Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας δημοσκοπική έρευνα με το ακόλουθο ερώτημα: «Προτιμάτε την πλήρη κάθαρση του πολιτικού συστήματος ή την προστασία των θεσμών;». Στο καθαρά διχαστικό αυτό δίλημμα το 60% τάχθηκε υπέρ της κάθαρσης, με κάθε κόστος, αδιαφορώντας για τους θεσμούς.
Με λίγα λόγια, «αίμα στην αρένα». Η επιχειρούμενη στοχοποίηση πολιτικών αντιπάλων από την κυβέρνηση με αφορμή την υπόθεση Novartis μαρτυρά του λόγου το αληθές. Η ανυπαρξία πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων, η ύπαρξη ανωνύμων μαρτύρων που αρνούνται να προσέλθουν στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, η γνώση βασικών στοιχείων της δικογραφίας πριν καν αυτή σταλεί στη βουλή από τη δικαιοσύνη, συνιστούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προβλήματος. Ας μην αυταπατώμεθα. Το πρόβλημα δεν είναι κομματικό, μικροπολιτικό, συμφεροντολογικό. Είναι πρόβλημα ουσίας. Πρόβλημα που συνίσταται στην απροσχημάτιστη καθεστωτική αντίληψη των ανθρώπων που σήμερα ασκούν τη διακυβέρνηση της χώρας.
Δεν χρειάζεται να αναλύσω περισσότερο τα περί καθεστωτισμού των κυβερνώντων, καθώς καθημερινά οι πράξεις τους αποδεικνύουν το γεγονός. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η ουσία του διλήμματος που τέθηκε με τη δημοσκόπηση. Επιθυμούμε όντως ξεκαθάρισμα πολιτικών λογαριασμών, φυλακίσεις, ποινές, δημόσιους εξευτελισμούς, αδιαφορώντας για το αν έχουμε δίκιο ή άδικο; Αδιαφορώντας τελικά για το ότι το σύστημα στο οποίο πλειοψηφικά δεχόμαστε ότι ανήκουμε έχει, προ πολλού, αναθέσει σε συγκεκριμένα όργανα τη διεξαγωγή ερευνών έκνομων; Φαίνεται πως ναι. Φαίνεται πως στον πυρήνα του το πρόβλημα με τους θεσμούς είναι πρόβλημα αξιοπιστίας.
Είναι αλήθεια ότι ένας θεσμός, πέραν της νομικής του φύσης, αποκτά κύρος από τα κατά καιρούς φυσικά πρόσωπα που τον υπηρετούν. Ωστόσο, το μίνιμουμ σεβασμού προς θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη, οι Ανεξάρτητες Αρχές και Βουλή πρέπει να υφίσταται ανεξαρτήτως προσώπων.
Είναι αλήθεια ότι στην πάροδο του χρόνου η Ελλάδα βίωσε και βιώνει αυτό που ο Καστοριάδης κάποτε αποκάλεσε «ετερόνομη θέσμιση». Ήτοι, έξωθεν επιβολή θεσμών άγνωστων στην ελληνική νοοτροπία και πρακτική. Αλίμονο όμως αν δεν γινόταν κι έτσι, δεδομένων των συνθηκών ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
Ασφαλώς το κρίσιμο σήμερα δεν είναι η διεξαγωγή μαθημάτων ιστορίας, αν και θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για πολλούς. Εκείνο που προέχει είναι η προστασία των αρμών ενός συστήματος που επέτρεψε στη χώρα να γνωρίσει τις τέσσερις δημοκρατικότερες δεκαετίες από τότε που υφίσταται ως κράτος. Λησμονούμε εύκολα ή οι νεότεροι αγνοούμε παντελώς ότι υπήρξαν εποχές που η ανάγνωση μιας εφημερίδας συνιστούσε αιτία σύλληψης. Η έκφραση γνώμης αντίθετης προς την κρατούσα συνιστούσε λόγο δίωξης. Η εξορία έθετε στο περιθώριο τη μισή Ελλάδα, προς τέρψη της άλλης μισής. Και πλείστα παραδείγματα αντιδημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας, ων ουκ έστι αριθμός.
