«Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ’ είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί, ψωμάκι σιταρένιο»
Δ. Σαββόπουλος, Μπάλλος
Το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά, που δημοσιεύθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1898, στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «L’ Aurore» («Η Αυγή») και αφορούσε ανοικτή επιστολή στον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, δεν παρέμεινε στα «στενά» πλαίσια της γνωστής υπόθεσης Ντρέιφους, που χώρισε τη Γαλλία στα δύο. Το «Κατηγορώ» έμεινε στην ιστορία και προχώρησε σε όλες αυτές τις δεκαετίες, ως υπέρτατο πολιτικό μανιφέστο υπέρ της δικαιοσύνης. Ο Ζολά, στην μάλλον πιο ανιδιοτελή πράξη της ζωής του, χαρίζει στην ιστορία ένα αξεπέραστο κείμενο αντίστασης, ικανό για παραλληλισμό σε πολλές γωνιές του κόσμου.
Στο δικό μας «Κατηγορώ», που κουβαλεί σήμερα 46 (και βάλε) χρόνια, χωράνε μύρια κύματα.
Το δικό μας «Κατηγορώ» δεν ασχολείται με τα φαιδρά στοιχεία ή στοιχειά του σήμερα, τα αναποδογυρίζει.
Το δικό μας «Κατηγορώ» δεν ασχολείται με τη σάπια συζήτηση περί βάσης λύσης ή με τις αστειότητες που εκτυλίσσονται στα οδοφράγματα.
Το δικό μας «Κατηγορώ» είναι βαθύ, κουβαλά αιώνες ιστορίας, ταυτότητα, όνομα, θρησκεία και «παππού σε μέρη αυτόνομα μέσα στην τουρκοκρατία».
Το δικό μας «Κατηγορώ», όπως θα το ’θελε ο Εμίλ Ζολά δεν είναι χαριτωμένο, δεν κουκουλώνει το έγκλημα, δεν χωρά σε σαλόνια και τσάγια κυριών –«στο ’πα και στο ξαναλέω, μη μου γράφεις γράμματα, γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα».
Σαράντα έξι χρόνια μετά, είναι καιρός τούτο το «Κατηγορώ» να εκπυρσοκροτήσει. Να εξοβελίσει το κακό και να ξεδιαλύνει το μυστικό τοπίο του εξωραϊσμού της κατοχής. Να δακτυλοδείξει την προδοσία των θηρίων της Χούντας, την τουρκική βαρβαρότητα, τη σαπίλα της τότε εξουσίας που διατρανώνουν ακόμα οι κρατούντες, τη μετριότητα όσων ανέλαβαν τα ηνία μετά τον Αύγουστο του 1974, το μούδιασμα, το αβάστακτο «τίποτα» των ηγετών που ξεπήδησαν από την τραγωδία κι έκτισαν καριέρες στις πλάτες των προσφύγων, το πολιτικό κατεστημένο που πούλησε την ήττα ως πανάκεια, τον λαό που ανέχτηκε τον συμβιβασμό, τους διανοούμενους που σώπασαν, τους εθνικόφρονες που καπηλεύτηκαν τους αγώνες αυτού του τόπου, την κοινωνία που ακόμα σιωπά –«και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις) και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα».
Σαράντα έξι χρόνια μετά, το «Κατηγορώ» της Κύπρου υποχρεώνεται να εκτοξεύσει τα πυρά του κατά παντός υπευθύνου –«εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε». Κυριότερα, κατά της ίδιας της κοινωνίας που ανέχεται να παίζεται εις βάρος της το παιχνίδι του οδυνηρού συμβιβασμού, των αστείων διαπραγματεύσεων υπό την απειλή 40.000 στρατιωτών, των συνομιλιών με βάση μια νεκρή διευθέτηση που δεν έχει να κάνει πια με την προσφυγιά και το διαρκές έγκλημα της Τουρκίας και του φασισμού. Το τέλος της αθωότητας επιβάλλεται, ώστε να ανασάνει τούτος ο τόπος, να βράσει το αίμα των ανθρώπων του, να βάλουν φωτιά οι χειροβομβίδες της αντίστασης, σαράντα έξι χρόνια μετά.
Για να τελειώσουν και τα ψέματα όσων αξιώνουν την τουρκοποίηση υπό μανδύα ειρηνοποιών. Για να τελειώσουν και τα ψέματα όσων αξιώνουν παράσημα προσφυγιάς, κουνώντας άσπρα μαντήλια μπροστά στον κατοχικό στρατό και μακρύπνοα κείμενα μπροστά στους Κερυνειώτες, στους Καραβιώτες, εμάς. Δεν συμβιβαζόμαστε με τίποτα λιγότερο από την Ελευθερία –«συνδεθήκαμε άπαξ και διά παντός με τη μοίρα αυτού του τόπου και έκτοτε καθόμαστε σε αναμμένα κάρβουνα». Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει:
«Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ».
Ψυχή βαθιά.