Η Συμφωνία των Πρεσπών πέραν των άλλων παραμέτρων και συνεπειών της, με τον τρόπο που τελικά ψηφίστηκε θέτει ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στη χώρα που το γέννησε και το λίκνισε.
Ας αφήσουμε λοιπόν για λίγο στην άκρη το κατά πόσον είναι μία συμφωνία επωφελής ή βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα, εάν αποτέλεσε μία ελεύθερη επιλογή και επιδίωξη των ηγεσιών των δύο χωρών ή εάν επιβλήθηκε σε αυτές από τις προτεραιότητες και τους σχεδιασμούς ξένων δυνάμεων κι ας εξετάσουμε την ψήφισή της από την πλευρά της δημοκρατικής νομιμοποίησής της από ελληνικής πλευράς.
Ακόμη και σήμερα και παρά την ισχυρή κυβερνητική προπαγάνδα, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, τάσσεται με βάση τις δημοσκοπήσεις, κατά της Συμφωνίας. Δεν εξετάζουμε εδώ εάν αυτή η τοποθέτηση είναι σωστή ή όχι. Νομιμοποιείται όμως μία κυβέρνηση να επιμείνει και να προχωρήσει στην ψήφιση ενός νόμου ή μιας διεθνούς συμφωνίας ενάντια στη θέληση του ελληνικού λαού που την ανέδειξε;
Μία κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται απλώς, αλλά δεσμεύεται έναντι του λαού να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε μεν μια λύση της διένεξης στη βάση σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, όχι όμως και την αναγνώριση εθνικής «μακεδονικής» ταυτότητας και γλώσσας στους γείτονες, ούτε βέβαια μία συμφωνία σε ΝΑΤΟϊκά πλαίσια. Σαφέστατη θέση όμως κατά της αποδοχής μιας τέτοιας λύσης και για το όνομα και για την ιθαγένεια και τη γλώσσα, περιείχαν το πρόγραμμα και οι τοποθετήσεις των ΑΝΕΛ. Κι όμως πρώην βουλευτές τους, χωρίς την ψήφο των οποίων δεν θα περνούσε η Συμφωνία, στήριξαν τελικά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εδώ επομένως έχουμε μία σαφέστατη και μάλιστα κυνική απαξίωση της ουσίας της δημοκρατίας, της εκπεφρασμένης βούλησης του ελληνικού λαού. Μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου ψήφισαν μία Συμφωνία, παρότι εκλέχτηκαν για τις αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις τους!
Ένα άλλο ζήτημα που τίθεται είναι το πώς αντιμετωπίζονται οι αντιδράσεις της πλειοψηφίας των πολιτών από μία κυβέρνηση που πιστεύει πως έχει το δίκιο με το μέρος της. Αυτό αφορά την αντίληψη που έχει κανείς για την ίδια την εξουσία. Αφήνουμε στην άκρη τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της χρησιμοποίησαν έναντι των εκατοντάδων χιλιάδων διαδηλωτών κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αφήνουμε στην άκρη την προσπάθεια να μεταβληθεί ακόμη και ο καθαγιασμένος στην λαϊκή συνείδηση τίτλος του «Μακεδονομάχου» σε καρικατούρα, συνώνυμο ενός γελοίου και συμπλεγματικού εθνικού αφηγήματος.
