Ο Βανγκ Λιζίε σχεδίαζε να περάσει τρεις ημέρες στην έρημο Γκόμπι τον περασμένο μήνα για να δει το διάσημο δάσος της περιοχής με τις λεύκες, καθώς τα δέντρα γίνονται χρυσοκίτρινα αυτή την εποχή του χρόνου.
Αντίθετα, ο άνδρας από το Πεκίνο έχει «κολλήσει» για περισσότερες από τρεις εβδομάδες - το μεγαλύτερο μέρος αυτών σε καραντίνα - αφού οι αρχές ανακάλυψαν μια συστάδα κρουσμάτων κορονοϊού σε μια κοντινή πόλη. Ηταν ανάμεσα σε περισσότερους από 9.000 τουρίστες που «παγιδεύτηκαν» στο Εζίν Μπάνερ, ένα απομακρυσμένο τμήμα της περιοχής της Εσωτερικής Μογγολίας της Κίνας που βρίσκεται στο Γκόμπι.
Καθώς τα ποσοστά εμβολιασμών αυξάνονται σε πολλά μέρη του κόσμου ενώ ακόμη και χώρες που είχαν προηγουμένως αυστηρές στρατηγικές περιορισμού του κορονοϊού χαλαρώνουν τους περιορισμούς, η Κίνα διπλασιάζει την πολιτική της μηδενικής ανοχής.
Η Κίνα πρωτοστάτησε σε αυτήν την προσέγγιση - αυστηρών περιορισμών, πολλαπλών μαζικών τεστ και σκληρής γενικευμένης καραντίνας - κατά τη διάρκεια του πρώτου μεγάλου ξεσπάσματος της επιδημίας του κορονοϊού παγκοσμίως στη Γουχάν. Και συνεχίζει τώρα, παρόλο που - όπως λέει - έχει εμβολιάσει πλήρως το 77% των 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων της ενώ εδώ και καιρό έχει αρχίσει να χορηγεί αναμνηστικές δόσεις.
«Το κόστος είναι πραγματικά αρκετά υψηλό, αλλά σε σύγκριση με τη μη διαχείριση της κατάστασης και τη χαλάρωση (της πολιτικής μηδενικής ανοχής), τότε αυτό το κόστος είναι ακόμη υψηλότερο», εξήγησε ο Ζονγκ Νανσάν, κορυφαίος κρατικός γιατρός, σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη.
Ο αντίκτυπος των περιορισμών δεν είναι ευρέως εξαπλωμένος - αλλά παραμένει απρόβλεπτος. Οι άτυχοι ταξιδιώτες μπορούν να βρεθούν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, όπως οι τουρίστες στην έρημο Γκόμπι, μερικοί από τους οποίους μεταφέρθηκαν με λεωφορείο σε μια διαδρομή 18 ωρών, για να ολοκληρώσουν την καραντίνα τους σε άλλη πόλη. Ανθρωποι από το Πεκίνο έχουν παραπονεθεί στο διαδίκτυο ότι έφυγαν σε ταξίδι για δουλειά και δεν μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Σε ένδειξη της επίδρασης που μπορούν να έχουν οι περιορισμοί αυτοί ακόμη και στις ακμάζουσες επιχειρήσεις, η εξαιρετικά δημοφιλής αλυσίδα εστιατορίων Haidilao αποφάσισε να κλείσει 300 καταστήματα εν μέρει λόγω της πανδημίας. Η καταπόνηση έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητή σε μέρη όπως το Ρουίλι, μια πόλη στα νοτιοδυτικά που έχει μπει σε lockdown επανειλημμένα φέτος.
Αλλά για τις αρχές στο Πεκίνο, ο έλεγχος του ιού έχει γίνει λόγος υπερηφάνειας, ισχυρό εργαλείο προπαγάνδας - και απόδειξη, σύμφωνα με τους ίδιους, μιας ανώτερης μορφής διακυβέρνησης. Συχνά σαλπίζουν την επιτυχία τους να διατηρούν τους θανάτους σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, ειδικά σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων την αντιμετώπιση της COVID-19 ο εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε «ολική αποτυχία».
