Η προσωπικότητα του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση ηγεσίας στη μεταμοντέρνα ή μετανεωτερική εποχή που ζούμε. Η απόφανση αυτή καθίσταται καίρια για την αποκρυπτογράφηση του “πολιτεύεσθαι” του Αμερικανού προέδρου, τόσο στο εσωτερικό όσο και κυρίως στο εξωτερικό της χώρας του. Το επιχειρηματικό του πνεύμα και το συναλλακτικό του πρίσμα, ίδιον του «λειτουργικού του κώδικα» (δηλαδή της σχέσης μεταξύ του “βιόκοσμου και του συστήματος”, όπως θα έλεγε και ο Χάμπερμας), συνιστούν ένα πρώτο επίπεδο στην ανάλυση της συμπεριφοράς του.
Πέραν αυτού, χρήσιμο εργαλείο στην αποκωδικοποίηση της πολιτικής του ρητορείας, συνιστά η Ανάλυση Λόγου (η χρήση δηλαδή της γλώσσας πέρα από τα όρια της πρότασης ή της φράσης και η διάδραση μεταξύ κοινωνικού περιβάλλοντος και γλώσσας). Σε αυτό το πλαίσιο, η σύμφυρση στο λόγο του, ανάμεσα στις εκδηλώσεις σκληρής, ήπιας και έξυπνης ισχύος (ίδιον του σύγχρονου μεταμοντερνικού ενδιαιτήματος), μετουσιώνεται στις Οβιδιακές μεταμορφώσεις του. Ο Τραμπ άλλοτε καταφέρεται και άλλοτε επιζητά τη συνεργασία είτε με τους Δημοκρατικούς στο εσωτερικό είτε με συμμάχους και αντιπάλους στο εξωτερικό των ΗΠΑ.
Η πρόσφατη ομιλία του (State of the Union) αποτυπώνει σε λεκτικό επίπεδο αυτές τις διαπιστώσεις. Ειδικότερα, φορώντας έναν φιλελεύθερο μανδύα, στάθηκε στην ευρεία συμμετοχή των γυναικών στο Κογκρέσο, πράγμα που προκάλεσε ευρεία επιδοκιμασία και από τους Δημοκρατικούς. Αναζητώντας τα ορμέμφυτά της, βλέπουμε ότι η προσπάθειά του να προβάλει μια ενωτική στάση, έναν συμβιβασμό, οφείλεται στην πολιτική συγκυρία «ήττας», σ’ ένα πολωμένο αμερικανικό τοπίο, μετά την απώλεια της πλειοψηφίας -από πλευράς- Ρεπουμπλικανικού κόμματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι ανακοινώσεις των προεδρικών φιλοδοξιών από μέρους πολιτικών των Δημοκρατικών.
Αν και δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο το κόμμα που κατέχει τον Λευκό Οίκο να παρουσιάζει απώλειες στις ενδιάμεσες εκλογές (ως αποτύπωση των πρώτων απογοητεύσεων, μετά τις υψηλές προσδοκίες που δημιουργεί μια προεκλογική περίοδος) και παρόλο που η απώλεια πλειοψηφίας στη Βουλή συγκεκριμένα είναι συχνότερη, εντούτοις, οι Δημοκρατικοί εκμεταλλεύτηκαν πλήρως, κατά το πρώτο αυτό τουλάχιστον στάδιο, και μάλιστα επιτυχημένα τα προνόμια και πολιτικά όπλα που μια τέτοια πλειοψηφία τους παρέχει.
Έτσι κατά το – ιστορικά μεγαλύτερο σε διάρκεια – κλείσιμο της κυβέρνησης, με αφορμή το τείχος με το Μεξικό που προεκλογικά δεσμεύτηκε να χτίσει ο Πρόεδρος Τραμπ, οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να αποφύγουν τον συμβιβασμό, αποδίδοντάς του την ευθύνη του κλεισίματος της κυβέρνησης και παρουσιάζοντας το ζήτημα ως ένα εγωιστικό παιχνίδι ικανοποίησης των παράλογων προεκλογικών δεσμεύσεων του Προέδρου, σε βάρος των ομοσπονδιακών εργατών – των οποίων οι πληρωμές καθυστέρησαν – αλλά και του αμερικανικού λαού (ενδεικτικά αναφέρουμε το κλείσιμο της κυβέρνησης και τις αντίστοιχες εικόνες αποδιοργάνωσης).
