Στα 15 περίπου χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, θυμάμαι ένα θέμα να με είχε δυσκολέψει πολύ. Πάρα πολύ. Έφυγα από τη συνέντευξη τύπου και δεν ήξερα πώς να το γράψω. Πώς να μεταφέρω στον κόσμο αυτήν τη σοκαριστική περιγραφή που είχα μόλις ακούσει. Μια περιγραφή που αν δεν ήξερες για τι μιλά, θα νόμιζες ότι είναι μια αθώα στιγμή μέσα σε μια οικογένεια. Και αυτό είναι που την κάνει τόσο σοκαριστική. Ότι μπορεί να συμβεί και στη δική σου οικογένεια και να μην το καταλάβεις.
Η ιστορία έχει ως εξής: Ηταν ένα κοριτσάκι, τρεισήμισι ετών. Οι γονείς της μικρής χωρισμένοι, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή οι σχέσεις τους ήταν καλές. Μια Κυριακή βράδυ, έχοντας γυρίσει από ένα Σαββατοκύριακο με τον πατέρα της, τσακώνεται με την μαμά της γιατί δεν της δίνει το παιχνίδι που θέλει. Κλαίει, δεν μπορεί να ηρεμήσει. Και τότε ζητάει από τη μαμά της, να της κάνει αυτό που της κάνει ο μπαμπάς της και την ηρεμεί.
Η ιστορία ειπώθηκε σε συνέντευξη Τύπου για τη δράση «Ασφαλές Αγγιγμα» του «ΕΛΙΖΑ» (Εταιρία κατά της Κακοποίησης του Παιδιού), και την ιστορία την μοιράστηκε μαζί μας η καθηγήτρια Ψυχολογίας Τίνια Απέργη.
Αυτό που έκανε εκείνος ο άντρας στην κόρη του ήταν να αγγίζει τα γεννητικά της όργανα. Και μέσα σε ένα λεπτό η κ. Απέργη μας είχε κάνει όλους να καταλάβουμε πώς μπορεί ένα παιδί να βιώνει την σεξουαλική κακοποίηση από ένα οικείο πρόσωπο. Ως μη τέτοια.
Ένα παιδί σε αυτές τις ηλικίες δεν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Δεν ξέρει τι σημαίνει όταν ένας άνθρωπος το αγγίζει σε σημεία που δεν πρέπει -ειδικά όταν πρόκειται για άτομο της οικογένειάς του (από όπου προέρχεται συνήθως ο θύτης). Είναι εντελώς, μα εντελώς απροστάτευτο!
Πολλές φορές θα του πάρει χρόνια για να συνειδητοποιήσει τι του έχει συμβεί. Και άλλα τόσα χρόνια ψυχοθεραπείας για να μάθει να το διαχειρίζεται.
Όλα αυτά μου ήρθαν στο μυαλό ακούγοντας όσα είπε σήμερα ο Δημήτρης Μοθωναίος στη συνέντευξη του στο «Πρωινό» και τη Φαίη Σκορδά. Σε μια από τις σπάνιες φορές που θύμα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει για όσα έζησε. Και κυρίως για όσα έμειναν.
«Κουβαλάω πάνω μου την ενοχή όλων των ανθρώπων που δεν μου αντιστοιχεί»
Είπε ότι από τα έξι του χρόνια τον κακοποιούσε σεξουαλικά άτομο από το στενό συγγενικό του περιβάλλον. Ότι ο ίδιος τότε και για πολλά χρόνια δεν συνειδητοποιούσε τι ήταν αυτό. Δεν αναγνώριζε την πράξη ως κακοποίηση. Αισθανόταν ότι αυτός ο άνθρωπος τον αγαπάει πάρα πολύ. Παράλληλα, όπως κατάλαβε πολύ αργότερα, έθαβε πολύ βαθιά στο μυαλό του όλα αυτά που του έκανε. «Έχω εικόνες διάσπαρτες, να με πηγαίνει για μπάνιο στην παραλία και να ξαπλώνει δίπλα μου και μετά δεν θυμάμαι», λέει.
Χρειάστηκε να φτάσει 26 χρονών όταν ο ίδιος άνθρωπος τον προσέγγισε ξανά, για να συνειδητοποιήσει τι ήταν όλο αυτό. Και όταν τον αντιμετώπισε, ο ίδιος άνθρωπος τον απείλησε να μην αποκαλύψει τίποτα σε κανέναν.
Μιλάει και για την αντίδραση των γονιών του όταν μεγάλος πιά τους το αποκάλυψε. Μη μπορώντας να το διαχειριστούν, επέλεξαν την άρνηση. Και άλλη πλήγη… «Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιείς ότι οι φίλοι είναι η οικογένεια που διαλέγεις και ότι είσαι μόνος σου στη ζωή».
Όλα αυτά οδήγησαν στο αλκοόλ, σε προβλήματα στις σχέσεις του («μου διαμόρφωσε όλη τη σεξουαλική μου ταυτότητα. Δεν μπορώ να ξέρω πως θα ήταν η σεξουαλική μου ταυτότητα αν αυτό δεν είχε συμβεί»), ένα μοτίβο σχέσεων κακοποιητικό. Γιατί μέσα τους, πολλά θύματα κακοποίησης, ειδικά όταν έχει συμβεί σε μικρή ηλικία, ζουν με το βάρος ότι δεν αξίζουν κάτι καλύτερο.
«Δυστυχώς μου έτυχε αυτό», λέει κάποια στιγμή στην εξομολόγησή του. «Πρέπει να δουλεύω τετραπλά από όλους τους άλλους για να είμαι τώρα ήρεμος και ευτυχής». Αυτό σημαίνει πάνω από μια δεκαετία ψυχοθεραπεία.
Κλείνοντας περιγράφει με μια πρόταση τι είναι αυτό που κάνει πολλά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης να μην μιλάνε. Αυτό το αβάσταχτο αίσθημα της ενοχής, ότι φταίνε, ότι δεν αξίζουν την ευτυχία.
«Εγώ κάθε μέρα ξυπνάω και κάνω μια ολόκληρη άσκηση, μια σειρά ασκήσεων και αναπνοών, μέσα στις οποίες επαναλαμβάνω στον εαυτό μου ότι αξίζω και έχω δικαίωμα στην ευτυχία και στην ομορφιά. Και ακόμα, όσο και αν το επαναλάβω, δεν το πιστεύω. Έχω την τάση να είμαι τελειομανής, να μην στεναχωρώ κανέναν, αν στη δουλειά, στην εκπομπή, συνέβαινε κάτι, μπορώ να τρελαθώ! Νομίζω ότι κάτι έκανα εγώ λάθος. Κουβαλάω πάνω μου την ενοχή όλων των ανθρώπων που δεν μου αντιστοιχεί».
Όμως ο Δημήτρης είναι αυτή τη στιγμή ο πιο γενναίος άνθρωπος που μπορώ να σκεφτώ. Πήρε ένα πολύ προσωπικό τραύμα του -το μεγαλύτερο που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος κατά τη γνώμη μου- και το έκανε μάθημα για όλους μας. Για τους άλλους ανθρώπους που έχουν βιώσει κάτι ανάλογο. Για όσους μεγαλώνουν παιδιά. Ακόμα και για τους ίδιους τους θήτες, θέλω να πιστεύω.
Δημήτρη, σε ευχαριστούμε…
ΥΓ. Φεύγοντας τότε από εκείνη τη συνέντευξη τύπου δεν ήξερα αν πρέπει να γράψω για την ιστορία που είχαμε ακούσει, μην σοκάρω το αναγνωστικό μας κοινό. Τελικά αποφάσισα να την γράψω όπως ακριβώς την άκουσα. Για να καταλάβουν όλοι ότι δεν πρέπει να έχουμε την απαίτηση από ένα παιδί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, ούτε να ξέρει πώς να προστατευτεί. Είναι δική μας δουλειά γαμώτο…