Το να διερωτάται κανείς για την εκδήλωση ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο, είναι ανάλογο και αντίστοιχο με το ερώτημα για το εάν θα προκληθεί ένας ισχυρός σεισμός σε μια αμιγώς σεισμογενή περιοχή.
Βέβαια, η διακηρυχθείσα και εφαρμοσθείσα πολιτική της Αθήνας, καθ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, με το διατακτικό «μη πόλεμος», αποδείχθηκε λειτουργική ως προς το αποτέλεσμα, αλλά ανορθολογική ως προς το τίμημα˙ εφόσον η Ελλάδα μετατράπηκε «σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική» (Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία Πολέμου, σ.410).
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, θα πρέπει να ιδωθεί και η συγκαιρινή διπλωματική επαναπροσέγγιση Αθήνας - Άγκυρας, μετά την επίσημη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Τουρκία (5.2.2019) και την προδηλώμενη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για επανεκκίνηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ουσιαστικά η αποδοχή της επανέναρξης του διαλόγου για την εφαρμογή των ΜΟΕ, είναι αποτέλεσμα της πολιτικής εξαναγκασμού που εφαρμόζει η Άγκυρα, με σκοπό να παρεμποδίσει την άσκηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα θαλάσσια και εναέρια καθεστώτα του Αιγαίου.
Ωστόσο και χωρίς να θέλουμε ν’ απομειώσουμε την ηθικοκανονιστική διάσταση της διπλωματικής πράξης (μετριοπάθεια, αυτοσυγκράτηση, ειλικρίνεια, καλή θέληση), δεν δύναται να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η θεμελιώδης βάση για την ύπαρξη-λειτουργίας της, είναι το μέτρο της εθνικής ισχύος. Με διαφορετικά λόγια, η επίδειξη καλής θελήσεως και οι ευγενείς χειρονομίες που αποκρυσταλλώνονται στη διπλωματική πράξη μιας εκάστοτε συλλογικής οντότητας/κράτους, υποστηρίζονται από τη διαμόρφωση ισορροπιών ισχύος-συμφερόντων με τα τρίτα κράτη, για να συναλλάσσονται-συνδιαλέγονται με ίσους όρους.
Παρεπόμενα, η επίδειξη καλής θελήσεως από την Αθήνα, αναγνωρίζοντας μάλιστα «τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ενεργειακή εξίσωση της ανατολικής Μεσογείου» δεν έκαμψε την εθνικιστική ρητορεία και αναθεωρητική πράξη της Άγκυρας. Τουναντίον, οι εθνικιστικές εξάρσεις του Τούρκου προέδρου, Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν για την προάσπιση των δικαιωμάτων - συμφερόντων της, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, συνοδεύτηκαν από την πραγματολογική επαλήθευση των περιφερειακών αξιώσεων ισχύος της, με την οργάνωση-διεξαγωγή της μεγαλύτερης αεροναυτικής άσκησης στην ιστορία της Τουρκικής δημοκρατίας, την επονομαζόμενη «Γαλάζια Πατρίδα». Ουσιαστικά ο Τούρκος πρόεδρος μετέδωσε (η τουλάχιστον σ’ αυτό απέβλεπε) ένα εναργώς προσδιορισμένο μήνυμα, «ότι η χώρα [του] δεν πρόκειται να δεχθεί “τετελεσμένα” στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου “απεμπολώντας τα δικαιώματα της”»– με άμεσους αποδέκτες την Αθήνα, τη Λευκωσία, το Τελ Αβίβ και τις κυβερνήσεις των διεθνών εταιρειών («της αμερικανικής Exxon Mobil, της καταρινής QPI, της γαλλικής Total και της ιταλικής ENI») που δραστηριοποιούνται στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Σε δεύτερο χρόνο, ο Τούρκος υπουργός άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, έχοντας οριοθετήσει τη θαλάσσια έκταση των 462.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων της «Γαλάζιας Πατρίδας», διακηρύσσει την τουρκική αξίωση για την άσκηση εδαφικής κυριαρχίας,
«Μας ανήκει και η θάλασσα και ο βυθός. Οι θάλασσες. Η Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο, η Ανατολική Μεσόγειος και μέσα σε αυτά και η Κύπρος. Έτσι, λοιπόν αυτές οι περιοχές είναι στο περιβάλλον του ενδιαφέροντός μας και είναι περιοχές που είμαστε υπεύθυνοι για να εξασφαλίσουμε την ειρήνη και την ηρεμία», την οποία συνεπικουρεί με μία εναργή αποτρεπτική απειλή.
«Όπως με όλους μας τους γείτονες, το ίδιο και στο Αιγαίο Πέλαγος είμαστε υπέρ της φιλίας, της ειρηνικής επίλυσης, των σχέσεων καλής γειτονίας, του δικαίου και των δικαιωμάτων. Αλλά θέλουμε όλοι να γνωρίζουν ότι δεν θα επιτρέψουμε κανένα τετελεσμένο, δεν θα θυσιάσουμε το παραμικρό δικαίωμα του ιερού μας έθνους και ότι στο θέμα αυτό θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας και του Διεθνούς Δικαίου. Γι’ αυτό αναμένουμε από όλους να μένουν μακριά από προκλήσεις, να δείχνουν κατανόηση και να συναισθάνονται τις καταστάσεις. Αναμένουμε όλοι να βάλουν καλά στο κεφάλι τους ότι θα αντιδράσουμε σε οποιαδήποτε κίνηση εναντίον μας. Σε αυτό το θέμα θα συνεχίσουμε να είμαστε της αντίληψης ‘αν πεθάνω γίνομαι ήρωας, αν ζήσω γίνομαι βετεράνος’».
