ζωή σε δεκάδες πολίτες οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν νέοι και φοιτητές προκάλεσε θλίψη στα μέλη της Ελληνικής κοινωνίας, εκδηλώθηκαν διαμαρτυρίες και προκλήθηκαν πολιτικές αντιμαχίες. Η απόδοση ευθυνών είναι τόσο νομικό όσο και πολιτικό ζήτημα που θα συζητείται επί μακρόν. Παράλληλα, οι στρατηγικές εξελίξεις πλανητικά και στην περιφέρεια στην οποία ανήκει η Ελλάδα είναι καταιγιστικές. Εξ ου και η ανάγκη για συνεχή λήψη αποφάσεων και συνεχείς στρατηγικές και διπλωματικές κινήσεις. Ένα σημαντικό γεγονός είναι η επίσκεψη του νέου Κύπριου προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη στην Αθήνα μερικές μόνο μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Προεκλογικά ο νέος Κύπριος πρόεδρος με πολύ προσεκτικό τρόπο αλλά εξ αντικειμένου και πολύ ουσιαστικό υιοθέτησε θέσεις για νέους προσανατολισμούς και νέες πρωτοβουλίες όσον αφορά δύο κεντρικά ζητήματα:
Πρώτον, τον ρόλο της Ευρώπης όπως απορρέει από το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) είναι πλήρες μέλος της ΕΕ (και ως εκ τούτο στο εσωτερικό της ισχύει το Ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο.
“Ανεξάρτητα της τουρκικής στάσης, ένας νέος νομικός και στρατηγικός προσανατολισμός προς την κατεύθυνση που υιοθέτησε προγραμματικά ο νέος κύπριος πρόεδρος, δημιουργεί δυναμική ειρηνικής διεξόδου στην βάση της διεθνούς νομιμότητας όχι μόνο στο κυπριακό αλλά και ευρύτερα σε όλο το φάσμα των ευρωτουρκικών σχέσεων.”
Δεύτερον, υποστήριξε εμφατικά την πρόθεση συζήτησης με την Ελληνική πολιτική ηγεσία όχι μόνο την αναβίωση αλλά και την περαιτέρω ανάπτυξη του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ). Η σημασία αυτών των θέσεων έγκειται στο γεγονός ότι μετά από δεκαετίες άγονων διαπραγματεύσεων, διαδοχικών αδιεξόδων και επέκτασης των τουρκικών αναθεωρητικών αξιώσεων σε όλο το φάσμα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι θέσεις του κύπριου προέδρου δημιουργούν μεγάλη ευκαιρία στρατηγικής ανασύνταξης.
Πρόσφατα έχουμε υπογραμμίσει εδώ ότι, με αυτά τα δεδομένα, υπάρχει ευκαιρία για μια νέα Ελληνική εθνική στρατηγική. Μάλιστα, με τρόπο νομικά βάσιμο, διπλωματικά «ήπιο», πολιτικά νομιμοποιημένο και στρατηγικά ορθολογιστικό. Βασικά, ανεξάρτητα της τουρκικής στάσης, ένας νέος νομικός και στρατηγικός προσανατολισμός προς την κατεύθυνση που υιοθέτησε προγραμματικά ο νέος κύπριος πρόεδρος, δημιουργεί δυναμική ειρηνικής διεξόδου στην βάση της διεθνούς νομιμότητας όχι μόνο στο κυπριακό αλλά και ευρύτερα σε όλο το φάσμα των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Όλοι γνωρίζουν ή χρήζει να γνωρίζουν ότι όπως οδηγήθηκαν οι διαπραγματεύσεις τις τελευταίες δεκαετίες και με δεδομένες τις ολοένα μεγαλύτερες αναθεωρητικές και επεκτατικές επιδιώξεις της Τουρκίας, θα ήταν επικίνδυνο και ουτοπικό να αναμένεται «συμφωνία» για το κυπριακό στο άμεσο μέλλον.
“Η πρόταξη του Ευρωπαϊκού κεκτημένου εξ αντικειμένου -και παρά τις αναμενόμενες αρνητικές θέσεις της τουρκικής πλευράς-, έστω και εάν η Ελληνική πλευρά αργοπόρησε να το απαιτήσει, είναι μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση. Χωρίς δραματοποιήσεις ή πρόκληση κρίσεων, δημιουργούνται προϋποθέσεις νέας βάσης διαπραγματεύσεων.”