Η πολιτική, λοιπόν, αυτή «ήττα», σε συνδυασμό με την έως τώρα ρητορική του Προέδρου, έδωσαν χώρο στους Δημοκρατικούς, με προεδρικές φιλοδοξίες, όπως η Kamala Harris να ξεκινήσουν επίσημα τις καμπάνιες τους με ένα μήνυμα ενότητας, στη βάση αμερικανικών αξιών, οι οποίες, δέχονται πλήγματα από την κυβέρνηση Τραμπ, σε πολλαπλά επίπεδα, όπως αυτοί υποστηρίζουν.
Ακριβώς λοιπόν, η ώθηση αυτή και η ενέργεια που φαίνεται να υπάρχει στην εκλογική βάση του δημοκρατικού κόμματος, λόγω των ανακοινώσεων προεδρικών υποψηφιοτήτων, οδήγησαν τον Πρόεδρο σε «αμυντική» στάση, κατά την οποία θέλησε να αποδείξει πως παρά τις επιθέσεις που δέχεται, προασπίζει τα φιλελεύθερα αμερικανικά ιδανικά και αγκαλιάζει την πρόοδο, όπως λόγου χάρη, πέρα από τη γυναικεία παρουσία-ρεκόρ στο Κογκρέσο, το ζήτημα προάσπισης ασθενών με τα λεγόμενα pre-existing conditions – μετά τις ενδιάμεσες εκλογές στις οποίες το ζήτημα αυτό πρωταγωνίστησε σε καμπάνιες Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, καθώς οι δημοσκοπήσεις κατεδείκνυαν την υψηλή ιεράρχηση του θέματος από την πλειοψηφία των εκλογέων.
Παρά ταύτα, προς τέρψιν του παραδοσιακού του κοινού και της Ρεπουμπλικανικής παράταξης και σε μια προσπάθεια να βρει τη «χρυσή τομή», ο Τραμπ, μίλησε για την απαγόρευση των ”καθυστερημένων αμβλώνσεων”. Ψηλάφησε, δηλαδή ένα συνταγματικά και αξιακά ευαίσθητο ζήτημα, προκειμένου να δείξει ιδεολογική συνοχή και συνέπεια προς εαυτούς και αλλήλους. Επίσης, ο Τραμπ μίλησε για την αύξηση των κονδυλίων, όσον αφορά στην καταπολέμηση του AIDS, γεγονός που επιδέχεται ποικίλης ερμηνείας, ως προς το σημαίνον-σημαινόμενο και το αξιακό της υπόβαθρο, καθώς εστίασε στη διάδοση του ιού σε ορισμένες ομάδες του αμερικανικού πληθυσμού. Κατά κύριο λόγο, όπως ήδη αναφέρθηκε, εστίασε σε μια από τις θεμελιώδεις διακηρύξεις του, όσον αφορά στο κτίσιμο του τείχους με το Μεξικό για την αναχαίτιση της παράνομης μετανάστευσης. Ωστόσο, στην οπτική του, το πυρηνικό, για την αμερικανική πολιτειολογία checks and balances, φαίνεται να υποτάσσεται σε μια σύγχρονη παραλλαγή του ‘l’ etat c’est moi’, καθώς ο Τραμπ, σε μια αποθέωση προσωποποίησης (ίδιον της εποχής την οποία ο Τραμπ ως δεινός δρων εκμεταλλεύεται), θεωρεί ότι η όποια έρευνα, από πλευράς Δημοκρατικών, εις βάρος του, στρέφεται ουσιαστικά εις βάρος της αμερικανικής οικονομίας και ανάπτυξης.
Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, τόνισε την πάγια θέση του για την παρεμπόδιση του Ιράν, όσον αφορά στην απόκτηση πυρηνικών όπλων και δικαιολόγησε την απόσυρση από την προηγούμενη συμφωνία για τα πυρηνικά, διατρανώνοντας το γεγονός της επιβολής των πιο σκληρών κυρώσεων, σε βάρος του Ιράν, από πλευράς της Αμερικής.
Σε άμεση συστοιχία (με τις εισαγωγικές αποφάνσεις του παρόντος άρθρου), ο Τραμπ αναφέρθηκε στις ”εποικοδομητικές” προσπάθειες για την επίτευξη ειρήνης-τον τερματισμό του πολέμου στο Αφγανιστάν και την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, με συμμετοχή στις διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων, και των ίδιων των Ταλιμπάν.
