Παγκόσμιο σοκ έχει προκαλέσει η δολοφονική επίθεση κατά του Σάλμαν Ρούσντι, ο οποίος δέχτηκε πολλαπλές μαχαιριές από ένα νεαρό άνδρα την Παρασκευή 12 Αυγούστου, στο Chautauqua Institution στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, λίγο πριν την την έναρξη ομιλίας του για την ελευθερία της δημιουργικής έκφρασης.
Διάσημοι συγγραφείς, από τον Στίβεν Κινγκ και τον Ίαν ΜακΓιούαν, μέχρι τον Καζούο Ισιγκούρο, τη συμπατριώτισσα του Αρουντάτι Ρόι και τον Νιλ Γκέιμαν, αλλά και τον εκδοτικό οίκο Penguin Random House, έσπευσαν από την πρώτη στιγμή με μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για την επίθεση και να στείλουν ευχές για ταχεία ανάρρωση του συγγραφέα, ο οποίος μετά την πολύωρη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε, παραμένει διασωληνωμένος και κινδυνεύει να χάσει το ένα του μάτι.
Γεννημένος στις 19 Ιουνίου 1947 στη Βομβάη της Ινδίας, από πατέρα δικηγόρο ο οποίος ασχολήθηκε με επιχειρήσεις και μητέρα δασκάλα, στους κόλπους μιας πλούσιας, προοδευτικής οικογένειας μη θρησκευόμενων μουσουλμάνων διανοουμένων, ο Σαλμάν, που ανατράφθηκε με δύο γλώσσες, αγγλικά και ουρντού, καταβρόχθιζε από μικρός τα ινδικά έπη και συμμετείχε στις γιορτές, τόσο τις ινδουιστικές, όσο και τις μουσουλμανικές και τις χριστιανικές.
Τελείωσε το Καθολικό Γυμνάσιο Αρρένων Τζον Κότον στην πατρίδα του και εγκαταστάθηκε στη Βρετανία, όπου σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Μετά πήγε στο Πακιστάν όπου εκείνη την περίοδο διέμενε η οικογένεια του, εργάστηκε ως τηλεοπτικός παραγωγός και επέστρεψε στο Λονδίνο βιοποριζόμενος από τη διαφήμιση.
Το πρώτο διάσημο μυθιστόρημα του «Τα παιδιά του μεσονυκτίου» τιμήθηκε το 1981 με το βραβείο Booker. Ακολουθούθησε το «Όνειδος» (που το 1985 τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου), αλλά ήταν το παγκόσμιο μπεστ σέλερ «Σατανικοί Στίχοι», κεντρικό θέμα του οποίου είναι η αέναη πάλη του Καλού με τον Κακό και όλα όσα στροβιλίζονται γύρω του -η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, η προδοσία, η βία, η εξουσία, η συγχώρεση- που εκτόξευσαν τη δημοφιλία του, αλλά και διέλυσαν τη ζωή του.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1988 προκαλώντας αναταραχή στον μουσουλμανικό κόσμο, καθώς οι φονταμενταλιστές έκριναν πως το έργο ήταν βλάσφημο έναντι του Κορανίου και του Μωάμεθ. Έξι μήνες μετά, ο τότε ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Ρουχολάχ Χομεϊνί εκδίδει θρησκευτικό διάταγμα ζητώντας τη δολοφονία του Ρούσντι, απόφαση που διατάραξε τις σχέσεις της Βρετανίας με το Ιράν.
Επί σειρά ετών ο συγγραφέας κρυβόταν, ζώντας υπό αστυνομική προστασία. Η κυβέρνηση του Ιράν ανακοίνωσε το 1998 ότι δεν υποστηρίζει πλέον το θρησκευτικό διάταγμα (παρότι ο φετφάς παρέμενε σε ισχύ), ωστόσο ιρανικό θρησκευτικό ίδρυμα φέρεται να έχει επικηρύξει τον συγγραφέα για 3 εκατ. δολάρια.
Σύμφωνα με τους The New York Times οι «Σατανικοί Στίχοι», ακόμη και πριν από τον φετφά είχαν απαγορευτεί σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Μπαγκλαντές, του Σουδάν, της Σρι Λάνκα και της Ινδίας, γενέτειρας του συγγραφέα, για περισσότερο από μια δεκαετία. Το βιβλίο πυροδότησε διαμαρτυρίες, επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία, ενώ αντίτυπα του ρίχτηκαν στην πυρά.
Ο Ρούσντι είχε αφηγηθεί τα γεγονότα στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Τζόζεφ Άντον», που κυκλοφόρησαν το 2012 -ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσε όταν κρυβόταν, προς τιμήν των αγαπημένων του συγγραφέων, Τζόζεφ Κόνραντ και Άντον Τσέχοφ.
Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια τεράστια μοναξιά, η οποία έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τη ρήξη με τη γυναίκα του, την αμερικανίδα μυθιστοριογράφο Μαριάν Γουίγκινς, στην οποία είναι αφιερωμένοι «Οι Σατανικοί Στίχοι». «Είμαι φιμωμένος και φυλακισμένος [...] Θα ήθελα να παίξω μπάλα με τον γιο μου στο πάρκο. Η συνηθισμένη, κοινότοπη ζωή είναι για μένα ένα ανέφικτο όνειρο», έγραφε.
Όμως από το 1993, έχοντας κουραστεί να είναι «ένας αόρατος άνθρωπος», πολλαπλασίασε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, παραμένοντας πάντα υπό την επίβλεψη της βρετανικής κυβέρνησης.
Μετά την εγκατάσταση του στη Νέα Υόρκη και πριν από την επίθεση που δέχτηκε στις 12 Αυγούστου, ο Σαλμάν Ρούσντι είχε αρχίσει μια λίγο-πολύ φυσιολογική ζωή.
Ο φετφάς δεν ήρθη και στα χρόνια που μεσολάβησαν, πρόσωπα που συνδέονταν με το βιβλίο τραυματίσθηκαν από επιθέσεις -όπως ο Ιταλός μεταφραστής Έτορε Καπριόλο και ο εκδότης του Ρούσντι στη Νορβηγία που δέχτηκε τρεις πυροβολισμούς έξω από το σπίτι του στο Όσλο-, ακόμη και σκοτώθηκαν, όπως ο Ιάπωνας μεταφραστής Χιτόσι Ιγκαράσι, θύμα επίθεσης με μαχαίρι το 1991.
Σύμφωνα με τον Guardian, το 2016, 40 κρατικά μέσα ενημέρωσης του Ιράν ένωσαν τις δυνάμεις τους προκειμένου να συγκεντρώσουν 600.000 δολάρια για το κεφάλι του συγγραφέα. Ο Αμπάς Σαλεχί, αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού και Ισλαμικής Καθοδήγησης δήλωνε εκείνη την εποχή: «Ο φετφάς του ιμάμη Χομεϊνί είναι θρησκευτικό διάταγμα και δεν πρόκειται ποτέ να χάσει τη δύναμή του ή να σβηστεί».
Δύο χρόνια αργότερα, το 2019, ο Ρούσντι έλεγε από το Παρίσι στο Γαλλικό Πρακτορείο: «Ζούμε σε ένα κόσμο όπου τα ζητήματα που προκαλούν ανησυχία αλλάζουν πολύ γρήγορα. Υπάρχουν πλέον πολλοί άλλοι λόγοι για να φοβάται κανείς». Συνοδευόταν ακόμη από ένοπλους αστυνομικούς, αλλά φαινόταν να πιστεύει ότι ο κόσμος έχει προχωρήσει αφήνοντας πίσω τον φετφά.