Καιρός είναι αυτό να εκτιμηθεί σωστά και να εξεταστούν νέες προσεγγίσεις που αφενός θα διαφυλάττουν την Κυπριακή Δημοκρατία και αφετέρου θα δημιουργούν προοπτικές τερματισμού των παράνομων τετελεσμένων. Για να το πούμε διαφορετικά, ενώ καλό θα ήταν να υπάρξει άμεσα διέξοδος η αυτοκτονία δεν αποτελεί λύση αλλά προάγγελο πολλών και μεγαλύτερων προβλημάτων.
Γιατί αυτό που συζητείται τις τελευταίες δεκαετίες είναι αυτοκτονία:
α) Κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
β) Νομιμοποίηση με νέα Συνθήκη των παράνομων τετελεσμένων στα νυν κατεχόμενα.
γ) Επέκταση της Τουρκικής επικυριαρχίας στο τώρα ελεύθερο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
δ) Στρατηγική ομηρία του ενός δέκατου του Ελληνισμού.
ε) Και καταληκτικά πλήρης κατάκτηση της Μεγαλονήσου από την Τουρκία.
Όλα αυτά εξ αντικειμένου πέραν του ότι είναι ακραία ανορθολογικά επειδή είναι αυτοκτονικά δεν είναι συμβατά με οποιαδήποτε έννοια εθνικής στρατηγικής.
Η πρόταξη του Ευρωπαϊκού κεκτημένου εξ αντικειμένου -και παρά τις αναμενόμενες αρνητικές θέσεις της τουρκικής πλευράς-, έστω και εάν η Ελληνική πλευρά αργοπόρησε να το απαιτήσει, είναι μια πολλά υποσχόμενη προσέγγιση. Χωρίς δραματοποιήσεις ή πρόκληση κρίσεων, δημιουργούνται προϋποθέσεις νέας βάσης διαπραγματεύσεων.
Αυτό θα έχουμε πιθανότατα εάν η Ελληνική πλευρά λειτουργήσει αποτελεσματικά με αποτέλεσμα την σύμπλευση των θεσμών της ΕΕ, των κρατών μελών της Κοινότητα, άλλων κρατών και των αρμοδίων του ΟΗΕ. Εάν έτσι κινηθεί η Ελληνική πλευρά και εάν όταν οι συνθήκες θα ωριμάσουν θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε ειρηνική διέξοδο από το τέλμα των τελευταίων δεκαετιών.
Για την νομική πτυχή υπάρχουν πολύτιμες πλην παραμελημένες αναλύσεις που συντάχθηκαν στο παρελθόν. Για παράδειγμα η έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, που ενώ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά και πολιτικά αποτελεί κατά βάση και ουσιαστικά την μόνη προσέγγιση διεξόδου με όρους Διεθνούς και Ευρωπαϊκής νομιμότητας. Είναι δημόσια κείμενα και ο καθείς μπορεί να τα διαβάσει, τα δε επιχειρήματα επειδή είναι ακλόνητα μπορούν να αποτελέσουν άξονα μιας νέας νομικής προσέγγισης της Ελλάδας και της Κύπρου που θα προκαλέσει μια νέα δυναμική ειρηνικής διεξόδου. [Βλ. «Πλαίσιο Αρχών για μια δίκαιη λύση και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο» του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων (σε 4 γλώσσες)].
“Η συλλογική ασφάλεια ποτέ δεν κινδύνευσε και σήμερα δεν κινδυνεύει από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά από την παρανομούσα Τουρκία.”
