Προς έναν οδικό χάρτη Ελλάδας-Τουρκίας. Παράθυρο ευκαιρίας ή παγίδας επενδύσεως;

Κίνδυνος για αυτοπαγίδευση στην παρελκυστική πολιτική της Άγκυρας.
Open Image Modal
ADEM ALTAN via Getty Images

Το κλείσιμο της αυλαίας της πολυαναμενόμενης και πολυδιαφημιζόμενης συνάντησης του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με τον Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, θα πρέπει να ειδωθεί ως μέρος της επίσημης διμερούς διπλωματίας μεταξύ Αθήνας- Άγκυρας.

Ωστόσο και εκ του αποτελέσματος κρινόμενος, ο σκοπός της εν λόγω εθιμοτυπικής επίσκεψης παρέμεινε αμιγώς επικοινωνιακός, στο βαθμό και στο μέτρο που οι εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις στα ελληνοτουρκικά, διμερή και διεθνή θεσμικά, ζητήματα, διατηρήθηκαν απαράλλαχτες.

Από τη μια πλευρά, η Άγκυρα, για ακόμη μία φορά ανοίγει τη βεντάλια του συνόλου των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα, θα προδηλώσει τις ευγενείς της προθέσεις για την εγκαθίδρυση ενός κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης-συνεργασίας, μέσω ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας. Ως αντικειμενικός πολιτικός στόχος, τίθεται η δημιουργία, μέσα από «μια εκατέρωθεν αποσαφήνιση των θέσεων» των δύο μερών, των προϋποθέσεων εκείνων, που θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα σε «ιστορικά βήματα και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις».

Ακολουθώντας το σαβουάρ βιβρ της κλασσικής διπλωματίας, σε διαδικαστικό επίπεδο, οι δύο ηγέτες θα προδηλώσουν την εντιμότητα- ειλικρίνεια των προθέσεών τους, ενώ ο Τ. Ερντογάν θα επιδείξει τη δέουσα μετριοπάθεια-αυτοσυγκράτηση στις δημόσιες δηλώσεις του, σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη αναθεωρητική του ρητορεία περί αλλαγής του καθεστώτος της συνθήκης της Λοζάνης .

Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται στο σημείο αυτό, συνέχεται με τον γενικότερο σκοπό της διήμερης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία και των συμπαρομαρτούντων απολήξεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Κατά τούτο, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα, έχει μία μόνο οδό προσέγγισης που είναι η λειτουργία της διπλωματίας στο ενδοκρατικό και διακρατικό επίπεδο.

Ως προς το πρώτο (ενδοκρατικό επίπεδο), η επικοινωνία-διακήρυξη των κεντρικών αρχών-στόχων της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους, αποσκοπεί πρωτίστως, στην ενίσχυση της εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής συνοχής και στην αύξηση του βαθμού της εσωτερικής νομιμοποίησης της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Παρεπόμενα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και εργαλειακά, είτε για την σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης σε μια σχεδιαζόμενη πολιτική απόφαση για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, είτε για την ενίσχυση της δεξαμενής των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος σε προεκλογικές περιόδους.

Συνακόλουθα, σε διακρατικό επίπεδο, η πολύπλευρη και πλέον καθοριστική λειτουργία της διπλωματίας, αντικατοπτρίζεται στην ανάπτυξη-ενίσχυση των εξωτερικών σχέσεων/επικοινωνίας μεταξύ των κρατών, στην εγκαθίδρυση διεθνών θεσμών, στη σύναψη διεθνών συνθηκών, στην επίλυση διακρατικών διαφορών, στον συμβολισμό ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, στην προαγωγή-προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, στην διακήρυξη πολιτικών δεσμεύσεων, στη χάραξη κόκκινων γραμμών, κ.α.

Υπό αυτό το πρίσμα, η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα, εν μέσω ενός «θερμού» κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις –έμπρακτη διαμφισβήτηση της Κυπριακής ΑΟΖ-Υφαλοκρηπίδας, εντατικοποίηση των παραβιάσεων του Ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, αλλεπάλληλες Navtex για δέσμευση θαλάσσιων περιοχών στο Αιγαίο-Κύπρο– δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην αποκλιμάκωση της έντασης και στην εύρεση κοινών συμφερόντων, κυρίως σε λειτουργικά ζητήματα χαμηλής πολιτικής (π.χ. τουρισμός, εμπόριο, πολιτισμός, κ.α.) για τη σταδιακή εγκαθίδρυση ενός κλίματος ύφεσης και συνεργατικής προσέγγισης.

Αντίστροφα, για τον οικοδεσπότη Τούρκο Πρόεδρο, Τ. Ερντογάν, τα μηνύματα που εξέπεμψε απευθύνονταν προς τρεις αποδεκτές.

Οι δύο πρώτοι και κύριοι αποδέκτες, ήταν η τουρκική κοινωνία και η Αθήνα. Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ, θα επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα των οκτώ τούρκων αξιωματικών ζητώντας την άμεση έκδοσή τους.

«Εφιστώ την προσοχή της γειτονικής χώρας: Η Ελλάδα να φερθεί ανάλογα στους φυγάδες, αυτοί ευθύνονται για τους νεκρούς». 