Η Κίνα έχει καταγράψει περίπου 4.600 θανάτους από την αρχή της πανδημίας - σε σύγκριση με περισσότερους από 755.000 στις ΗΠΑ, μια χώρα με λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού του ασιατικού γίγαντα.
«Γίνεται μέρος του επίσημου αφηγήματος που προωθεί αυτή την προσέγγιση και τη συνδέει με την ανωτερότητα του κινεζικού πολιτικού συστήματος», δήλωσε ο Γιανζόνγκ Χουάνγκ, ανώτερος συνεργάτης στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
Είναι αδύνατο να εκτιμηθεί πόση λαϊκή υποστήριξη έχουν οι πολιτικές αυτές, καθώς οι δημοσκοπήσεις είναι σπάνιες και η κριτική σε βάρος της κυβέρνησης συχνά λογοκρίνεται. Οταν ο Ζανγκ Γουενχόνγκ, ένας γιατρός στη Σαγκάη που έχει συγκριθεί με τον κορυφαίο Αμερικανό αξιωματούχο υγείας Αντονι Φάουτσι, τόλμησε να μιλήσει για την προοπτική μιας ζωής με τον ιό οι αρχές φρόντισαν να τον «συνετίσουν» ξεκινώντας σε βάρος του έρευνα για λογοκλοπή.
Αλλά ο επικεφαλής του Κέντρου Ελέγχου Νοσημάτων της Κίνας, Γκάο Φου, είπε πρόσφατα ότι η χώρα θα μπορούσε να ανοίξει όταν εμβολιαστεί το 85% του πληθυσμού - ένα σημάδι ότι η κυβέρνηση γνωρίζει ότι τουλάχιστον κάποιοι είναι πρόθυμοι για αυτό.
Τις τελευταίες τρεισήμισι εβδομάδες, ο «παγιδευμένος» στην Γκόμπι Γουανγκ έχει κάνει 18 τεστ για COVID-19. Ωστόσο, δεν παραπονιέται. Είναι σε θέση να εργάζεται εξ αποστάσεως και έχει ξεκινήσει ένα vlog της καθημερινής του ζωής, αλληλεπιδρώντας με κατοίκους της Εσωτερικής Μογγολίας στο διαδίκτυο.
«Ανεξάρτητα από τον χρόνο που χάνεις ή τα χρήματα που ξοδεύεις, μπροστά στη ζωή, μπροστά στην υγεία, αυτά τα πράγματα δεν αξίζουν ούτε αναφοράς» λέει ο ίδιος. «Για την υγεία όλων, για να είναι πιο σταθερή η κοινωνία, κάποιοι πρέπει να κάνουν θυσίες», συμπληρώνει.
Αλλά η στρατηγική της Κίνας ξεχωρίζει από τις άλλες, καθώς πολλές χώρες έχουν στραφεί προς μια προσπάθεια να «ζήσουν με τον ιό», ειδικά καθώς αυτός συνεχίζει να μεταλλάσσεται και τα εμβόλια δεν μπορούν να αποτρέψουν πλήρως τις μολύνσεις.
Πιο συγκεκριμένα, η Νέα Ζηλανδία, η οποία είχε από καιρό ακολουθήσει μια προσέγγιση μηδενικής ανοχής, ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ένα προσεκτικό σχέδιο για χαλάρωση των περιορισμών, παρά το νέο ξέσπασμα που «σιγοβράζει». Η Αυστραλία, η Ταϊλάνδη και η Σιγκαπούρη - όλες επέβαλαν αυστηρούς ταξιδιωτικούς περιορισμούς για μεγάλο μέρος της πανδημίας - έχουν επίσης αρχίσει να ανοίγουν τα σύνορά τους.
Η Κίνα, αντίθετα, μείωσε τον αριθμό των διεθνών επιβατικών πτήσεων που επιτρέπονται στη χώρα κατά 21% τον περασμένο μήνα ενώ αύξησε τον αριθμό των εμπορευματικών πτήσεων κατά 28%.
