Με τη καταγγελία της ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου για τον προ εικοσιτριών ετών βιασμό της από παράγοντα της ιστιοπλοϊκής ομοσπονδίας, βγήκαν στην επιφάνεια και έτυχαν ευρείας δημοσιότητας τα λεπτά θέματα του βιασμού και της σεξουαλικής παρενόχλησης γυναικών όχι από κοινούς εγκληματίες βιαστές, αλλά από υψηλούς κατά περίπτωση παράγοντες οι οποίοι προέβησαν και σε κατάχρηση εξουσίας.
Είναι δεδομένο ότι τα θέματα αυτά προκαλούν ιδιαίτερη ευαισθησία και συγκίνηση στη κοινή γνώμη και ιδιαίτερα στις γυναίκες, που κάποιες από αυτές έχουν υποστεί στο παρελθόν τους σεξουαλική κακοποίηση, αλλά δεν είχαν τη τόλμη να το καταγγείλουν και η καταγγελία της ολυμπιονίκη τους δίνει την ευκαιρία και το θάρρος να προβούν σε καταγγελίες, που ενδεχομένως να μην επισύρουν λόγω της παραγραφής των αδικήματος ποινικές συνέπειες.
Το θέμα είναι τεράστιο, διαχρονικό και κατά τα φαινόμενα παγκόσμιο, το πώς αντιμετωπίζεται εξαρτάται από το βαθμό πολιτισμού και νομοθεσίας κάθε χώρας. Στη παρούσα κατάσταση πρέπει να δοθεί η πρέπουσα προσοχή κατά την αντιμετώπιση του όλου θέματος με σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας, όπως και ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου συνιστά με εγκύκλιο του, γιατί ενδεχομένως με αβάσιμες καταγγελίες η όλη υπόθεση θα καταλήξει σε κυνήγι μαγισσών και κανιβαλισμού από την κοινή γνώμη των κατονομαζόμενων ως θυτών. Γιατί στις περιπτώσεις, που δεν υπάρχουν αντικειμενικές αποδείξεις ούτε υπάρχει δικανική κρίση, τότε το όλο θέμα ανάγεται στην εκατέρωθεν αξιοπιστία κατά την οποία το θύμα απολαμβάνει και δικαίως ως αδύνατο μέρος περισσής συμπάθειας, ο δε θύτης δεν έχει τη δυνατότητα λόγω ελλείψεως διαδικασίας και μέσου να αποδείξει την αθωότητα του, έστω με την πολύ δύσκολη απόδειξη αρνητικών γεγονότων με την επισήμανση, ότι για κάποιους η ηθική καταδίκη που συνεπάγεται την κοινωνική περιφρόνηση, μπορεί να είναι χειρότερη από την ποινική καταδίκη και να έχει και παράπλευρες για την οικογένεια του απώλειες.
Το θέμα λοιπόν που άνοιξε με την καταγγελία της ολυμπιονίκη πρέπει να εξετασθεί στα στενά πλαίσια του βιασμού και της σεξουαλικής παρενόχλησης και κατάχρησης εξουσίας ή σύμφωνα με το άρθρο 343 Π.Κ. εργασιακής εξάρτησης ή ανάγκης για εργασία και μόνο από νομικής άποψης ως προς τον συγκεκριμένο εργασιακό επαγγελματικό χώρο, χωρίς περαιτέρω εμβαθύνσεις από κοινωνιολογικής, ψυχιατρικής, κοινωνικής και οικονομικής σκοπιάς, γιατί κάθε περίπτωση είναι εξατομικευμένη, που μόνο το δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία, μπορεί να διαμορφώσει αιτιολογημένη δικανική κρίση.
Ο αθλητισμός έγινε πλέον σε επίπεδο πρωταθλητισμού σχεδόν σε όλα τα αθλήματα επαγγελματικός και οι διακρινόμενοι αθλητές απολαμβάνουν διαφόρων προνομίων και σε κάποιες περιπτώσεις μεγάλου πλούτου. Το κύτταρο του αθλητισμού εκτός από τις αθλητικές ανώνυμες εταιρείες, που είναι εκ του νόμου εμπορικές, είναι τα αθλητικά σωματεία, τα οποία είναι ερασιτεχνικά, και αναλόγως του είδους του αθλητισμού που καλλιεργούν μετέχουν σε διάφορες αθλητικές ομοσπονδίες. Ακόμα και για τον απλό αγωνιστικό αθλητισμό απαιτούνται μεγάλες δαπάνες, τις οποίες τα αθλητικά σωματεία και οι αθλητικές ομοσπονδίες εξευρίσκουν ποικιλοτρόπως από κρατικές επιχορηγήσεις, χορηγίες με παρεμβολή πολιτικών προσώπων και εκ των ενόντων. Συνήθως οι προϋπολογισμοί τους είναι ελλειμματικοί.
Κινητήρια δύναμις του αθλητικού γίγνεσθαι είναι οι αθλητικοί παράγοντες, που ο καθένας για τους δικούς του λόγους ασχολείται με τη διοίκηση του σωματείου και αφιερώνει χρόνο και χρήμα, οι περισσότεροι, συνήθως παλιοί αθλητές, από αγνή αγάπη για τον αθλητισμό, κάποιοι όμως για ιδιοτελείς λόγους κοινωνικής προβολής ή οικονομικούς.
Υπάρχουν σωματεία που καλλιεργούν πραγματικά τον αθλητισμό και κάποια είναι σωματεία σφραγίδες, τα οποία διατηρούνται για να παρέχουν εκλογική δύναμη σε αθλητικούς παράγοντες. Υπάρχουν κάποιες αθλητικές ομοσπονδίες που έχουν την ίδια ηγεσία για κάποιες δεκαετίες, οι οποίες έχουν αναπτύξει αίσθημα ιδιοκτησίας και εμποδίζουν την ανανέωση της, που όμως πρέπει να γίνει μόνο με ομαλή διαδοχή. Είναι γεγονός ότι οι οπαδοί κάποιων αθλητικών συλλόγων αποτελούν υπολογίσιμη πολιτική δύναμη και τυγχάνουν ιδιαιτέρας μεταχειρίσεως από πολιτικές δυνάμεις, αλλά οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση των αθλητικών πραγμάτων κυρίως της αθλητικής δικαιοσύνης, πρέπει να γίνεται με την ευρύτερη δυνατή κοινή συναίνεση. Εκείνο που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η δαιμονοποίηση των αθλητικών παραγόντων, γιατί χωρίς αυτούς έσβησε ο αθλητισμός.
Ακούμε συνέχεια για παραγραφή των αδικημάτων και μάλιστα του κακουργήματος του βιασμού, που παραγράφεται στα δεκαπέντε χρόνια από τη πράξη. Ο θεσμός της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων συναντάται στα λατινογενή δίκαια, όπως είναι και το δικό μας, το οποίο είναι εξέλιξη του ρωμαϊκού δικαίου και του θεσμού της longissimi temporis praescriptio, που κάποτε ήταν τριάντα χρόνια, κάτι περισσότερο από το προσδόκιμο όριο ηλικίας που ήταν 28 χρόνια, ενώ στα αγγλοσαξονικά δίκαια δεν υπάρχει παρόμοιος θεσμός της παραγραφής των αδικημάτων.
Είμαι εναντίον της έννοιας της παραγραφής των ποινικών αδικημάτων και σε κάθε περίπτωση ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης και της έναρξης της παραγραφής, που ορίζεται από τα άρθρα 17, 112 Π.Κ. ως εξής. Χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίον ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος εκτός αν ορίζεται άλλως. Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει αυτό επικαλούμαι πάντα το εξής παράδειγμα. Τοποθετώ αποδεδειγμένα σήμερα μια βόμβα στη πλατεία Συντάγματος προγραμματισμένη να εκραγεί σε 20 χρόνια και μία μέρα, όταν εκρήγνυται σκοτώνει χίλιους, ο δράστης θα μείνει ατιμώρητος, γιατί η πράξη θα έχει παραγραφεί. Θέτω το θέμα, που είναι το «άγιο δισκοπότηρο» των ποινικολόγων, τόσο απλοϊκά για να αποτελέσει κάποτε αντικείμενο συζήτησης.
Συνήθως σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και βιασμού κατά κατάχρηση εξουσίας ή εργασιακής εξάρτησης ή εκμετάλλευσης της ανάγκης προς εργασία, η πράξη λαμβάνει χώρα στο χώρο που ο βιαστής ασκεί την εξουσία του κρατική ή εργοδοτική, οπότε το θύμα βρίσκεται σε ξένο έδαφος και δεν μπορεί ούτε να αντισταθεί ούτε να την αποδείξει, γιατί φοβάται τις επαγγελματικές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά κυρίως την δημόσια στο ακροατήριο του δικαστηρίου διαδικασία, όπου οι δικηγόροι υπερασπίσεως του κατηγορουμένου προσπαθούν να αποδείξουν, ότι το θύμα του βιασμού «κουνούσε την ουρά του».
Αυτοί είναι οι κυριότεροι λόγοι συν το ότι η οικογένεια του θύματος προσπαθεί να προφυλάξει την οικογενειακή τιμή, που οι περισσότεροι βιασμοί αποσιωπούνται και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις το θύμα βρίσκει την τόλμη και την ψυχική και οικονομική στήριξη να καταγγείλει τον δράστη και να διεξάγει την μακρά και πολυδάπανη δικαστική διαδικασία σε μία ατμόσφαιρα επιεικώς καχυποψίας και πιέσεων για την απόσυρση της κατηγορίας, όταν μάλιστα η πράξη γίνεται στο ίδιο εργασιακό περιβάλλον.
Σαφώς όμως η μη αποκάλυψη και η μη τιμωρία της απεχθούς αυτής συμπεριφοράς προκαλεί δυσκόλως ιάσιμα ψυχολογικά τραύματα στο θύμα και αλλαγή της συμπεριφοράς του.
Το όλο ζήτημα συντίθεται από εξατομικευμένες περιπτώσεις, που πρέπει να εξετάζονται κεχωρισμένα με τις νόμιμες διαδικασίες από τα αρμόδια όργανα και δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί σε όλες τις παραμέτρους με ένα απλό άρθρο. Σαφώς η καταγγελία της ολυμπιονίκη αποτελεί μια καλή αρχή για πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζητήματος με μέτρα που θα λάβει η Πολιτεία για τάχιστη δικαστική επίλυση των καταγγελιών και ψυχολογική στήριξη των θυμάτων, αλλά με την προϋπόθεση ότι οι καταγγελίες να είναι συγκεκριμένες, να μπορούν να αποδειχθούν και να κατονομάζεται ο δράστης και όχι απλά να φωτογραφίζεται.
Η καταγγελία της ολυμπιονίκη συνδέεται με δράσεις της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και ήδη διατάχθηκε από την Αρχή της Διαφάνειας ο διαχειριστικός και οικονομικός έλεγχος της, ο οποίος πρέπει να τελειώσει σε προβλεπτό χρόνο, γιατί ο όλος θόρυβος έχει ως συνέπεια την αναστολή κάποιων χορηγιών, που θα είναι σε βάρος της αγωνιστικής προετοιμασίας των ιστιοπλόων.
Λέανδρος Τ. Ρακιντζής
Αρεοπαγίτης ε.τ.