Ενώ δεν θα διστάσει, αναφερόμενος στην μουσουλμανική (θρησκευτική) μειονότητα της δυτικής Θράκης, να την προσδιορίσει εθνικά, κάνοντας λόγο για τους «ομογενείς μας που ζουν στην Ελλάδα», και καλώντας την Αθήνα να βελτιώσει τους όρους διαβίωσής της. Αναφορικά με το ακανθώδες ζήτημα του Κυπριακού, έθεσε ως βάση για την επανεκκίνηση των διπλωματικών διεργασιών και συνεπαγόμενα ως προϋποτιθέμενη συνθήκη για οποιαδήποτε συμφωνία, την αναγνώριση-διασφάλιση ενός καθεστώτος ισοτιμίας για τους Τουρκοκύπριους.

Τρίτος αποδέκτης των μηνυμάτων του Τ. Ερντογάν ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου με την τακτική του παζαρέματος θα επιζητήσει την πλήρη εφαρμογή των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων για το προσφυγικό. Επικαλούμενος το «υπερβολικό φόρτο που [έχει] αναλάβει η Τουρκία», δεσμεύτηκε για την προληπτική δράση της τουρκικής ακτοφυλακής στο Αιγαίο με στόχο να μειωθούν οι απώλειες ανθρώπινων ζωών. Το εν λόγω ζήτημα, μαζί με τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό κυριάρχησαν και στην κατ’ ιδίαν συνάντηση του Τ. Ερντογάν με τον Α. Τσίπρα. Όπως ήταν φυσικό, ο Έλληνας πρωθυπουργός, ανακίνησε τα μείζονα ζητήματα των δικαιωμάτων της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Τουρκία καθώς και το «θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης», για ν’ ανταπαντήσει ο Τούρκος πρόεδρος, με τα θέματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη δυτική Θράκη και των μουφτήδων. Ενώ στο καίριο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, «στην κατάργηση των απειλών πολέμου» και στην οικοδόμηση εξωτερικών σχέσεων με θεμελιώδες υπόβαθρο το «σεβασμό του διεθνούς δικαίου», ο Τούρκος πρόεδρος εξέφρασε την επιθυμία του, για μια πολυεπίπεδη ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, προτάσσοντας την ανάγκη διαμόρφωσης ενός οδικού χάρτη.

Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίζεται και το ουσιαστικό διακύβευμα της διήμερης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία, υπό την έννοια, ότι η Άγκυρα, εμμέσως πλην σαφώς, εμμένει σε μια συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών-κυπριακού, στα πλαίσια μιας διμερούς πολιτικής διαπραγμάτευσης.

Η εξέλιξη αυτή, προφανώς και αντίκειται στην αξονική θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ότι η μοναδική διαφορά (νομικής φύσεως) με την Τουρκία είναι το ζήτημα της οριοθέτησης της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Ωστόσο, αν και ο Α. Τσίπρας, τόνισε ότι με τη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων, θα μπορούσαν να επαναληφθούν οι «διερευνητικές συνομιλίες για τη διαφορά που έχουμε στο θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο», δεν φρόντισε ν’ αποσαφηνίσει, ότι αυτή είναι και η μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά που αναγνωρίζει η Αθήνα.

Τουναντίον, αφήνοντας θολό, το τοπίο, των αδιαπραγμάτευτων ελληνικών εθνικών συμφερόντων και προβαίνοντας σε δηλώσεις του τύπου: «είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέπουμε τις λογικές του παρελθόντος για να οικοδομήσουμε μια σχέση βασισμένη στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου, στην κατάργηση των απειλών πολέμου και στην αλληλοκατανόηση των ανησυχιών μας», και «Εμείς θέλουμε να βάλουμε τα θεμέλια ώστε να μπορέσουμε κάποια στιγμή να χτίσουμε, δεν είμαστε έτοιμοι να χτίσουμε χωρίς να βάλουμε τα θεμέλια», κινδυνεύει ν ’αυτοπαγιδευθεί στην παρελκυστική πολιτική της Άγκυρας, οδηγούμενος σε μια εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Με τον τρόπο αυτό δεν αποτρέπονται οι προδηλώμενες αναθεωρητικές τουρκικές προθέσεις, ούτε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την δημιουργία ισόρροπων διαπραγματεύσεων. Ειδικότερα εάν αναδιφήσουμε στην ιστορική διαχρονία, θα διαγνώσουμε ότι τα αναδιανεμητικά ζητήματα περί εκμετάλλευσης-ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πόρων της Αιγιακής υφαλοκρηπίδας, σε συνδυασμό με την ανισορροπία της στρατιωτικής ισχύος, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου (1974), ήταν εκείνα που εξέθρεψαν και γιγάντωσαν τις αναθεωρητικές αξιώσεις ισχύος της Τουρκίας για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος συγκυριαρχίας στο Αιγαίο.

Κατά συνέπεια, το κεντρικό δίδαγμα για τους διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αποκρυσταλλώνεται στη διαπίστωση του Ελευθερίου Βενιζέλου ότι :«αι εθνικαί επιτυχίαι δύνανται να επέλθουν μόνον ως συνέπεια σοβαράς και μεθοδικής εθνικής εργασίας, βαινούσης επί ωρισμένου προγράμματος, χαράττοντος εν ταις γενικαίς γραμμαίς τα μέσα και τον τρόπον δια των οποίων μέλλει να επιδιωχθεί η επιτυχία ωρισμένου αποτελέσματος». («Κήρυξ» 4ης Μαϊου 1908).