Στη Σιγκαπούρη, η οποία άρχισε να επιτρέπει την είσοδο χωρίς καραντίνα σε πλήρως εμβολιασμένους ταξιδιώτες από ορισμένες χώρες, ο αριθμός των ημερήσιων νέων κρουσμάτων έχει εκτιναχθεί σε χιλιάδες σε σχέση με τα λιγότερα από 100 που ήταν προηγουμένως. Αλλά οι περισσότεροι δεν καταλήγουν στο νοσοκομείο.
«Είναι εντελώς μη ρεαλιστικό να πιστεύεις ότι μπορείς να μείνεις στο μηδέν», είπε ο Ντέιλ Φίσερ, καθηγητής στην ιατρική σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης.
Αλλά ακόμα κι αν μόνο ένα μικρό ποσοστό των μολυσμένων καταλήξει στα νοσοκομεία, αυτό θα μπορούσε να είναι πρόβλημα για την Κίνα, με τον τεράστιο πληθυσμό της - και θα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο για μια κυβέρνηση που έχει διακυβεύσει τη φήμη της κρατώντας τους αριθμούς του κορονοϊού σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
«Νομίζω ότι αυτό για το οποίο ανησυχούν οι ηγέτες της κυβέρνησης, οι μελετητές και οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας είναι ότι ακόμη και ένα μικρό άνοιγμα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερα ξεσπάσματα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα», επισήμανε ο Χουάνγκ του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων.
Μερικά από τα πιο δραματικά παραδείγματα της πολιτικής της Κίνας προέρχονται από το Ρουίλι, το οποίο συνορεύει με τη Μιανμάρ και έχει αγωνιστεί για να κρατήσει μακριά τον ιό.
Η περίπτωση ενός αγοριού μόλις 21 μηνών που έχει κάνει 78 φορές τεστ για κορονοϊό έχουν κυκλοφορήσει ευρέως στο διαδίκτυο. Ο πατέρας του αγοριού αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη, αλλά επιβεβαίωσε ότι έχει καταγράψει αυτά τα τεστ σε βίντεο, τα οποία έχουν ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ως προπαγάνδα για να δείξουν πόσο «σκληροί» είναι οι Κινέζοι πολίτες.
Ενας άλλος κάτοικος του Ρουίλι λέει ότι έχει χάσει το μέτρημα από τις εξετάσεις που έχει κάνει. Στο αποκορύφωνα ενός από τα πολλά lockdown που έζησε, εθελοντές της κοινότητας τον απείλησαν με πρόστιμο όταν βγήκε να πετάξει τα σκουπίδια.
Για να φύγει από την πόλη, πρέπει να πληρώσει από την τσέπη του για επτά ημέρες καραντίνας σε ξενοδοχείο - έστω και αν θέλει να μεταβεί σε μια γειτονική πόλη, 10 χιλιόμετρα μακριά. Οι περιορισμοί έχουν καταστρέψει την επιχείρησή του, η οποία πουλά νεφρίτη από τη Μιανμάρ.
Η τοπική κυβέρνηση του Ρουίλι ανακοίνωσε στα τέλη Οκτωβρίου ότι θα δώσει 1.000 γιουάν (περίπου 135 ευρώ) σε κατοίκους που έχουν βιώσει δυσκολίες και ότι θα επιτρέψει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αναβάλουν τις πληρωμές δανείων.
Στην περιοχή Σινγιάνγκ, στα δυτικά της Κίνας, ο Λι Χούι, έχει απομονωθεί για περίπου ένα μήνα στην πόλη Γίλι, όπου εντοπίστηκαν μερικά κρούσματα στις αρχές Οκτωβρίου.
Η μητέρα του, που ζει σε ένα κοντινό χωριό, τραυματίστηκε στον καρπό του χεριού της, αλλά αρχικά δεν μπορούσε να μεταβεί στην πόλη για θεραπεία λόγω των περιορισμών. Μετά από πολλά παρακάλια, πήρε ασθενοφόρο για να τη μεταφέρει στο νοσοκομείο, μια εβδομάδα μετά τον τραυματισμό της. Ο γιός της δεν μπορεί ακόμη να την επισκεφτεί.
«Δεν ξέρω πόσο καιρό μπορούν να αντέξουν οι κάτοικοι του Γιλί» λέει. «Πραγματικά, εγώ δεν μπορώ να το αντέξω άλλο».