«Να δούμε το μαλλιαρό μαμούθ να βαδίζει στην τούνδρα ξανά»: Έτσι περιγράφει το όραμά της η εταιρεία βιοτεχνολογίας Colossal Biosciences, με έδρα στο Ντάλας των ΗΠΑ, ιδρυθείσα από τους Τζορτζ Τσερτς και Μπεν Λαμ. Η εταιρεία έχει συγκεντρώσει ήδη έναν εντυπωσιακό αριθμό χρηματοδοτών και επενδυτών, μεταξύ των οποίων συναντώνται ο Πίτελ Θιλ, ο Τόνι Ρόμπινς, η Πάρις Χίλτον, η Winklevoss Capital και, σύμφωνα με δημοσίευμα του The Intercept, η CIA.
Το δημοσίευμα επικαλείται το public portfolio του επενδυτικού βραχίονα της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Η Colossal λέει πως επιδιώκει να χρησιμοποιήσει προηγμένη γενετική αλληλούχιση για να αναστήσει δύο θηλαστικά που έχουν εξαφανιστεί: Όχι μόνο το γιγαντιαίο μαμούθ της Εποχής των Παγετώνων, μα επίσης και τον τίγρη της Τασμανίας, που εξαφανίστηκε λιγότερο από έναν αιώνα πριν. Στην ιστοσελίδα της η εταιρεία γράφει πως «συνδυάζοντας την επιστήμη της Γενετικής με το χώρο των ανακαλύψεων, επιχειρούμε να βάλουμε μπροστά τον προγονικό χτύπο καρδιάς της Φύσης».
Η In-Q-Tel, ο νέος επενδυτής, έχει καταχωρηθεί ως μη κερδοσκοπική εταιρεία venture capital με τη χρηματοδότηση της CIA. Η εταιρεία χρηματοδοτεί startups τεχνολογίας με τη δυνατότητα προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Πέρα από το γνωστό ενδιαφέρον σε τομείς όπως οι πληροφορίες και οι τεχνολογίες όπλων, έχει τελευταία δείξει αυξημένο ενδιαφέρον και για τη βιοτεχνολογία- και ειδικά την αλληλούχιση DNA. «Γιατί το ενδιαφέρον για μια εταιρεία σαν την Colossal, που ιδρύθηκε με αποστολή την “απο-εξαφάνιση” του μαλλιαρού μαμούθ και άλλων ειδών;» αναφέρεται σε blog post της In-Q-Tel που δημοσιεύτηκε στις 22 Σεπτεμβρίου. «Στρατηγικά, έχει να κάνει λιγότερο με τα μαμούθ και περισσότερο με τη δυνατότητα».
«Η περαιτέρω ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας και της ευρύτερης βιοοικονομίας είναι κρίσιμης σημασίας για την ανθρωπότητα. Είναι σημαντικό για όλες τις πτυχές της κυβέρνησής μας να τις αναπτύξουν και να κατανοούν τι είναι δυνατόν» δήλωσε στο The Intercept ο Μπεν Λαμ, συνιδρυτής της εταιρείας.
Η Colossal χρησιμοποιεί CRISPR gene editing (γενετική τροποποίηση), μια μέθοδο γενετικής μηχανικής που βασίζεται σε έναν τύπο αλληλουχίας DNA που προκύπτει φυσικά.Οι αλληλουχίες CRISPR παρουσιάζονται σε κάποια βακτηριακά κύτταρα και λειτουργούν ως ανοσοποιητικό σύστημα άμυνας, επιτρέποντας στο κύτταρο να εντοπίζει και να «κόβει» ιικό υλικό που προσπαθεί να εισβάλει. Η τεχνική αυτή έχει αναπτυχθεί έτσι ώστε να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, επιτρέποντας στους χρήστες να κόβουν ανεπιθύμητα γονίδια και να προγραμματίζουν μια πιο επιθυμητή εκδοχή του γενετικού κώδικα.
«To CRISPR είναι η χρήση γενετικού ψαλιδιού» είπε στο Intercept ο Ρόμπερτ Κλίτζμαν, ειδικός του Columbia University σε θέματα βιοηθικής και μια από τις πιο δυνατές φωνές που ζητούν αυξημένη προσοχή στον τομέα της γενετικής μηχανικής. «Μπαίνεις στο DNA, που είναι μια αλυσίδα τριών δισεκατομμυρίων μορίων, κόβεις ένα κομμάτι της και το αντικαθιστάς. Μπορείς να κόψεις κακές μεταλλάξεις και να βάλεις καλές, μα αυτά τα ψαλίδια μπορούν επίσης να βγάλουν πολύ περισσότερα».
Σύμφωνα με το blog post της In-Q-Tel, εάν οι αμερικανικές κυβερνητικές υπηρεσίες «αγκαλιάσουν» αυτή την τεχνολογία, θα μπορού να «διαβάζουν», να «γράφουν» και να τροποποιούν γενετικό υλικό και, το σημαντικότερο, να επηρεάζουν βιολογικά φαινόμενα που έχουν επίδραση στον ανταγωνισμό μεταξύ κρατούν, ενώ παράλληλα επιτρέπουν στις ΗΠΑ να «θέσουν τα ηθικά και τεχνολογικά στάνταρ» για τη χρήση του. Σημειώνεται πως η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δείξει πως ο τομέας αυτός αποτελεί προτεραιότητα, με τον πρόεδρο να υπογράφει πρόσφατα εκτελεστικό διάταγμα σχετικά με τη βιοτεχνολογία και το «biomanufacturing». Το διάταγμα περιλαμβάνει οδηγίες για την τόνωση της συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, την ενίσχυση της διαχείρισης βιολογικού κινδύνου κ.α.