Για τις σχέσεις του με τη Ρωσία ο Τραμπ (εν είδει ενός νέου Ρέιγκαν που συνιστά γι’ αυτόν τον ιδεότυπο ηγεσίας), υπογράμμισε την προοπτική μιας νέας συμφωνίας για τα πυρηνικά, όπως είχε υπογράψει και ο προκάτοχος ”είδωλό” του με την τότε Σοβιετική Ένωση. Και αξίζει να σημειωθεί ότι το έκανε ως αιτιολόγηση ή ως υπέρβαση της αποχώρησης των ΗΠΑ από την INF, λίγες μέρες νωρίτερα, επειδή η Ρωσία προέβαινε σε παραβιάσεις αυτής. Ο εμπλουτισμός της με τη συμμετοχή της Κίνας, μάλλον ως συμβουλή του γηραλέου Κίσσινγκερ, με τον οποίο μιλά ο Τραμπ και η έμφαση στην ενδυνάμωση του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ, μέσα από την εφαρμογή καινοτομιών, συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής και δη της στρατηγικής του Τραμπ. Μια τέτοια προοπτική αφενός συναρτάται με τη συνέχιση των συζητήσεων – και μάλιστα σε κορυφαίο επίπεδο – για τον πυρηνικό αφοπλισμό της Βόρειας Κορέας (που για τον Τραμπ οδήγησε στην επιστροφή των ομήρων, στην αποφυγή πολέμου και στον προσωρινό τερματισμό των πυρηνικών δοκιμών και εκτόξευσης πυραύλων) και αφετέρου στον περιορισμό των οικονομικών πρακτικών της Κίνας που συνιστούν απειλή για την οικονομία των ΗΠΑ.
Καταληκτικά, φαίνεται πως ο Πρόεδρος αποπειράται, στο μέτρο του δυνατού, να συγκεράσει τις δημοκρατικές προοδευτικές ιδέες στα ζητήματα που η εκλογική του βάση μπορεί να ανεχθεί, με πάγιες θέσεις του από τις οποίες δεν φαίνεται να αποκλίνει, χωρίς εν τέλει να αμβλύνει την πόλωση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Άλλωστε, ο Τραμπ, απολαμβάνοντας αρκετά χαμηλών ποσοστών δημοτικότητας, ποντάρει στην αμφισβήτηση του πολιτικού κατεστημένου που μόνο παρέχει υποσχέσεις (σημαία της προεκλογικής του εκστρατείας), σε αντίθεση με τον ίδιο τον Τραμπ που είναι άνθρωπος των πράξεων. Εξ ου και η τήρηση υποσχέσεων – παράλογων ή μη – έχει ίσως ακόμη μεγαλύτερη σημασία από τις παραδοσιακές πολιτικές αθετήσεις «επαγγελματιών-πολιτικών».
Όλο αυτό το διαλεκτικό και μεστό οξύμωρων εξάρσεων πολιτικό σκηνικό σκιαγραφεί το πλαίσιο μιας ασταθούς, αν όχι κατακερματισμένης κυρίαρχης συμμαχίας, σε μια Αμερική που αναζητά ένα σταθερό πολιτικό αφήγημα που να κερδίζει εκλογές και να έχει ισχυρή νομιμοποίηση – αντίστοιχο του Roosevelt με το New Deal ή του Reagan με τη «συντηρητική επανάσταση».
Η αστάθεια και ο «πόλεμος», μεταξύ Δημοκρατικών της Βουλής και Λευκού Οίκου, αποτυπώθηκε και σε πιο πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου, κατά τις οποίες εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του με το “Green New Deal” που προσπαθούν να προωθήσουν κάποιοι Δημοκρατικοί μαζί με τη διάθεση να συζητήσει μαζί τους, μόνο μετά το χτίσιμο του τείχους που, πιθανότατα προμηνύει ένα εκ νέου κλείσιμο κυβέρνησης, κατά τη νέα ψηφοφορία. Κοντολογίς, είναι βέβαιο ότι ο πρόεδρος Τραμπ δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός και αντανακλά την πολιτική ανθρωπολογία της εποχής μας και προς τούτο οι όποιες, περί αυτού, αναλύσεις γέρνουν την πλάστιγγα είτε στην πλευρά της δαιμονοποίησης είτε της φετιχοποίησης. Ο καιρός θα δείξει, αν η προεδρία του αποτελέσει ορόσημο για την ίδια την Αμερική, στην εσωτερική και κυρίως στην εξωτερική της διάσταση.
Το άρθρο συνέγραψαν από κοινού ο Δρ. Νικόλαος Παπαναστασόπουλος με την κ. Μαρία Μυστρίδου, Προπτυχιακή Φοιτήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο.