Στις τραγωδίες, η Ειμαρμένη, η Μοίρα, είναι ο τοίχος πάνω στον οποίο συντρίβονται η απληστία, η κενότητα και το θράσος. Σήμερα, ο τοίχος αυτός, λέγεται Πολιτική.
|
Open Image Modal
Ο Θάνατος, ο Αυτοκράτορας και ο ΒασιλιάςDeath 1649
DEA / A. DAGLI ORTI via Getty Images

Ξέρουμε μια ιστορία γνωστή από πολύ παλιά. Την αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα,  ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα, την ανάπλασε μαγικά ο Μπέργκμαν στην Έβδομη Σφραγίδα, ο Σαίξπηρ στον Μακμπέθ, την εξιστόρησαν πολλοί και διαφορετικοί, σειρά μας τώρα να την αφηγηθούμε με δικά μας λόγια. Πιο σημερινά, πιο πολιτικά αφού δεν γίνεται αλλιώς…

Στη μακρινή εποχή ζούσε ένας Άρχοντας-μακάριος, υψιπετής και σίγουρος για τον εαυτό του. Τόσο σίγουρος που οι πάντες δίπλα του ήταν αόρατοι. Κόλακες και δούλοι εκπλήρωναν στο λεπτό τις επιθυμίες του, ενώ διμοιρίες μάντεων  προέβλεπαν το μέλλον του –ανέσπερο και αβασίλευτο, όπως ο ουρανός μετά τη βροχή. Όπου έπεφτε το μάτι του ήταν δικό του..

Σ’ αυτό το υπέροχο χάος που οι πολίτες αισθάνονταν σαν κομπάρσοι σε γύρισμα, κυκλοφόρησε η φήμη πως ένας ανεπιθύμητος ξένος εμφανίστηκε στο παζάρι και ο Άρχοντας κινούμενος από περιέργεια έστειλε τον δούλο του να τον συναντήσει.

Ο δούλος πήγε και βρήκε τον Χάρο με το μαύρο ράσο και το δρεπάνι να περιπλανιέται ανάμεσα στα μπαχάρια και τα μετάξια, τα λουλούδια και τους καρπούς. Έντρομος τον πλησιάζει και με σκυφτό το κεφάλι, τον ρωτάει:

Μήπως ήρθες για μένα ;

Εσένα; Ας γελάσω! Τι να σε κάνω εσένα; Για τον άλλον ήρθα. Πες του να ετοιμάζεται γιατί το βράδυ θα περάσω να τον συναντήσω.

Έντρομος ο δούλος, επιστρέφει κάθιδρος και εξομολογείται με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα στον Αφέντη που τον ακούει ξέπνοος.

Σήκω, μη κάθεσαι. Για σένα ήρθε- λέει ο δούλος. Θα σελώσω τα πιο  γρήγορα άλογα, θα τα φορτώσω ως απάνω με τους θησαυρούς σου και συ, εξαφανίσου. Πήγαινε όσο πιο μακριά μπορείς. Πήγαινε εκεί που δεν έχει πατήσει ανθρώπου πόδι.

Ναι, αυτό θα κάνω. Θα φύγω σαν τον άνεμο. Θα τρέξω μακριά, ως την άκρη του κόσμου, στην Σαμαρκάνδη. Εκεί, είμαι σίγουρος, δεν θα με βρει.

Έτσι και έγινε. Ο Άρχοντας εξαφανίστηκε μέσα σε μια ελεγχόμενη ψύχωση, μια παράνοια, αφήνοντας ολομόναχους συγγενείς και φίλους. Οι γλώσσες οργίαζαν κατευθύνοντας τη λογική και τα συναισθήματα μακριά από αυτό που είχε, πραγματικά, σημασία, την ώρα που τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά, τόσο χαμηλά που μπορούσες να αγγίξεις την υγρή κοιλιά τους.

Αργότερα, πέρασε ο Χάρος από το αρχοντικό.

Είναι  ακόμα εδώ ο Αφέντης σου;

Όχι, κύριε! Έφυγε βιαστικός, άγνωστο για πού; 

Α, ωραία!, είπε ο Χάρος. Γιατί κάποιοι μου σφύριξαν πως τον είδαν να τριγυρίζει εδώ γύρο και απόρησα, αφού το βράδυ, είναι γραμμένο να πάω  στη Σαμαρκάνδη  να τον πάρω.

Υ.Γ. Στις τραγωδίες, η Ειμαρμένη, η Μοίρα, είναι ο τοίχος πάνω στον οποίο συντρίβονται η απληστία, η κενότητα και το θράσος. Είτε γιατί την αγνόησαν είτε γιατί υπερέβαλαν, είτε γιατί ήταν ανίδεοι και προπετείς. Σήμερα, ο τοίχος αυτός, λέγεται Πολιτική. Οι Ορθολογιστές θα καγχάσουν, οι πραγματιστές του Τυχαίου που ξετινάζουν τους νόμους των αριθμών, θα παραγγείλουν το δεύτερο freddo της ημέρας. Οι υπόλοιποι ανήσυχοι, θα πουν,- παραμύθια.- και θα γυρίσουν από το άλλο πλευρό.