Θα πει κάποιος καλοπροαίρετος κριτής: «Σήμερα δεν βιώνουμε προβλήματα δημοκρατίας και μη ορθής λειτουργίας των θεσμών;». Βεβαιότατα ναι. Οι θεσμοί συχνά εκτρέπονται του σκοπού τους. Συχνότατα τα πρόσωπα που τους υπηρετούν δεν συναισθάνονται τον ρόλο τους και διολισθαίνουν σε κολοσιαία ατοπήματα. Κυβερνώντες παρεμβαίνουν στη δικαιοσύνη, δικαστές δεν αποφασίζουν πάντοτε ανεπηρέαστοι, άλλοι θεσμοί όπως ο θεσμός του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ποδηγετούνται πολιτικά.
Όλα ισχύουν στο έπακρο. Ισχύει παράλληλα όμως ότι ο σύγχρονος αγώνας για τη δημοκρατία είναι φυσικά αγώνας αντοχής και όχι εκατό μέτρων. Είναι δε και αγώνας επανορθολογικοποίησης των θεσμών. Όσο βαρετό, νομικίστικο, απόμακρο και αν ακούγεται στον μέσο πολίτη που σήμερα βιώνει τραγικά την κρίση, οι θεσμοί ήταν και παραμένουν οι λειτουργικοί αρμοί της δημοκρατίας.
Αλίμονο αν δημοκρατία σήμαινε την ψήφο σε μια κάλπη κάθε τέσσερα χρόνια ή νωρίτερα. Αλίμονο αν η δημοκρατία άρχιζε και τελείωνε στις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις. Και βέβαια, αλίμονο αν δημοκρατία δεν σήμαινε ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία. Εντέχνως, σκοπίμως και ενσυνειδήτως αποφεύγω τον μονολεκτικό όρο «δικαιοσύνη». Όχι γιατί για τον γράφοντα η δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με τα εκ του νόμου ορισμένα όργανα απονομής αυτής. Αλλά γιατί θέλω με τις γραμμές αυτές να καταστεί σαφές το εξής: Δικαιοσύνη σε μια προηγμένη, δυτική, φιλελεύθερη, αστική δημοκρατία δεν μπορεί και δεν πρέπει να σημαίνει το δίκιο της ψυχοσύνθεσης κανενός. Δικαιοσύνη δεν μπορεί να σημαίνει «αίμα στην αρένα», εκκαθάριση διαφωνούντων (όρα το παράδειγμα των «συμπαθέστατων» γειτόνων μας...). Δικαιοσύνη σημαίνει πρωτίστως η ελεύθερη, ανεμπόδιστη, αδιαπραγμάτευση ανεξαρτησία των λειτουργών της.
Είναι προφανές ότι η μέσος πολίτης σε όποια χώρα του κόσμου κι αν βρίσκεται, γονατίζει καθημερινά από προβλήματα και αγώνες επιβίωσης. Γι’ αυτό και η απάντησή του σε ψευτοδιλήμματα όπως το προαναφερθέν της δημοσκόπησης είναι συχνά συναισθηματική, ανορθολογική και ενίοτε εκδικητική. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί φυσικά τη μεγάλη ευθύνη που ο πολίτης φέρει για την εκάστοτε κατάσταση της χώρας του. Μεγαλύτερη όμως είναι και πρέπει να είναι πάντα η ευθύνη όσων τάχθηκαν να υπηρετούν τους θεσμούς. Τους θεσμούς που υπάρχουν για να επιτρέπουν στον πολίτη να ζει, να αγωνίζεται, να δημιουργεί και να εκφράζεται ελευθέρως. Τους θεσμούς που επιτρέπουν στον πολίτη να κάνει επιλογές, να υφίσταται συνέπειες, αλλά να μην κινδυνεύει να εξαφανιστεί από προσώπου γης απλώς επειδή διαφωνεί από τον συμπολίτη του.
Ο πολίτης θα είναι πάντα το βασικό κύτταρο κάθε δημοκρατίας. Οι θεσμοί όμως αποτελούν το ουσιαστικό οξυγόνο της. Αποστολή κάθε φιλόδοξου μέλους της πολιτικής τάξης, η μη διακινδύνευση της σχέσης των δύο. Διαφορετικά, οι συνέπειες είναι καταστροφικές για όλους.