«Ψηφιακοί Νομάδες»: Ποιοι είναι και γιατί δεν προτιμούν την Ελλάδα

Η χώρα μας αποτελεί μια θελκτική επιλογή, αλλά το φορολογικό καθεστώς αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα.
Open Image Modal

Πριν από μια εικοσαετία, η εικόνα εργαζομένων σε καφέ, συν-εργατικούς χώρους, αεροδρόμια, αεροπλάνα και τρένα αγκαλιά έναν υπολογιστή έμοιαζε «εξωτική», ενώ η πλειονότητα των υπολοίπων μέμφονταν τις ατελείωτες «χαμένες» ώρες μετακίνησης από και προς τα γραφεία τους.

Η τάση της εξ αποστάσεως εργασίας άρχισε βαθμηδόν να κερδίζει έδαφος, όσο η τεχνολογία αναπτύσσονταν, τα δίκτυα εξελίσσονταν και οι θέσεις απασχόλησης έγιναν λιγότερο «χειρωνακτικές». Οι προβλέψεις – οι οποίες ήδη ξεπεράστηκαν – εκτιμούσαν ότι το 2020 ένας στους τρεις Αμερικανούς θα δούλευε εξ αποστάσεως. Μετά την πανδημία κορωνοϊού και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, η τάση εξαπλώνεται ραγδαία σε όλο τον κόσμο και δημιουργεί νέες αντιλήψεις όσον αφορά την τηλεργασία.

Πέρα από την αναγκαιότητα και τα πιθανά οφέλη ή προβλήματα για επιχειρήσεις και εργαζόμενους της τηλεργασίας, νωρίτερα ένα μικρό τμήμα των ψηφιακών εργαζόμενων είχαν ήδη αποφασίσει να γίνουν «νομάδες», επιλέγοντας να ζήσουν και να εργαστούν ακόμη και σε άλλη ήπειρο. 

Τα λιγότερα σταθερά έξοδα διαβίωσης και συντήρησης περιουσίας, η δυνατότητα να εργάζονται από κάθε γωνιά της γης και να απολαμβάνουν πιθανώς καλύτερη ποιότητα ζωής, η επαφή με άλλους πολιτισμούς και κουλτούρες αλλά και υπόσχεση ελευθερίας μακριά από τα γραφεία μιας επιχείρησης.

«Οι ψηφιακοί νομάδες αυξάνουν εκθετικά» παρατήρησε πριν λίγο καιρό ο συνιδρυτής και πρόεδρος της Upstream, Μάρκος Βερέμης σχολιάζοντας το μέλλον της εργασίας με την Covid-19 περίοδο. Σύμφωνα με στοιχεία του MIT Forum στην προσεχή τριετία περισσότεροι από 100.000 εργαζόμενοι θα είναι σε κάποια φάση της ζωής τους «ψηφιακοί νομάδες».

Υπό το πρίσμα, αυτό ο Μ. Βερέμης εκτίμησε πως η προσέλκυση εργαζομένων αυτού του τύπου στην Ελλάδα «είναι μια ευκαιρία». Αφενός γιατί οι περισσότεροι «νομάδες» έχουν ανάγκη διασύνδεσης με το οικοσύστημα κάθε χώρας και περιοχής, μεταφέροντας έτσι περισσότερη γνώση και δημιουργώντας θετικό αντίκτυπο. Αφετέρου, γιατί οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι – παρά τη μικρή διάρκεια παραμονής – διαθέτουν υψηλότερο προϋπολογισμό δαπανών απ’ότι ο μέσος τουρίστας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις δαπανούν περίπου 3.000 ευρώ σε μηναία βάση (συμπεριλαμβανομένων των ενοικίων διαμονής), όταν ο μέσος επισκέπτης στην Ελλάδα ξοδεύει 567 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2019).

Παρά τα στοιχεία εκείνα που θα καθιστούσαν την Ελλάδα- όπως το κλίμα, το κόστος διαβίωσης, ο πολιτισμός, η διασκέδαση και η ασφάλεια- έναν προτιμητέο προορισμό για έναν ψηφιακά εργαζόμενο, εν τούτοις, μας προτιμούν λιγότερο.

Σύμφωνα με την Εύη Μίσσα, η οποία έχει τόσο προσωπική εμπειρία εργασίας στο εξωτερικό, όσο και επαφή με τους «ψηφιακούς νομάδες» που καταφθάνουν στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εξ αυτών «είναι περαστικοί, καθώς δεν μένουν στη χώρα περισσότερο από 2-3 μήνες». Κατά την ίδια, οι εργαζόμενοι-επισκέπτες μένουν για λίγο στην πρωτεύουσα και μετά κατευθύνονται προς τα νησιά. Κυρίως εμφανίζονται όπως και τα αποδημητικά πουλιά…Μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου.

Σύμφωνα με την εμπειρία που έχει αποκομίσει από το Digital Nomads Athens –ένα εξιδεικευμένο γκρουπ στο facebook- ως ιδρύτρια και διαχειρίστρια, η  Εύη Μίσσα, αναφέρει στην HP ότι όσοι έρχονται στην Ελλάδα έχουν ως αποκλειστικό κοινό τη δυνατότητα της «ψηφιακής εργασίας», που δεν αφορά απαραίτητα την ενασχόληση με την υψηλή τεχνολογία. Από κει και πέρα τα χαρακτηριστικά τους ποικίλουν: Ηλικιακά κινούνται μεταξύ 23 και 65 ετών, είναι από διάφορες εθνικότητες ενώ το 50% είναι αυτοαπασχολούμενο και το 50% έχει εξαρτημένοι θέση εργασίας.

Η Ελλάδα αποτελεί μια θελκτική επιλογή, αλλά το φορολογικό καθεστώς στη χώρα αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα προσέλκυσης. Οποιοσδήποτε επισκέπτης παραμείνει πέραν του διαστήματος των 90 ημερών στη χώρα, λογίζεται ως φορολογικός κάτοικος και ο υψηλός συντελεστής φορολόγησης στο εισόδημα θεωρείται ισχυρό αντικίνητρο για έναν «ψηφιακό νομά».

Αντιθέτως, περιοχές στην Ασία, από το Μπαλί έως το Βιετνάμ (όπου το κλίμα παραμένει ήπιο) αλλά και διάφορες πόλεις στην Ευρώπη (Λισαβόνα, Βαρκελώνη, Κανάρια νησιά, ακόμη και το Μπάνσκο της Βουλγαρίας!) αποτελούν προτιμητέους προορισμούς, τόσο για λόγους οικονομικούς όσο και για το γεγονός του ότι έχουν μετεξελιχθεί σε κόμβους δικτύωσης των ιδιόμορφων αυτών εργαζομένων.