«Ονειρευόμουν να επιστρέφω στο Αιγαίο κάθε καλοκαίρι για να εξερευνήσω τα όμορφα ανέγγιχτα νησιά του. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι 30 εκατομμύρια άνθρωποι θα είχαν την ίδια ιδέα με μένα… Ωστόσο, ακόμα μπορεί να βρει κανείς ίχνη παλαιών παραδοσιακών εθίμων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και αυτό είναι συναρπαστικό».
Mοιράζει από την δεκαετία του ’60 τον χρόνο και την ζωή του ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ελλάδα, ενώ πριν από λίγους μήνες έλαβε τιμητικά την ελληνική υπηκοότητα.
Έξι δεκαετίες τώρα, ο διάσημος Αμερικανός φωτογράφος Ρόμπερτ Μακέιμπ, μας παραδίδει εικόνες - ντοκουμέντα μιας Ελλάδας που αγαπάς χωρίς δισταγμό, μίας ανθρωπογεωγραφίας που ανακαλύπτεις σαν για πρώτη φορά μέσα από το βλέμμα ενός ανθρώπου ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και ήρθε κοντά μας πρώτη φορά ως φοιτητής το μακρινό καλοκαίρι του 1954.
Με την ευκαιρία της έκθεσης «Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων» και σημείο αναφοράς το ομότιτλο βιβλίο (εκδόσεις Πατάκη) που συνυπογράφει με την δημοσιογράφο Κατερίνα Λυμπεροπούλου -έκθεση η οποία σηματοδοτεί και την επανεκκίνηση του Μουσείου Μπενάκη μετά το lockdown (διαδικτυακό άνοιγμα την Τετάρτη 13 Μαΐου), ο Ρόμπερτ Μακέιμπ, ο οποίος εν τέλει δεν εμπίπτει στην κατηγορία του φιλέλληνα, αλλά του Έλληνα από επιλογή, απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost.
Άνθρωπος μεγάλης καλλιέργειας και σπάνιας ευγένειας, ο Μακέιμπ μιλά από καρδιάς για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της και μοιράζεται αναμνήσεις από την Ακρόπολη, τις Μυκήνες, τη Δήλο και βεβαίως, την Αθήνα.
-Το γεγονός ότι πριν από λίγους μήνες λάβατε τιμητικά την ελληνική υπηκοότητα, καθώς μέσα από το έργο σας προωθείτε τη χώρα μας σε όλο τον κόσμο, σας έκανε να νιώσετε λίγο πιο πολύ Έλληνας;
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μεγάλη τιμή είναι να έχω την ελληνική υπηκοότητα και τι πηγή χαράς και υπερηφάνειας είναι για μένα. Θυμάμαι τον τίτλο που είχε δώσει η φίλη μας Αθηνά στη φωτογραφία μου με τα τρία μικρά κορίτσια στην Ήπειρο: «Ένα Μεγάλο Μικρό Έθνος». Αυτό τα λέει όλα.
-Από το πρώτο ταξίδι σας στην Ελλάδα μέχρι τώρα, οι σκέψεις και τα συναισθήματα για τον τόπο έχουν αλλάξει ή παραμένουν ίδια;
Παραμένουν ίδια. Απολύτως. Άλλα όχι. Εκτιμώ ότι το 1954 ο συνολικός αριθμός τουριστών στην Ελλάδα ήταν περίπου 180.000 άτομα -εννοώ σε όλη τη χώρα, καθ ΄όλη τη διάρκεια του έτους. Η πιο ακριβής περιγραφή για την Ελλάδα της εποχής και ειδικά τα νησιά της είναι η λέξη «ανέγγιχτη». Πολύ συχνά στα νησιά ήμασταν οι μοναδικοί επισκέπτες. Μπορεί η λέξη να μην έχει σχέση με το παρόν, όμως τα βουνά και η θάλασσα, όπως και η φιλοξενία των ανθρώπων εγείρουν μέσα μου τα ίδια συναισθήματα όπως τότε, το 1954.