Επειδή ακριβώς η πράξη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ αποτελεί νομικό και πολιτικό κείμενο που κανονικά -και κυρίως εάν το ζητήσουμε/απαιτήσουμε αιτιολογημένα- «δεσμεύει» τα κράτη μέλη της ΕΕ, δυνητικά δημιουργεί νέες προοπτικές. Αναμφίβολα όπως έχει συχνά υποστηριχθεί από πολλούς, η ύπαρξη ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας στο κεντρικό μέτωπο και τοπικά στην Κύπρο με τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο, αποτελεί προϋπόθεση ισόρροπων διαπραγματεύσεων και βιώσιμων συμφωνιών που δεν καταργούν την Κυπριακή Δημοκρατία, εξωθούν την Τουρκία να προσαρμοστεί με την λογική σταθερότητας που θα στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο και στις Συμβάσεις και πιθανότατα όταν οι περιστάσεις το ευνοούν οδηγούν σε βιώσιμη συμφωνία.
Η εμπλοκή της ΕΕ είναι εφικτή και ενδεχομένως «εύκολη». Πέραν του ότι λογικά πολιτικά και στρατηγικά ενδιαφέρει τα κράτη μέλη και τους θεσμούς της Κοινότητας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ορθολογιστική προσέγγιση των οργάνων και των αντιπροσώπων του ΟΗΕ, η οποία πρώτον, θα είναι συμβατή με την διεθνή νομιμότητα όπως ορίζεται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο και τις Συμβάσεις και δεύτερον, θα εξελιχθεί σύμφωνα με τον ρόλο του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) ως όργανο συλλογικής ασφάλειας αποστολή του οποίου είναι η διαφύλαξη της διεθνούς τάξης σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα.
Όσον αφορά το ζήτημα του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας στο παρελθόν έχουμε γράψει εδώ εκτενέστερα κείμενα. Θα μπορούσαμε εν τούτοις να συνοψίσουμε και υπογραμμίσουμε μερικές καίριες πτυχές που αφορούν τον ρόλο του ΟΗΕ και του λεγόμενου «διαπραγματευτικό κεκτημένο». Οι αρμοδιότητές του ΣΑ είναι επακριβώς προσδιορισμένες και αφορούν μόνο την διεθνή τάξη και την αποκατάστασή της όταν διαταραχθεί.
Στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 παράγραφος 7 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ξεκαθαρίζονται οι δικαιοδοσίες του Συμβουλίου Ασφαλείας αλλά και τα όρια αυτών των δικαιοδοσιών:
«Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δε θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη».
Ο ρόλος του ΟΗΕ και του ΣΑ είναι μόνο, εάν συμφωνούν τα μόνιμα μέλη και εάν υπάρξει απόφαση, η λήψη μέτρων τερματισμού κάθε παράνομης ενέργειας και των τετελεσμένων που δημιουργεί.
Καταμαρτυρείται λανθασμένη αντίληψη των διεθνών θεσμών, του διεθνούς δικαίου και του ρόλου του ΟΗΕ εάν δεν κατανοηθεί ότι ο αμυνόμενος, απειλούμενος και το θύμα παράνομης επίθεσης δεν έχει καμιά νομική ή πολιτική υποχρέωση να δεχθεί τα παράνομα τετελεσμένα, λόγω παράνομης άσκησης βίας όπως έγινε το 1974 με την παράνομη εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο.
“Γιατί η Ελληνική πλευρά συνεχίζει να αφήνει τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων του ΟΗΕ που είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των κρατών μελών των Ηνωμένων Εθνών, να υποβάλλουν αθέμιτες, αδιέξοδες και παράνομες προτάσεις για ρυθμίσεις που επιχειρούν να νομιμοποιήσουν την παράνομη άσκηση βίας, τα παράνομα τετελεσμένα και την κατάργηση ενός κυρίαρχου κράτους που είναι θύμα παράνομης εισβολής;”
Τουτέστιν, η συλλογική ασφάλεια ποτέ δεν κινδύνευσε και σήμερα δεν κινδυνεύει από την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά από την παρανομούσα Τουρκία. Ως προς τούτο, ενώ αυτό είναι σπάνιο όσον αφορά την δραστηριοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας -λόγω δικαιώματος αρνησικυρίας των μόνιμων μελών- η Ελληνική πλευρά έχει νόμιμα και νομιμοποιημένα ερείσματα που δεν έχει αξιοποιήσει.
Όπως σπάνια συμβαίνει, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1974, 1975 και του 1983, αλλά προγενέστερα και του 1964, είναι ρητές: Στις αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983, για παράδειγμα, το σημαντικό αυτό όργανο του ΟΗΕ καλεί όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Συνηγορούν έτσι με την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και κατά συνέπεια απορρίπτουν την αλλαγή του εσωτερικού καθεστώτος ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ με όρους, μάλιστα, που νομιμοποιούν τα παράνομα τετελεσμένα της παράνομης εισβολής.
Για να μην υπάρχει αμφιβολία για την απόλυτη νομική και πολιτική ορθότητα αυτών των επισημάνσεων, μπορούμε να αναφερθούμε με πιο συγκεκριμένο τρόπο στο περιεχόμενο αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας οι οποίες ζητούν τον τερματισμό των παράνομων τετελεσμένων και εμφατικά υπογραμμίζουν ότι τα παράνομα τετελεσμένα δεν θα αποτελέσουν βάση λύσης του κυπριακού. Επειδή αυτά είναι προσδιοριστικά σημαντικά, στεκόμαστε με συντομία στις πάντοτε ισχύουσες αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983, οι οποίες είναι και μόνες συμβατές με τον ρόλο του ΣΑ όπως τον ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.
Καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή της Τουρκίας απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ρητά με μια εξαιρετικά σημαντική διατύπωση που αφορά ευθέως τις διαπραγματεύσεις, ζητούν: «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» ενώ γίνεται σαφές ότι οι διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης «δεν θα επηρεαστούν από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από πολεμικές επιχειρήσεις».
“η Ελληνική πλευρά θα αυτοκτονήσει κρατικά εάν γίνει αποδεκτή η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αποδοχή μιας εθνικά διαιρεμένης δομής όπου οι αποφάσεις είναι ανέφικτες και όπου λόγω «πολιτικής ισότητας» σε εθνική βάση η Τουρκία θα καλλιεργεί περαιτέρω τα παράνομα τετελεσμένα και σταδιακά θα καταστεί επικυρίαρχος της Μεγαλονήσου.”
Εξίσου σημαντική εάν όχι περισσότερο σημαντική και μεγάλο υπέρτερο και ακλόνητο έρεισμα για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι η απόφαση του ΣΑ 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα:
«Η απόπειρα να δημιουργηθεί μια τουρκοκυπριακή δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου είναι άκυρη, επιδεινώνει την κατάσταση της Κύπρου» και καλεί «την Τουρκική πλευρά να την αποσύρει».
Ερωτάται: Γιατί η Ελληνική πλευρά συνεχίζει να αφήνει τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων του ΟΗΕ που είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των κρατών μελών των Ηνωμένων Εθνών, να υποβάλλουν αθέμιτες, αδιέξοδες και παράνομες προτάσεις για ρυθμίσεις που επιχειρούν να νομιμοποιήσουν την παράνομη άσκηση βίας, τα παράνομα τετελεσμένα και την κατάργηση ενός κυρίαρχου κράτους που είναι θύμα παράνομης εισβολής (όπως τα όργανα του ΟΗΕ έχουν επανειλημμένα καταστήσει σαφές).
Εξάλλου, είναι εξίσου σημαντικό το αντικειμενικό γεγονός ότι εάν η Ελληνική πλευρά αποδεχθεί την νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων και την δημιουργία ενός μη βιώσιμου κρατιδίου υπό Τουρκική επικυριαρχία, αναπόδραστα οι σχέσεις των εμπλεκομένων οδηγούνται σε αστάθεια που θέτει σε κίνδυνο την διεθνή και περιφερειακή ασφάλεια! Μπορεί αυτό ενίοτε να ευνοεί τα στρατηγικά παίγνια της ηγεμονικής διαπάλης αλλά δεν υποχρεώνει το θύμα παράνομων αναθεωρητικών ενεργειών να αποδεχθεί τα παράνομα τετελεσμένα.
Στην Κύπρο, νομικά και πολιτικά υπάρχει ένα μόνο κράτος και μόνο μια κρατική κυριαρχία, αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία κανείς δεν μπορεί να καταλύσει παρά μόνο εάν η Ελληνική πλευρά αυτοκτονήσει κρατικά και αυτό ακριβώς θα συμβεί εάν γίνει αποδεκτή κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αποδοχή μιας εθνικά διαιρεμένης δομής όπου οι αποφάσεις είναι ανέφικτες και όπου λόγω «πολιτικής ισότητας» σε εθνική βάση η Τουρκία θα καλλιεργεί περαιτέρω τα παράνομα τετελεσμένα και σταδιακά θα καταστεί επικυρίαρχος της Μεγαλονήσου.
Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές ότι ένας τέτοιος νομικός, πολιτικός και διαπραγματευτικός προσανατολισμός δεν συνεπάγεται κάποια αντιπαράθεση με όργανα του ΟΗΕ ή αντιπροσώπους τους ή με κυβερνήσεις άλλων κρατών. Αποτελεί νόμιμο και νομιμοποιημένο δικαίωμα ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους το οποίο είναι ταυτόχρονα είναι κράτος μέλος της ΕΕ το οποίο ως εκ τούτου διακυβερνάται με όρους ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Ως προ το τελευταίο, ο καθείς γνωρίζει ότι η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης όπως και οι Συμβάσεις με τις οποίες η ΚΔ είναι συμβεβλημένη, διαφυλάττει πλήρως τα πολιτικά δικαιώματα όλων των πολιτών και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Όσον δε αφορά επιμέρους ζητήματα όπως προσεγγίσεις πολιτισμικής και θρησκευτικής αυτονομίας είναι εσωτερική υπόθεση κάθε κράτους και κανενός άλλου.
Κανείς και ποτέ δεν έχει δικαιοδοσία ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι να αποκαταστήσει την διεθνή τάξη και νομιμότητα και όχι να ευνοήσει τον θύτη, να εξοντώσει το θύμα που είναι κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών και να δημιουργήσει προϋποθέσεις διεθνούς αστάθειας.
Τα λεγόμενα περί ανάγκης, δήθεν, συμβιβασμού και τα περί «διαπραγματευτικού κεκτημένου» είναι παντελώς αβάσιμα. Σε όλες τις διεθνείς διαπραγματεύσεις όταν δεν καταλήγουν, οι νέες είναι από διαφορετική βάση. Οι υποχωρήσεις ή ακόμη και πολιτικές «δεσμεύσεις» του θύματος της παρανομίας κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν είναι νομικά και πολιτικά δεσμευτικές. Αυτό ισχύει σε όλες τις ανάλογες διεθνείς περιπτώσεις αντίστοιχων διαπραγματεύσεων, εκτός και εάν το θύμα αποδεχθεί την παρανομία και με νέα Συνθήκη αλλάζει η διεθνής τάξη. Υπάρχει σκοπιμότητα ή εξυπηρετεί οτιδήποτε μια τέτοια υποχώρηση;
Στην περίπτωση της Κύπρου και μετά από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις πολλών δεκαετιών αποδεδειγμένα η βάση κάθε συζήτησης μπορεί να είναι μόνο ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας που αφορούν την διεθνή νομιμότητα / διεθνή τάξη που παραβιάστηκε και επειδή η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης σε όλη την Επικράτεια της ΚΔ που κατοχυρώνεται με την Πράξη προσχώρησης στην Κοινότητα το 2004. Παραμένει γεγονός ότι μέσα στο δαιδαλώδες και πολύπλοκο διεθνές σύστημα η αξίωση για να αποτελέσει η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα βάση κάθε συζήτησης θα πρέπει να απαιτηθεί τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία όσο και το Ελληνικό κράτος.
Καταληκτικά, η συνειδητοποίηση από όλους των αδιεξόδων που προκλήθηκαν μετά από ατελέσφορες διαπραγματεύσεις πολλών δεκαετιών και οι προγραμματικές θέσεις του νέου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργούν συντελεστικές προϋποθέσεις νέας στρατηγικής που θα μπορούσε όταν οι περιστάσεις το επιτρέψουν να προκαλέσει μια νέα διπλωματική δυναμική. Συμφωνίες επίσης που είναι συμβατές με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Όπως λογικά έγινε κατανοητό δεν αναφερόμαστε σε κάποια επικίνδυνη «διπλωματική επανάσταση» αλλά για προσκόλληση στην νομιμότητα που προσανατολίζει προς γόνιμες κατευθύνσεις εφαρμογής της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.