Προσδοκώντας το τέλος της ουκρανικής τραγωδίας

Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι η χώρα μετά το τέλος του πολέμου θα είναι κατεστραμμένη, εδαφικά ακρωτηριασμένη και πληθυσμιακά συρρικνωμένη.
|
Open Image Modal
Anadolu via Getty Images

Συμπληρώθηκαν ήδη δύο έτη από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ακολούθως το επόμενο διάστημα συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την Επανάσταση της Αξιοπρέπειας, που ανέτρεψε την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς και οδήγησε στην απόσχιση των περιοχών της Κριμαίας, του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ από την ουκρανική επικράτεια, ενώ τον προσεχή Δεκέμβριο θα συμπληρωθούν τρεις δεκαετίες από την υπογραφή του Μνημονίου της Βουδαπέστης (Budapest Memorandum on Security Assurances). Σύμφωνα με το εν λόγω μνημόνιο, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν κατέστρεψαν και παραχώρησαν στη Ρωσία τα πυρηνικά όπλα που διέθεταν μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, με αντάλλαγμα εγγυήσεις ασφαλείας και εδαφών από τη Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μεταψυχροπολεμικά, το Ουκρανικό Ζήτημα αποτέλεσε αρχικά πεδίο σύγκλισης μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών, Ηνωμένου Βασιλείου και Ρωσικής Ομοσπονδίας επί συγκεκριμένου θέματος – τον πυρηνικό αφοπλισμό της Ουκρανίας– σταδιακά και μετά το 2000 εξελίχθηκε σε μία διπλωματική διελκυστίνδα σχετικά με το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας, ενώ εδώ και δύο χρόνια συνιστά πεδίο έμμεσης πολεμικής αντιπαράθεσης του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Παρά τις ευρωπαϊκές – δηλαδή τις γαλλικές και γερμανικές – προσπάθειες, κυρίως το διάστημα 2008-2014, να βρεθεί ένα κοινά αποδεκτό status σχετικά με την θέση της Ουκρανίας στην περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας, καθώς και την πολιτική και οικονομική της μετάβαση και ενσωμάτωση, διαφαίνεται πως την τελευταία τετραετία η πορεία της χώρας καθορίστηκε από τις ευρύτερες ηγεμονικές στοχεύσεις και ανταγωνισμούς της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. 

Δύο χρόνια μετά την έναρξη του Πολέμου στην Ουκρανία η γενική διαπίστωση σχετικά με την εξέλιξή του είναι ότι: ναι μεν η Ρωσική Ομοσπονδία απέτυχε να ανατρέψει μέσω των στρατιωτικών επιχειρήσεων την ουκρανική κυβέρνηση, διατηρεί όμως σημαντικό μέρος των εδαφών που κατέλαβε μετά την εισβολή και φαίνεται να αντέχει στην ουκρανική αντεπίθεση και τον πόλεμο φθοράς που της επέβαλε το ΝΑΤΟ. Η Ρωσία παρά τις σημαντικές απώλειες στρατιωτικού προσωπικού, υλικού καθώς και γοήτρου παραμείνει ‒τρωθείσα μεν‒ μεγάλη δύναμη, η οποία βάσιμα δύναται να υποστηρίζει πως πολεμά ‒έμμεσα αλλά αδιαμφισβήτητα‒ με το σύνολο σχεδόν των δυτικών κρατών. Οι τελευταίες εξελίξεις επί του πεδίου αποτυπώνουν εξασθένιση της ουκρανικής αντεπίθεσης και ενίσχυση των ρωσικών θέσεων. 

Όσον αφορά τις ευρύτερες διπλωματικές και στρατηγικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, αυτός ως τώρα έχει επιφέρει:

Α) τον αποκλεισμό της Ρωσίας από την αρχιτεκτονική ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ρωσική Ομοσπονδία προσδιορίζεται πλέον ως απειλή για τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, γεγονός που στο ορατό μέλλον αποκλείει κάθε προοπτική συνεργασίας και συναφώς αναγνώρισης θέσης και ρόλου της Ρωσίας ως συνεγγυήτριας της περιφερειακής ασφάλειας.

Β) την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η εν λόγω αμερικανική απαίτηση έγινε αποδεκτή από τα ευρωπαϊκά κράτη και κυρίως τη Γερμανία.