Από πού αντλεί μια εξουσία τη νομιμοποίηση να αντιμετωπίζει τον λαό που την εμπιστεύτηκε ως ένα, το λιγότερο, ανώριμο πλήθος τις τύχες του οποίου αναλαμβάνει «υπεύθυνα»; Ποια καθεστώτα στην Ιστορία διέπονται από την αντίληψη της φωτισμένης, είτε ατομικής είτε συλλογικής, ηγεσίας που κατέχει την αλήθεια ενώ ο λαός υποβιβάζεται σε καθεστώς ανηλίκου, και άρα χρήζει κηδεμονίας; Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Η κυβέρνηση και τα φερέφωνά της έτσι αντιμετωπίζουν τον λαό όταν αφενός του αρνούνται το δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος με δημοψήφισμα κι όταν δια στόματος πρωθυπουργού μαθαίνουμε ότι υπέρ της Συμφωνίας τάσσεται «η πλειονότητα των ανθρώπων που μπορούν να σκεφτούν και να ασκούν κριτική με το μυαλό τους»! Νομιμοποιείται επομένως με βάση αυτή την αντίληψη, η αριθμητική μειοψηφία των «σκεπτομένων με το δικό τους μυαλό» (sic) να αποφασίζει για ένα ζήτημα που αφορά το σύνολο του έθνους, ούτε καν τους Έλληνες πολίτες αποκλειστικά.
Στην ΠΓΔΜ ζητήθηκε η γνώμη του λαού με δημοψήφισμα, έστω κι αν τελικά η χαμηλή συμμετοχή, δεν νομιμοποιεί πολιτικά το αποτέλεσμα. Το 2015 η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε στην κρίση του λαού το ερώτημα εάν αυτός συναινεί στην υποβάθμιση των υλικών όρων διαβίωσής του! Και μετά την «κωλοτούμπα», ξαναζήτησε λαϊκή εντολή. Σήμερα όμως για ένα εθνικό ζήτημα, η κυβέρνηση αποφασίζει ερήμην του λαού επειδή η ίδια «ξέρει» το σωστό ενώ η πλειοψηφία του λαού δεν ξέρει ενώ αυθαίρετα κρίνεται πως δεν μπορεί να σκεφτεί ελεύθερα! Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει με πολλούς τρόπους αυτή την αντίληψη περί εξουσίας, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να τη χαρακτηρίσει δημοκρατική, χωρίς να αφήνουμε ασχολίαστη την ολοφάνερη ασυνέπεια και υποκρισία. Ακόμη κι αν ο λαός αντιδρά συναισθηματικά και παρορμητικά, το δημοκρατικό ήθος υπαγορεύει, για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, η ηγεσία να πείσει πρώτα τους πολίτες και εάν αυτό δεν επιτευχθεί, να προσφύγει στις κάλπες.
Θα μπορούσε στα παραπάνω να αντιτείνει κανείς πως έτσι λειτουργεί η κοινοβουλευτική δημοκρατία και δεν μπορεί μία εκλεγμένη κυβέρνηση να άγεται και να φέρεται από τις διαθέσεις του πλήθους, πόσο μάλλον ενός «ετερόκλητου όχλου», πάλι με βάση τους κυβερνητικούς χαρακτηρισμούς για τους συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια. Η ψήφιση όμως της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν προέκυψε μέσα από ομαλές κοινοβουλευτικές διεργασίες. Αντίθετα, απαιτήθηκε η συνδρομή «προθύμων» αποστατών από άλλα κόμματα, δύο κοινοβουλευτικές ομάδες κι ένας συνασπισμός κομμάτων διαλύθηκαν το ίδιο και η κυβερνητική συνεργασία. Να υπενθυμίσουμε τέλος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει αυτόν τον αριθμό βουλευτών εξαιτίας του «μπόνους» των 50 εδρών ενός εκλογικού νόμου που ο ίδιος έχει επανειλημμένα καταγγείλει, και σωστά, ως αντιδημοκρατικό.
Κοντολογίς, εάν οι παραπάνω επισημάνσεις ευσταθούν, η Συμφωνία των Πρεσπών, επιβλήθηκε νόμιμα μεν αλλά δεν νομιμοποιείται πολιτικά. Αντίθετα, η ψήφισή της από μία ευκαιριακή και οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία «εκτάκτου ανάγκης» στηριζόμενης από βουλευτές που είχαν εκλεγεί με θέσεις εναντίον μιας τέτοιας συμφωνίας, ενάντια στη βούληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, δεν συνάδει με την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος.