Οι προσεχείς τοπικές εκλογές της 14ης Οκτωβρίου στη Βαυαρία έχουν συγκεντρώσει πανευρωπαϊκά το ενδιαφέρον των πολιτικών αναλυτών. Καίτοι οι άμεσες επιπτώσεις μιας ραγδαίας ανόδου του ξενοφοβικού AfD δεν μπορούν να εκτιμηθούν, τυχόν επικύρωση των δημοσκοπικών προβλέψεων, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού σε Αυστρία και Ιταλία, θα καταδείξει μια υπαρκτή και ίσως μη αναστρέψιμη τάση ενόψει των κρίσιμων Ευρωεκλογών του Μαΐου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο σοβαρές κρίσεις την τελευταία δεκαετία. Αρχικά, στο πεδίο της οικονομίας και εν συνεχεία σε αυτό των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών. Παρότι ο ευρωσκεπτικισμός προϋπήρχε ως ρεύμα σκέψης, η γιγάντωση του φαινομένου την τελευταία περίοδο είναι αναμφίλεκτη. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του δεν μπορεί παρά να εστιάσει στην καταπολέμηση των αιτιών που επέτρεψαν την ανάδυση του ως κύριας απειλής κατά του ενωσιακού εγχειρήματος. Ρεαλισμός και αποφασιστικότητα τόσο κατά τη διάγνωση όσο και τη θεραπεία του προβλήματος συνιστούν εκ των ων ουκ άνευ όρους επιβίωσης της ευρωπαϊκής ιδέας.
Καταρχάς, η προσαρμογή του ηπειρωτικού κοινωνικού μοντέλου στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, ήτοι η αποσταθεροποίηση της μεσαίας τάξης, είναι μια πραγματικότητα που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε αν δε θέλουμε την απομόνωση και, εν τέλει, το μαρασμό της Ευρώπης στο νέο πολυπολικό μωσαϊκό του 21ου αιώνα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής μειώνοντας τις ώρες εργασίας για να περιορίσουμε την αναπόφευκτη τεχνολογική ανεργία και, κυρίως, να καθιερώσουμε ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους πολίτες ούτως ώστε να περιορίσουμε το βιοτικό άγχος που προκαλεί η αποτελεσματική λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας.
Επίσης, στο μεταναστευτικό ζήτημα, η παραδοχή της φθίνουσας δημογραφικής πορείας του γηγενούς ευρωπαϊκού πληθυσμού, για λόγους πρωτίστως πολιτιστικούς και άρα δυσχερώς αντιμετωπίσιμους, οδηγεί αναπόδραστα στην ανάγκη σχεδιασμού ενιαίας κοινοτικής στρατηγικής για την ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού, κατά τρόπο οργανωμένο στο επίπεδο της επιλογής αλλά και της ενσωμάτωσης των νέων μεταναστών. Σε συνάφεια με την τελευταία, η παρουσία σημαντικών μουσουλμανικών πληθυσμών στις ασιατικές και αφρικανικές χώρες προέλευσης υπογραμμίζει τη σημασία εφαρμογής πολιτικών προώθησης της συμβατότητας του αξιακού υποστρώματος που φέρουν οι άνθρωποι αυτοί με τις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, θέμα που πρέπει επειγόντως να απασχολήσει τις δεξαμενές σκέψης των Βρυξελλών με απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας μετριοπαθούς, ευρωπαϊκής εκδοχής του Ισλάμ στα πρότυπα της εξιδανικευμένης έστω ιβηρικής convivencia.
Τέλος, οι όποιες αποφάσεις ληφθούν οφείλουν, πέραν της αυτονόητης υποστήριξης του γαλλογερμανικού άξονα, να λάβουν υπόψη και τα ζωτικά συμφέροντα των περιφερειακών μελών (επί παραδείγματι, τα συμφέροντα ασφαλείας της Ελλάδας), στο μέτρο πάντοτε που τα μικρότερα κράτη ενδιαφέρονται έμπρακτα να συμμετάσχουν στην πρώτη ταχύτητα εμβάθυνσης, αρκεί βεβαίως να χαρακτηρίζεται αυτή από το σύνολο των πρωταρχικών λειτουργιών (Άμυνα, Εξωτερική Πολιτική, Εσωτερικές Υποθέσεις και Οικονομία) ενός προοπτικά ομοσπονδιακού κυβερνητικού μοντέλου νομιμοποιημένου σε ευρωκοινοβουλευτική βάση.
Η αντιπαράθεση φιλοευρωπαϊκών και αντιευρωπαϊκών δυνάμεων που πρόκειται να κλιμακωθεί τους επόμενους μήνες θα κριθεί εν πολλοίς από τις απαντήσεις που θα δοθούν στη διπλή πρόκληση που περιγράψαμε ως εδώ. Ας μη γελιόμαστε. Το επίδικο των επόμενων ευρωεκλογών είναι η μεταπολεμική συναίνεση (δημοκρατία, κοινωνικό κράτος δικαίου και ανθρώπινα δικαιώματα). Είτε το θέλουμε είτε όχι, η σύγκρουση έχει ήδη ξεκινήσει και η πολιτική του κατευνασμού ιστορικά έχει αποτύχει.