Για τον Αλέξη Τσίπρα το στοίχημα της Θεσσαλονίκης ήταν τριπλό: Να πείσει το 80% περίπου των συμπολιτών μας που πιστεύουν ότι το τέλος του μνημονίου δεν σημαίνει τέλος της λιτότητας και ότι τίποτε δεν θα αλλάξει άμεσα στην ζωή τους, πως κάνουν λάθος. Να το κάνει (υποσχόμενος «παροχές» ή «μέτρα ελάφρυνσης») χωρίς να ξεπεράσει τα όρια, χωρίς να ερεθίσει τις αγορές και το Βερολίνο σε μια κρίσιμη φάση της διαπραγμάτευσης για ένα θέμα ζωής και θανάτου, δηλαδή εκλογικής επιβίωσης: να μην κοπούν οι συντάξεις πριν τις επόμενες εκλογές. Και, τέλος, να αποδείξει πως, παρά την διαχειριστική και επικοινωνιακή ήττα στο Μάτι και παρά την πίεση του «Μακεδονικού», ο ίδιος παραμένει «ζωντανός και κλωτσάει», στο δρόμο για τις εκλογές που, όπως είπε, θα γίνουν τον Οκτώβριο του 2019, εκτός εάν γίνουν νωρίτερα. Διατύπωση, που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι μάλλον θα γίνουν νωρίτερα.
Αλλά αυτά ήταν πολιτικά στοιχήματα του πρωθυπουργού, του επιτελείου του, του κόμματός του. Η Φώφη Γεννηματά, αντίστοιχα, έχει σήμερα τα δικά της στοιχήματα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το άλλο Σαββατοκύριακο, τα δικά του. Σε μια εβδομάδα, το δράμα Θεσσαλονίκη θα έχει ρίξει αυλαία. Όσοι ενδιαφέρονται για τα πολιτικά στοιχήματα θα κάνουν τότε συγκρίσεις και αναλύσεις. Θα κάνουν «ταμείο». Στο μεταξύ, τα πιο ενδιαφέροντα- για εμάς τους υπόλοιπους- στοιχήματα, τα πραγματικά ερωτήματα, παραμένουν εκτός συζήτησης. Στην Θεσσαλονίκη- ή αλλού.
Τρία παραδείγματα, που προτείνω ως μέτρο για να κριθούν οι από Θεσσαλονίκης μονόλογοι των πολιτικών αρχηγών.
Θέμα 1ο: Όλοι συμφωνούν ότι μια χώρα που υπέστη την βαθύτερη ύφεση και την μεγαλύτερη απομείωση εισοδήματος που έχει υποστεί ποτέ χώρα του αναπτυγμένου κόσμου σε καιρό ειρήνης, μεγαλύτερη και από εκείνη των ΗΠΑ μετά το κραχ του 1929, πρέπει να κόψει δρόμο, να επιτύχει πολύ γρήγορα πολύ ψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Όχι μόνον για την ευημερία των κατοίκων της. Αλλά και για την επιβίωση της δημοκρατίας της.
Όλοι συμφωνούν, επίσης, ότι αυτό απαιτεί μια έκρηξη επενδύσεων. Και επειδή η εσωτερική απιταμίευση έχει σχεδόν μηδενιστεί, οι επενδύσεις δεν μπορεί παρά να είναι ξενες επενδύσεις. Όλοι μιλούν γιαυτές. Αλλά μιλούν σαν να προσεύχονται. Όχι σαν να σχεδιάζουν. Και, προπάντων, μιλούν σαν να αγνοούν ότι η Ελλάδα είχε πρόβλημα, τεράστιο πρόβλημα προσέλκυσης επενδύσεων και πριν την χτυπήσει ο κεραυνός της κρίσης, πολύ πριν βιώσει την ζωή εν μνημονίω.
Όλοι ξέρουμε τις αιτίες του κακού. Το πολυπλόκαμο, απρόβλεπτο και αδιαφανές, βραδυπορούν και διεφθαρμένο σύστημα δημόσιας διοίκησης. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, που μπορεί να αποφυλακίσει έναν βαρυποινίτη με πλαστά δικαιολογητικά σε χρόνο ρεκόρ, αλλά χρειάζεται μια δεκαετία κατ ελάχιστο για να κρίνει μια αστική διαφορά, που αφορά μια επένδυση. Το δαιδαλώδες και κρυπτικό φορολογικό σύστημα που μπορεί να αλλάξει ανα πάσα στιγμή, πολλές φορές το χρόνο, συχνά με μια νυχτερινή τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο. Έχετε ακούσει ως τώρα, από την Θεσσαλονίκη των εγκαινίων ή από άλλο βήμα, ένα ολοκληρωμένο, συγκεκριμμένο και πειστικό σχέδιο να αλλάξουν όλα αυτά;
Θέμα 2ο: Η «ανάκτηση της εργασίας», όπως το διατύπωσε ο πρωθυπουργός, είναι ένας στόχος αυτονόητος σε μια χώρα όπου η ανεργία αποκλιμακώνεται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς και κινείται ακόμη κοντά στο 20%, παρά την αποδημία μισού εκατομμυρίου νέων υψηλής εκπαίδευσης. Μόνον που ο ίδιος ο όρος «ανάκτηση», ευνοεί την ψευδαίσθηση ότι για να λύσουμε το πρόβλημα αρκεί να επιστρέψουμε εκεί όπου βρισκόμασταν πριν το μνημόνιο.
Λάθος: Ακόμη και πριν το μνημόνιο, ακόμη και στις χρονιές με τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης, όπως το 2003-2004, η ελληνική οικονομία δημιουργούσε περίπου τις μισές θέσεις εργασίας από όσες αντιστοιχούσαν στον αριθμό των νέων που κάθε χρόνο περνούσαν από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας. Εξ ου και η πίεση για προσλήψεις στο δημόσιο, για θέσεις stage, για ετεροαπασχολούμενους συμβασιούχους καθαριότητας στους δήμους και όλα όσα αποτέλεσαν την ντροπή της δεκαετίας πριν το μνημόνιο. Να γυρισουμε εκεί, δεν έχει νόημα. Αλλά ακούσατε κάποιο συγκεκριμμένο σχέδιο, έναν οδικό χάρτη για κάπου αλλού;
Θέμα 3ο: Στο ερώτημα «γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε οκτώ χρόνια και πλήρωσε ένα πολλαπλάσιο τίμημα ύφεσης και ανεργίας απ ότι οι άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας που χτυπήθηκαν από την κρίση;»- η απάντηση είναι πια σχεδόν ομόφωνη: Επειδή η Ελλάδα, αντίθετα από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Κύπρο, ήταν η μόνη χώρα όπου οι βασικές πολιτικές δυνάμεις απέτυχαν να συναινέσουν έστω και στην απλή διαπίστωση της χρεοκοπίας, πολύ περισσότερο σε ένα ελάχιστο «εθνικό σχέδιο» αντιμετώπισης των συνεπειών της.
Η πολλή συναίνεση - το ξέρουμε όλοι - βλάπτει την πολιτική και, εν τέλει, την Δημοκρατία. Αλλά η μηδενική συναίνεση, αυτή η εντελώς δική μας, βαλκανική κουλτούρα πολιτικού ανταγωνισμού, ματαιώνει όλους τους ωραίους και γενναίους πολιτικούς λόγους περί του μέλλοντός μας.
Αν συμφωνήσουμε πως χρειαζόμαστε μια φορολογική μεταρρύθμιση που πρέπει να μείνει ανέγγιχτη σε βάθος δεκαετίας, μια εκ θεμελίων ανασύνταξη του Δημοσίου και μια γενναία μεταρύθμιση στην Δικαιοσύνη. Κι αν συμφωνήσουμε πως όλα αυτά πρέπει να γίνουν στην μακρά διάρκεια, χωρίς να υποκύψουν στις συντεχνιακές πιέσεις και εμπνέοντας εμπιστοσύνη στους πολίτες της χώρας πρώτα, στους υποψήφιους επενδυτές κατόπιν, πώς μπορεί να γίνει αυτό δίχως μια στοιχειώδη συνεννόηση, στα βασικά και θεμελιώδη, ανάμεσα στις «συστημικές» πολιτικές δυνάμεις;