Από ελληνικής πλευράς μιλώντας, υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη επιχειρούν να ρίξουν τους τόνους, διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις και αποδίδοντας την εθνικιστική ρητορεία στις ανάγκες του προεκλογικού εσωτερικού μετώπου, συντασσόμενα, έμμεσα και κατά περίπτωση, με τον αντικειμενικό πολιτικό στόχο της Άγκυρας για εγκαθίδρυση καθεστώτος συγκυριαρχίας στο Αιγαίο (βλέπε τη δήλωση περί μοναχοφάηδων και την πρόταση για την εφαρμογή ενός μοντέλου Πρεσπών στα ελληνοτουρκικά). Πάραυτα, η πραγματολογική προβολή της τουρκικής ισχύος στο σύνολο των θαλάσσιων και εναέριων καθεστώτων του Αιγαίου, φαίνεται να δημιουργεί διλήμματα ασφαλείας για την ηγεσία του Ελληνικού πενταγώνου.
Αυτό γιατί η πολιτειακή-πολιτική ηγεσία της γείτονος χώρας, αποδεικνύει διαχρονικά ότι σκέπτεται και ενεργεί με βάση το εθνικό της συμφέρον που ορίζεται ως ισχύς.
Ειδικότερα, η αναθεωρητική της συμπεριφορά στο Αιγαίο, εκδηλώνεται αμέσως μετά την ανακοίνωση της Ελληνικής κυβέρνησης για την ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων παρακείμενα της Θάσου, το φθινόπωρο του 1973. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αξίωση ισχύος της Άγκυρας, καταμαρτυρώντας την ιδιάζουσα σημασία που αποδίδει στα αναδιανεμητικά ζητήματα που συνδέονται με την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Αιγαιακής υφαλοκρηπίδας. Κατά τούτο, από το 1974 και μετέπειτα, θα αμφισβητήσει μονομερώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο θαλάσσιο, εναέριο και εδαφικό καθεστώς του Αιγαίου –ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη, εθνικός εναέριος χώρος, περιοχής πληροφόρησης πτήσεων, αποστρατικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου, επιχειρησιακός έλεγχος στο Αιγαίο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ– εξαναγκάζοντας την Αθήνα, μέσω της ρητορικής των απειλών και των πολιτικοστρατιωτικών δράσεων –σεισμογραφικές έρευνες στην ελληνική ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου– στην περιορισμένη ή μη άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Στην πολιτική εξαναγκασμού της Άγκυρας, η Αθήνα απαντά σπασμωδικά και κατά περίπτωση, προσφεύγοντας στον εξωτερικό εξισορροπητή «ύστατης προσφυγής», τις ΗΠΑ, και ακολουθώντας τη διπλωματική οδό για την ειρηνική επίλυση της διμερούς νομικής διαφοράς –οριοθέτηση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Το γεγονός ότι τα δύο κράτη λειτουργούν εντός του ενδοδυτικού πλαισίου της Ατλαντικής συμμαχίας και αλληλεπιδρούν στο ευαίσθητο γεωστρατηγικά –νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ– περιφερειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, καταδεικνύει την θεμελιώδη βαρύτητα που ενέχει η πολιτικοστρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή, ως μηχανισμός ελέγχου-εξισορροπήσεων του μέτρου της τουρκικής επιθετικότητας.
Υπό το ανωτέρω πλαίσιο, το ερώτημα για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου αντίστοιχης ή μεγαλύτερης έντασης/έκτασης με την περίπτωση των Ιμίων είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να προβλεφθεί, ούτε να αποκλεισθεί. Γιατί ενώ η λειτουργία του αμερικανικού παράγοντα–διεθνής αποτροπή, περιορίζει τις πιθανότητες μιας γενικευμένης ελληνοτουρκικής σύρραξης, δεν μπορεί ν’ αποκλείσει το στοιχείο του λάθους, του τυχαίου ή ενός ατυχήματος, που θα οδηγούσε σε μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της έντασης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί εάν και σε ποιο βαθμό ένα θερμό επεισόδιο, εξυπηρετεί τον αντικειμενικό πολιτικό στόχο της Άγκυρας, οδηγώντας την Αθήνα σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του εδαφικού καθεστώτος στο Αιγαίο. Τούτου λεχθέντος, και σε συνάρτηση με τη διασφάλιση του γοήτρου της, ως πρωτεύουσα δύναμη στην περιφέρειά της, η Τουρκία δεν δύναται να μείνει αμέτοχη στο ενεργειακό γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο, μετά και το διαφαινόμενο ενεργειακό Ελντοράντο στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Συνεπαγόμενα, είναι ηλίου φαεινότερων ότι θα ακολουθήσει μια οριζόντια (έκταση) και κάθετη (ένταση) κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας τους αμέσως επόμενους μήνες, για την αναγνώριση κυριαρχικών δικαιωμάτων συνεκμετάλλευσης στους ενεργειακούς πόρους της Ελληνικής και Κυπριακής υφαλοκρηπίδας. Ως αντικειμενικός πολιτικός στόχος ορίζεται η ανάδειξη της Τουρκίας σε κυρίαρχη/ηγεμονεύουσα δύναμη στο Αιγαίο- νοτιοανατολική Μεσόγειο, μέσω της μεγέθυνσης των συντελεστών (οικονομικής-στρατιωτικής) ισχύος της.