Το ρουμανικό κράτος θα καταβάλει αποζημίωση 73.630 ευρώ στην σύζυγο ενός ανδρός που σκοτώθηκε από την αστυνομία μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η αστυνομία μπέρδεψε τον άνδρα με διεθνή καταζητούμενο για φόνο και ληστεία και τον πυροβολήσε. Ο αθώος άνδρας πέθανε στο νοσοκομείο. Όμως η ρουμανική δικαιοσύνη δεν εντόπισε κανέναν υπεύθυνο για το μοιραίο λάθος. Μετά από 13 ολόκληρα χρόνια, η οικογένεια του θύματος βρήκε επιτέλους ειρήνη και δικαιοσύνη.
Ο σύζυγος της προσφεύγουσας πυροβολήθηκε θανάσιμα στο κεφάλι από αστυνομικό σε μία επιχείρηση σύλληψής του ως υπόπτου για τέλεση των σοβαρών αδικημάτων της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και της ληστείας.
Ωστόσο, η αστυνομική επιχείρηση, παρόλη την συμμετοχή πολλών αστυνομικών, δεν είχε σχεδιαστεί προσεκτικά, δεν είχε κληθεί ασθενοφόρο για τυχόν τραυματισμούς και οι αστυνομικοί που συμμετείχαν δεν ήταν αναγνωρίσιμοι γιατί φορούσαν πολιτικά ρούχα.
Ερωτηματικά προέκυψαν σχετικά με τον σχεδιασμό και τον έλεγχο της αστυνομικής επιχείρησης, ενώ διαπιστώθηκε ότι οι αστυνομικοί δεν είχαν εκτεθεί σε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο από τους υπόπτους. Επίσης ήταν αμφίβολο αν το όπλο του αστυνομικού που πυροβόλησε εκπυρσοκρότησε τυχαία.
Σε αυτά τα συμπεράσματα κατέληξε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξετάζοντας περιστατικό αδικαιολόγητης – όπως αναφέρει- χρήσης θανατηφόρας αστυνομικής βίας από τις ρουμανικές αρχές. Και βάσει της απόφασης του επιδίκασε αποζημίωση ύψους 73.630 ευρώ στην προσφεύγουσα σύζυγο (65.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 8.630 ευρώ για έξοδα και δαπάνες).
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ο πυροβολισμός του συζύγου της προσφεύγουσας, Σόριν Πάρβου, έλαβε χώρα στην Βράιλα στις 26 Σεπτεμβρίου 2009, όταν μια αστυνομική ομάδα, αποτελούμενη από αξιωματικούς της περιοχής και αξιωματικούς που κλήθηκαν από το Βουκουρέστι, περικύκλωσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο θανών έχοντας σταθμεύσει σε κόκκινο φανάρι, πιστεύοντας ότι ήταν επικίνδυνος δραπέτης, καταζητούμενος για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας και της ληστείας.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η αστυνομική ομάδα διέταξε τον Πάρβου και τον συνεπιβάτη του να βγουν από το αυτοκίνητο. Σύμφωνα με μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα, οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ χωρίς προειδοποίηση. Ο Πάρβου προσπάθησε να δραπετεύσει κάνοντας όπισθεν. Ένας από τους αστυνομικούς που συντόνιζε την επιχείρηση, ο Δ.Γ., πήδηξε από το αυτοκίνητο, άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, και ενώ ο Πάρβου οδηγούσε τον πυροβόλησε στο κεφάλι από πίσω. Η αστυνομία συνειδητοποίησε αμέσως ότι «έχασε τον στόχο».
Η έρευνα για τη δολοφονία, που διήρκεσε 11 χρόνια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιστατικό περιλάμβανε συνδυασμό νόμιμης αυτοάμυνας και τυχαίου πυροβολισμού. Ειδικότερα, ο αστυνομικός είχε οπλίσει το όπλο του θεωρώντας ότι βρίσκεται σε αυτοάμυνα όταν ο Πάρβου είχε βάλει όπισθεν προσπερνώντας το αστυνομικό αυτοκίνητο. Μετά ο αστυνομικός έχασε την ισορροπία του όταν η πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του Πάρβου άνοιξε και χτύπησε τον αγκώνα του αστυνομικού, με αποτέλεσμα όντας οπλισμένος να εκπυρσοκροτήσει το όπλο του ακουσίως.
Διενεργήθηκε ποινική έρευνα εναντίον του Πάρβου για την απόπειρα δολοφονίας ενός αστυνομικού η οποία έπαυσε οριστικά το 2018 λόγω του θανάτου του.
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε την υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία. Ισχυρίστηκε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί όπλα από πολύ κοντινή απόσταση εναντίον του άοπλου συζύγου της και του συνεπιβάτη του, οι οποίοι πανικοβλήθηκαν γιατί θεώρησαν ότι είχαν δεχθεί επίθεση από εγκληματική οργάνωση καθώς οι αστυνομικοί που είχαν περικυκλώσει το αυτοκίνητό τους, ήταν με πολιτικά ρούχα.
Επίσης, παραπονέθηκε ότι οι αρχές δεν κατάφεραν να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα για το θάνατο του συζύγου της και ότι η διάρκεια της έρευνας ήταν υπερβολική.
Απόφαση- καταπέλτης από το ΕΔΔΑ
Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εσωτερική έρευνα για τα γεγονότα που οδήγησαν στο θάνατο του Πάρβου δεν ήταν αποτελεσματική. Είχε διαρκέσει από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Απρίλιο του 2021 με τα εθνικά δικαστήρια να εντοπίζουν διάφορες ελλείψεις σε τέσσερις δικαστικές αποφάσεις και διέταξαν την επιστροφή της υπόθεσης στον ανακριτή για περαιτέρω έρευνα. Μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με κρίσιμα γεγονότα στην υπόθεση είχαν μείνει αναπάντητα. Σημειωτέον, το θέμα του σχεδιασμού και του ελέγχου της αστυνομικής επιχείρησης αντιμετωπίστηκε μόνον επιφανειακά. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 λόγω της αποτυχίας των αρχών να διεξαγάγουν ενδελεχή έρευνα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Επιπλέον, το Δικαστήριο είχε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με διάφορες πτυχές της χρήσης θανατηφόρας βίας στην υπόθεση του συζύγου της προσφεύγουσας. Επανέλαβε ότι η χρήση τέτοιας βίας από την αστυνομία θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να δικαιολογηθεί, αλλά αυτό δεν χορηγούσε στους αστυνομικούς πλήρη ασυλία.
Συγκεκριμένα, δεν πείστηκε ότι ο αστυνομικός Δ.Γ. θα μπορούσε ειλικρινά να πιστέψει ότι οι αστυνομικοί είχαν εκτεθεί σε σαφή και άμεσο κίνδυνο. Όπως διαπιστώθηκε από τις εγχώριες αρχές αυτός είχε πυροβολήσει όταν το αυτοκίνητο του Πάρβου είχε ακινητοποιηθεί και οι αστυνομικοί δεν είχαν καμία επαφή με αυτό.
Ήταν επίσης αμφίβολο για τον τυχαίο χαρακτήρα του πυροβολισμού. Παρά τις τρεις δικαστικές αποφάσεις το 2011, το 2014 και το 2016, οι ανακριτές δεν επιδίωξαν να ζητήσουν μία πραγματογνωμοσύνη ενός νευρολόγου σχετικά με το εάν ένα χτύπημα στον αγκώνα θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα τον θανατηφόρο πυροβολισμό.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η έρευνα δεν αντιμετώπισε επαρκώς το γεγονός, όπως επισημάνθηκε από εθνικό δικαστήριο το 2016, ότι ο αστυνομικός Δ.Γ., ο οποίος δεν ήταν μέλος του ειδικά εκπαιδευμένου αστυνομικού προσωπικού από το Βουκουρέστι για την ακινητοποίηση του υπόπτου, προφανώς είχε ενεργήσει έξω από τα όρια της εντολής του, η οποία ήταν για να ταυτοποιήσει τον ύποπτο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν σοβαρά ζητήματα στο σχεδιασμό και τον έλεγχο κατά την διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης. Οι διωκτικές αρχές είχαν εξηγήσει μόνο επιφανειακά πώς ήταν δυνατόν η αστυνομία να κάνει ένα τόσο σημαντικό λάθος κατά την ταυτοποίηση του υπόπτου. Υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το αν οι αξιωματικοί που ενεπλάκησαν στα γεγονότα ήταν ξεκάθαρα αναγνωρίσιμοι ως όργανα της τάξης και, δεν είχε γίνει καμία πρόβλεψη ώστε ασθενοφόρο να ήταν σε ετοιμότητα, παρά το γεγονός ότι στην επιχείρηση είχε συμμετάσχει μεγάλος αριθμός αστυνομικών για την σύλληψη ενός εν δυνάμει επικίνδυνου υπόπτου.
Τέλος, η κυβέρνηση απέτυχε να εξηγήσει εάν ήταν επαρκές το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των πολιτών από την αυθαιρεσία και την κατάχρηση βίας. Εν κατακλείδι, ο τρόπος με τον οποίο η αστυνομία είχε ανταποκριθεί στην υποτιθέμενη απειλή του Πάρβου κατά την προσπάθεια του να αποδράσει δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «κάτι απολύτως απαραίτητο».
Συγκεκριμένα, η επέμβαση δεν είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος για τη ζωή του.
Πηγή: www.echrcaselaw.com