Γ) την επιβεβαίωση της ατλαντικής πρωτοκαθεδρίας για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας στην Ευρώπη. Είναι γεγονός ότι μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και κατόπιν τεσσάρων Συνόδων Κορυφής του ΝΑΤΟ, επανακαθορίστηκε ο στρατηγικός προσανατολισμός της Συμμαχίας, υιοθετώντας κατά προτεραιότητα τις βασικές στρατηγικές επιλογές πρωτίστως των Ηνωμένων Πολιτειών και ακολούθως του Ηνωμένου Βασιλείου.

Δ) την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας –μάλλον όχι εδαφικά ακέραιης– στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά την τελευταία τετραετία επιδιώκει την πλήρη ευθυγράμμιση των συμμάχων τόσο εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας, όσο και ευρύτερα –βλ. AUKUS– με τις στρατηγικές της επιλογές, με άμεσο ή απώτερο στόχο εξ αυτών τον κατά το δοκούν  επανακαθορισμό του πλαισίου και των ορίων των σχέσεων των δυτικών κρατών με την Κίνα.

Ε) τα  σαφή οικονομικά οφέλη που αποκομίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από το ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Σύμφωνα με δηλώσεις αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπάιντεν, στα δύο χρόνια από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, επωφελείται τόσο η εγχώρια αμυντική βιομηχανία από νέες παραγγελίες των ευρωπαϊκών κρατών, όσο και από την αυξημένη ευρωπαϊκή ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο που εισάγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακολούθως, προσπαθώντας να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της ψήφισης, από τα δυο νομοθετικά σώματα, μίας νέας οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία συνολικού ύψους 60,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, υποστήριξαν ότι το 64% του ποσού θα επιστρέψει στην αμυντική βιομηχανία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στ) την απροθυμία της διεθνούς κοινότητας ‒πλην δυτικών κρατών‒ να συμμετάσχουν στις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας ‒με προεξάρχουσες την Κίνα και την Ινδία. Η συγκεκριμένη στάση των περισσοτέρων μη-δυτικών κρατών περιορίζει δραματικά τις επιπτώσεις των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες τερματισμού του πολέμου λόγω οικονομικής δυσπραγίας της Ρωσίας.

Εν κατακλείδι και στο βαθμό που οι βασικοί αγγλοσαξονικοί στόχοι επιτυγχάνονται και το κόστος του ρωσο-ουκρανικού πολέμου βαραίνει ασύμμετρα τα ευρωπαϊκά κράτη, φαίνεται ότι θα δοθεί μία τελευταία ευκαιρία στις ουκρανικές δυνάμεις να αλλάξουν τα δεδομένα επί του πεδίου. Αν δεν τελεσφορήσει η ουκρανική αντεπίθεση, αναμένεται να ακολουθήσουν παροτρύνσεις για την κατάπαυση του πυρός, εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεσή για έναν πολιτικό διακανονισμό της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης.

Σε κάθε περίπτωση ανακωχής άπαξ και το μέρος που έχει υποστεί την επίθεση δεχθεί την έναρξη της διαδικασίας δίχως να έχει αποκαταστήσει την εδαφική του ακεραιότητα, ουσιαστικά αποδέχεται να συμπεριληφθούν στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης τα αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Σ’ αυτήν την περίπτωση, αν δεν υπάρξει νέα στρατιωτική αντιπαράθεση, η τυχόν συμφωνία επίλυσης της σύγκρουσης σε πολύ μεγάλο βαθμό θα ενσωματώνει τα τετελεσμένα της ισχύος.

Η επικεφαλίδα περί ουκρανικής τραγωδίας έχει διάφορες εκφάνσεις, η πιο απτή συνίσταται ότι η χώρα θα είναι μετά το τέλος του πολέμου κατεστραμμένη, το πιθανότερο εδαφικά ακρωτηριασμένη ενώ η κοινωνία καθημαγμένη και πληθυσμιακά συρρικνωμένη. 

πληθυσμιακά συρρικνωμένη. Όσον αφορά την τραγικότητα των πολιτικών των Μεγάλων Δυνάμεων αναλύθηκε ιδεοτυπικά από τον ο John Mearsheimer στο ομώνυμο βιβλίο του και για την ουκρανική περίπτωση σε πολλές δημόσιες παρεμβάσεις του την τελευταία διετία.

Μία ακόμη πιθανή, ίσως και διδακτικότερη, πτυχή της ουκρανικής τραγωδίας θα αφορά αυτούς που θα ταχθούν υπέρ της εκεχειρίας και της πολιτικής διευθέτησης της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης, παροτρύνοντας τους Ουκρανούς να συνθηκολογήσουν, ενώ δύο χρόνια πριν ήταν ένθερμοί υποστηρικτές του ουκρανικού αγώνα και ανένδοτοι ως προς την εξέλιξή του.