-Ποια ήταν η πρώτη λήψη σας, το πρώτο κλικ, το καλοκαίρι του 1954 στην Ελλάδα; Και επίσης, συμφωνείτε με την άποψη ότι ως φοιτητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον είχατε το υπόβαθρο για να δεχτείτε την επιρροή, τη γητειά του τόπου;
Δεν θυμάμαι την πρώτη φωτογραφία που τράβηξα στην Ελλάδα, αλλά θυμάμαι έντονα τη φωτογραφία που τράβηξα στη Βενετία του «Αχιλλέα», λίγα λεπτά προτού επιβιβαστώ και αναχωρήσω για Πειραιά. Αυτή την εικόνα θεωρώ ως την πρώτη μου φωτογραφία της «Ελλάδας». Όταν επέστρεψα στο πανεπιστήμιο το φθινόπωρο του 1954, ζήτησα αμέσως να κάνω μεταγραφή στο τμήμα Κλασικών Σπουδών. Δυστυχώς, δεν με έκαναν δεκτό επειδή, ενώ γνώριζα Λατινικά, δεν ήξερα αρχαία ελληνικά. Οπότε παρέμεινα στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και πήρα την εκδίκηση μου κάνοντας τη διατριβή μου με θέμα τον Λόρδο Μπάιρον και την Ελλάδα.
-Πολλά έχουν αλλάξει έκτοτε. Το ερώτημα είναι, υπάρχουν πράγματα που παραμένουν ίδια;
Η φιλοξενία των ανθρώπων. Τα βουνά και οι θάλασσες και τα παραδοσιακά χωριά που προστατεύονται από τη νομοθεσία. Ας ελπίσουμε να ισχύσει κάτι ανάλογο και για τα φυσικά τοπία των νησιών, χωρίς αυτό να βλάψει την τοπική οικονομία.
-Πέραν την Ελλάδας, έχετε ταξιδέψει και φωτογραφίσει πολλά μέρη του κόσμου. Ποιο έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας (η ερώτηση αφορά και το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης);
Φυσικά η πιο ισχυρή ανάμνηση αφορά τις φωτογραφίες μου στην Ανταρκτική και το ταξίδι στον Νότιο Πόλο. Από το οποίο ταξίδι προέκυψε ένα άρθρο σε περιοδικό και αργότερα ένα βιβλίο με τίτλο «DeepFreeze! » ΄Οσο για το Σέντραλ Παρκ, το Ramble είναι κοντά στο σπίτι μας και κοντά στην καρδιά μου. Ωστόσο, ο απρόσιτος χαρακτήρας και η μοναδικότητα της Ανταρκτικής την καθιστούν εντελώς ξεχωριστή.
-Παρότι το έργο σας αφορά ως επί το πλείστον εικόνες από το παρελθόν, τι ήταν αυτό που πυροδότησε την έμπνευση σας στην περίπτωση των Στροφάδων, δύο μικρών νησιών σε μία απομακρυσμένη γωνιά των ελληνικών θαλασσών;
Η συνάντηση με τον πατέρα Γρηγόρη το 2005. Είχε αναλάβει ολομόναχος το τεράστιο μοναστήρι και ζούσε από τις καλλιέργειες και τα ζώα που φρόντιζε. Μας έκανε εξαιρετική εντύπωση. Η μορφή του έμεινε χαραγμένη μέσα μου ανεξίτηλα. Έτσι χρόνια μετά από μια άλλη επίσκεψη στις Στροφάδες, πληροφορηθήκαμε ότι είχε προβλήματα υγείας και ζούσε πια στη Ζάκυνθο. Ένα χρόνο αργότερα γνώρισα την Κατερίνα σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι και έμαθα για τους δεσμούς της με τη Ζάκυνθο, μέσω του συζύγου της, Διονύση. Συμφωνήσαμε επί τόπου να κάνουμε ένα βιβλίο για το μοναστήρι και τον πατέρα Γρηγόρη. Μοιραστήκαμε το πάθος του να διατηρήσει αυτό το μοναδικό μνημείο. Η ικανότητα της Κατερίνας στην ερευνητική δημοσιογραφία είναι καταπληκτική. Η επινοητικότητα της έδωσε πολλές και απροσδόκητες διαστάσεις στο βιβλίο. Απολαύσαμε τη διαδικασία και τις εκπλήξεις που μας έφερε καθ’ οδόν.
Σύμφωνα με τα ιερά δίπτυχα του ναού, το καστρομονάστηρο ιδρύθηκε από έναν βυζαντινό αυτοκράτορα, ενώ για αιώνες άκμαζε εκεί μια αυτάρκης μοναστική κοινότητα. Στον αμυντικό πύργο του συγκροτήματος βρίσκεται ένας οχυρωμένος ναός, σπανιότατη περίπτωση για τον ορθόδοξο κόσμο – για προστασία από τους αδίστακτους Τούρκους και Αλγερινούς πειρατές. Σήμερα, αυτό το μνημειακό συγκρότημα θέτει ένα τεράστιο δίλημμα για την Ελλάδα. Το μοναστήρι βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση με επιτακτικό το αίτημα αναστήλωσης μετά από δυο καταστροφικούς σεισμούς το 1997 και το 2018. Ο επόμενος σεισμός μπορεί να είναι το τέλος του. Η έδρα του μοναστηριού και το λείψανο του Αγίου Διονυσίου που το καθαγίασε έχουν μεταφερθεί προσωρινώς στη γειτονική Ζάκυνθο από το 1717 μετά από επιδρομή και σφαγή των μοναχών
-Μπορούσατε να φανταστείτε όταν φωτογραφίζατε τη Σταμφάνη και τη Μονή ότι θα ακολουθήσει ένας νέος σεισμός και ότι οι φωτογραφίες σας θα ήταν το μοναδικό τεκμήριο του μνημείου πριν από την τελευταία καταστροφή;
Αν και γνωρίζαμε ότι το νησί βρίσκεται σε μια από τις πιο ενεργές σεισμικά περιοχές της Ευρώπης, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τον καταστροφικό σεισμό των 6,8 Ρίχτερ -μάλιστα, την ίδια ημέρα που το βιβλίο πήγε στο τυπογραφείο.
-Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου και πόσο κατά τη γνώμη σας είναι εφικτός;
Να τραβήξουμε την προσοχή σε αυτό το άγνωστο μέρος με την εξαιρετική ιστορία, γεωλογία, το φυσικό περιβάλλον και τα μνημεία. Το μεσαιωνικό καστρομονάστηρο φαίνεται πως είναι το τελευταίο του είδους του στον ελληνικό κόσμο και πιστεύουμε ότι αξίζει να διασωθεί.
-Ποια ήταν η υποδοχή του βιβλίου στην Ελλάδα; Η αγγλική έκδοση κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2019.
Η ελληνική έκδοση εξαντλήθηκε σε δύο εβδομάδες. Νομίζω ότι οι αναγνώστες έμαθαν πληροφορίες που τους ήταν άγνωστες. Πόσα άτομα γνωρίζετε που είχαν ακούσει τη Σταμφάνη, την ανθρώπινη και οικολογική σημασία του μικρού νησιού;
-Κύριε Μακέιμπ, έχετε λογαριασμό στο Instagram; Θα θέλαμε το σχόλιο σας για την μανία της αυτο - φωτογράφισης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το Instagram είναι εθιστικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού, ειδικά στην περίπτωση που δεν μπορεί να βγει κάποιος από το σπίτι για να κάνει μια βόλτα ή να δει μια ταινία. Όταν το εργαστήριο στο οποίο τυπώνω τις φωτογραφίες μου έκλεισε προσωρινά λόγω της πανδημίας, μου φάνηκε φυσικό να δοκιμάσω ένα άλλο μέσο πέρα από την τυπωμένη φωτογραφία. Ο λογαριασμός μου είναι @mccabephotos. Σας προσκαλώ να τον επισκεφθείτε!
-Πρόσφατα κυκλοφόρησε ακόμη ένα βιβλίο σας, αυτή τη φορά για τη Σαντορίνη. Ποιες εικόνες ξεχωρίζετε;
Τα χωριά χωρίς τουρίστες. Τα παλιά πλοία και τα καΐκια που έβγαζαν τον κόσμο στην ακτή. Τη συγκομιδή της ντομάτας. Τον σκληρό παλιό τρόπο ζωής. Τα ενεργά ηφαίστεια και τους κινδύνους τους. Τα εξαιρετικά όμορφα κείμενα της Μαργαρίτας Πουρνάρα που συμπληρώνουν τις φωτογραφίες. Έχουμε λάβει εξαιρετικές κριτικές μέχρι στιγμής και αυτό είναι ενθαρρυντικό.
-Ποια είναι η πρώτη λέξη που φέρνουν στη σκέψη σας η Ακρόπολη, οι Μυκήνες, η Δήλος, η Αθήνα τότε;
Ακρόπολη. Όταν σηκώθηκα χάραμα για να φωτογραφήσω την ανατολή του ήλιου από τον Λόφο του Φιλοπάππου. Άλλη στιγμή: Όταν έδειξα μια φωτογραφία της Ακρόπολης σε ένα επίσημο πρόσωπο και πήρα την συγκινητική απάντηση «Θα μπορούσαμε να μετακινήσουμε τον γερανό για εσάς».
Μυκήνες. Ο Βρετανός αρχαιολόγος Άλαν Γουέις και οι εκπληκτικές γνώσεις του, όχι μόνο για τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο αλλά και για όλη την Ελλάδα. Το γεγονός ότι οι εξαιρετικοί θησαυροί παρέμειναν ασύλητοι επί χιλιετίες.
Δήλος. Τα παλιά καΐκια από τη Μύκονο: Ήσουν σίγουρος ότι θα βρεθείς στη θάλασσα. Η απροσδόκητη συνάντηση με έναν Γάλλο φίλο ένα καλοκαίρι.
Αθήνα. Η εποχή που δεν υπήρχαν φανάρια και το να διασχίσεις έναν δρόμο σήμαινε πολλές φορές ότι έπρεπε να περιμένεις μέχρι να συγκεντρωθούν τόσοι άνθρωποι ώστε ο οδηγός να υποχρεωθεί να σταματήσει. Τα αυτοκίνητα ήταν λίγα, αλλά τα λεωφορεία και τα φορτηγά πολλά.
Μαργαρίτα Πουρνάρα: Κάποιοι Ελληνες γεννιούνται εδώ ενώ εκείνος από καθαρό μπιλιάρδο της τύχης γεννήθηκε στην Αμερική
Η δημοσιογράφος - συγγραφέας Μαργαρίτα Πουρνάρα γράφει για την έκδοση και για τον Ρόμπερτ Μακέιμπ:
«Στην οικογένειά μου οι άνδρες ήταν στεριανοί ενώ οι γυναίκες, νησιώτισσες. Δεν γνώρισα τη Συριανή μάνα του πατέρα μου. Πρόλαβα όμως την Σαντορινιά μάνα της μάνας μου. Είχε φύγει από το Φηροστεφάνι, κοριτσάκι, για τ’ Αναφιώτικα στην Πλάκα. Μεγάλωσε σ’ ένα νησί φτωχό, που οι άνθρωποι πάλευαν να τα βγάλουν πέρα και άμα δεν τα κατάφερναν, έφευγαν για κάπου καλύτερα. Η γιαγιά ήταν όμορφη, κοντούλα, με σταρένια λεία επιδερμίδα, μάτια όλο γλύκα και μια καταπληκτική φωνή που δεν κληρονόμησε κανείς μας. Στην αγκαλιά της άκουγα νανουρίσματα και ιστορίες για τις βεντέμες, τους καπεταναίους που ταξιδεύανε ως την Μαύρη Θάλασσα, τον μόχθο των Σαντορινιών να καλλιεργήσουν την γη. Και από τα χέρια της έτρωγα μπαρμπούνια σαβόρο και σφουγγάτα να γλείφεις τα δάχτυλά σου.
Αυτό που δεν καταλάβαινα τότε ήταν πως ο στρόβιλος της άνοιας που σάρωνε το μυαλό της είχε φέρει τις παιδικές της αναμνήσεις στην επιφάνεια, σαν χαρτιά που πήρε ο αέρας. Αδέλφια και ξαδέλφια ήξεραν για τα χρόνια της Πλάκας, για την οβίδα που έπεσε μέσα στην αυλή στα Δεκεμβριανά και την τραυμάτισε. Εγώ, η μικρότερη απ’ όλους έμαθα για το νησί. Αυτά τα θραύσματα ξανακόλλησαν μέσα μου όταν ο Ρόμπερτ Μακέϊμπ, γνωρίζοντας την κυκλαδίτικη μου καταγωγή μου, μου ζήτησε να γράψω τα κείμενα για το βιβλίο «Σαντορίνη. Εικόνες Μιας Αλλης Εποχής».
Ο φωτογράφος κατάφτασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1954, φοιτητής στο Πρίνστον, ακολουθώντας τον μεγαλύτερό του αδελφό Τσαρλς και τον Σαντορινιό φίλο τους Πέτρο Νομικό, ο οποίος τότε σπούδαζε στην Αμερική. Τα δυο αδέλφια ήταν οι μόνοι επισκέπτες του νησιού σε μια χρονιά που ήρθαν στην χώρα μας 180.000 ξένοι. Ο ελληνικός τουρισμός ήταν στα σπάργανα. Η ομορφιά του τόπου, η ανυπόκριτη φιλοξενία των φτωχών κατοίκων, ο τρόπος ζωής των Κυκλαδιτών που έμοιαζε με εκείνον των προγόνων τους, συγκίνησε βαθύτατα τον Μακέϊμπ. Οι φωτογραφίες του αποτυπώνουν μια Σαντορίνη που δεν θυμίζει σε τίποτε την σημερινή. Δεν είναι απλώς μια καταγραφή αλλά ένα πραγματικό ψυχογράφημα μιας κοινότητας που τα έφερνε δύσκολα βόλτα.
Ψαράδες με πρόσωπα σκαμμένα, καλλιεργήσιμες εκτάσεις παντού, δυσκίνητα λεωφορεία, υπόσκαφα φτωχικά σπίτια, η καλδέρα στο φόντο με το πλοίο της γραμμής να κατεβάζει με λάντζες τους επιβάτες. Ενας άλλος κόσμος, ξεχασμένος πια. Σκεπασμένος από την τέφρα της ξέφρενης τουριστικής ανάπτυξης. Αυτό το παρθενικό ταξίδι στην Σαντορίνη και την Ελλάδα έκανε τον Ρόμπερτ να ερωτευτεί την πατρίδα μας και να διασώσει μέσα από τις χιλιάδες λήψεις του μια Ελλάδα που εξαφανίστηκε. Χάρις σε αυτόν, έχουμε αυτά τα οπτικά τεκμήρια και τις αφηγήσεις για την καλοσύνη και την ευγένεια των Σαντορινιών που δέχονταν κάποιον στο σπίτι τους όπως κάποιος αρχαίος πρόγονός τους που πίστευε στον Ξένιο Δία.
Κάπως έτσι, κείμενα και φωτογραφίες έσμιξαν. Θεωρώ μεγάλη τιμή που οι λέξεις μου συνοδεύουν τις εικόνες του και που το πρόσωπο της γιαγιάς μου, μιας γυναίκας αγράμματης που την σταμάτησαν από το σχολείο για να μεγαλώσει τα μικρότερά της αδέλφια, υπάρχει μέσα σε αυτήν την έκδοση. Και έτσι εκείνη που είχε κάνει στη ζωή της μόνο το ακτοπλοϊκό ταξίδι Σαντορίνη – Πειραιά, θα ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Πριν από λίγους μήνες, απεδόθη τιμητικά στον Ρόμπερτ η ελληνική υπηκοότητα. Δικαίως. Κάποιοι Ελληνες γεννιούνται εδώ ενώ εκείνος από καθαρό μπιλιάρδο της τύχης γεννήθηκε στην Αμερική».
Info
Μουσείο Μπενάκη
Έκθεση
Robert McCabe - Κατερίνας Λυμπεροπούλου
«Ο Τελευταίος Μοναχός των Στροφάδων»
Υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας, κυρίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του Οικουμενικού Πατριάρχη, κ.κ. Βαρθολομαίου
Διαδικτυακά εγκαίνια: Τετάρτη 13 Μαΐου 2020
Επιμέλεια έκθεσης: Ελένη Αθανασίου
Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός: Αλέξης Βερούκας
Από το άνοιγμα των μουσείων και έως τις 13 Σεπτεμβρίου η έκθεση θα περιμένει το κοινό της στην Αίθουσα Σ. & Ε. Κωστοπούλου του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού.
Η έκθεση αναφέρεται στην ιστορία ενός μοναστικού συγκροτήματος (καστρομονάστηρου), που έχει τις ρίζες του στον 13ο αιώνα. Το μοναδικής ιστορικής, αρχιτεκτονικής και πολιτισμικής σημασίας συγκρότημα αυτό δεσπόζει σε μια απομονωμένη γωνιά του Ιονίου, σε ένα μικρό νησάκι – μόλις το ένα τρίτο ενός αεροδιάδρομου: το νησί Σταμφάνη του συμπλέγματος των Στροφάδων. Παρ’ όλο το μικρό μέγεθός του, το νησί είναι μοναδικό όχι μόνο για τη ιστορία του αλλά και για την πλούσια χλωρίδα και πανίδα του, χάρη στη μοναδική γεωλογική του φυσιογνωμία.