«Σαν τα χιόνια» ήρθαν και ομοίως ξανάφυγαν οι συζητήσεις για το τι προκάλεσε τα κυκλοφοριακά προβλήματα τις μέρες της «εορταστικής» κακοκαιρίας με το όνομα Ζηνοβία. Το σκηνικό επαναλαμβάνεται, σχεδόν πανομοιότυπα, όλη την τελευταία εικοσαετία. Θα πίστευε κανείς ότι τον 20ό αιώνα χιόνιζε λιγότερο – υπόθεση που δεν συμβαδίζει με την αντίθετη τάση που ακολουθεί η κλιματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει αλλάξει είναι οι συνθήκες ζωής και οι απαιτήσεις πολλών Ελλήνων.
Πέρα από την αυξημένη χρήση αυτοκινήτου, σημαντική (και αλληλένδετη) εξέλιξη είναι και η εξάπλωση των πόλεων, ιδίως της πρωτεύουσας. Οι περισσότερες από τις «νέες» ή δυναμικά αναπτυσσόμενες περιοχές βρίσκονται στα βόρεια, με υψόμετρα που ξεπερνούν τα 300 μέτρα. Παρόλο που αυτό δεν αρκεί για να πλησιάσει αλπική μορφή το κλίμα, προκύπτουν εντούτοις σημαντικές διαφορές από τη μεσογειακή προβλεψιμότητα του αθηναϊκού λεκανοπεδίου.
Ο πληθυσμός αυτής της «νέας Αθήνας», κατά κανόνα πιο ευκατάστατος από τους μέσους Έλληνες (και αντίστοιχα επιδραστικός στο σύνολο της κοινωνίας), περιμένει αντίστοιχη υψηλότερη ποιότητα στην καθημερινή του ζωή, συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων – για την εξυπηρέτηση των οποίων, περίπου στην ίδια χρονική συγκυρία, κατασκευάστηκαν ή αναβαθμίστηκαν αστικοί αυτοκινητόδρομοι. Ανεξάρτητα του αν οι άνθρωποι έχουν προσδοκίες και παραστάσεις Ελβετίας, Αππαλαχίων ή ενός τόπου σαν το χωριό τους, θεωρούν ότι οι νέες υποδομές οφείλουν να λειτουργούν «ρολόι» ακόμη κι όταν αυτό δεν συμβαίνει ευρέως στη χώρα.
Η Ελλάδα παραμένει αμάθητη στα χιόνια, που για τους περισσότερους εξακολουθούν να σημαίνουν ένα σπάνιο, εξωτικό παιχνίδι. Όταν ο μέσος συμπατριώτης μας θεωρεί παγωνιά τους τέσσερις βαθμούς πάνω από το μηδέν, είναι μάλλον ουτοπικό να περιμένουμε ότι η χώρα θα λειτουργήσει κεντροευρωπαϊκά στο θέμα της χειμερινής συντήρησης δρόμων. Αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι συνθήκες χάους μπορούν να είναι αποδεκτές. Σημαίνει όμως ότι υπάρχει ανάγκη να αποφευχθούν υπερβολικές λύσεις, που θα συνεπάγονταν μεγάλο κόστος για όλους, δυσανάλογο με την πιθανή ωφέλεια.
Ποιος ο λόγος, για παράδειγμα, να επιβαρυνθεί ένας ιδιοκτήτης Ι.Χ. με αρκετές εκατοντάδες ευρώ προκειμένου να αποκτήσει χιονολάστιχα, στην περίπτωση που αυτά καταστούν (όπως ειπώθηκε) υποχρεωτικά στο σύνολο της επικράτειας; Ποιον λόγο έχει να τα «φοράει» πέντε μήνες τον χρόνο αν οι μετακινήσεις του είναι στην επίπεδη Αθήνα και τον εξίσου επίπεδο άξονα έως την Πάτρα – για να μην πούμε για τα νησιά;
Ποιος ο λόγος να υποχρεωθούν ιδιώτες και δημόσιοι συντηρητές δρόμων να αυξήσουν ακόμη περισσότερο τους στόλους εκχιονιστικών οχημάτων, που κατά κανόνα αποτελούνται από υποχρησιμοποιούμενο εξοπλισμό, στο όνομα της απαίτησης να είναι διαρκώς μαύρο (καθαρό από χιόνι) το οδόστρωμα τις 3-4 (το πολύ) μέρες που θα «το στρώσει» στα δέκα με είκοσι καίρια σημεία του δικτύου-κορμού;
Ποιος ο λόγος, τέλος, να ψέγεται η Τροχαία επειδή δεν έλεγχε κάθε έναν χωριστά από τις δεκάδες χιλιάδες χρηστών της εθνικής οδού, που -υποθέτοντας ότι όλα θα λειτουργούν ρολόι διότι «εκείνοι πληρώνουν διόδια»- ξεχύθηκαν χωρίς καν αλυσίδες στο πορτ-μπαγκάζ για το προγραμματισμένο τους ταξιδάκι, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις και τις επακριβέστατες προγνώσεις των μετεωρολόγων;
Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, οι υπέρογκες επενδύσεις πολιτών, ιδιωτών και κράτους δεν θα φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αν δεν «επενδυθεί» προσπάθεια για ακόμη μεγαλύτερη συναίσθηση από όλους τους εμπλεκόμενους.
Συναίσθηση από τις Αρχές, για παράδειγμα, ότι η συνεχής και ομαλή ροή κυκλοφορίας δεν είναι αυτοσκοπός και ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες (σε λίγα σημεία και για λίγες μέρες τον χρόνο) μπορεί να μην είναι εφικτή.
Συναίσθηση από τους παραχωρησιούχους και τους άλλους διαχειριστές βασικών οδών, ότι ο χιονιάς απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από τη συνήθη διεκπεραίωση: τη λειτουργία ενός μηχανισμού έκτακτης ανάγκης, με παρατεταμένη προσοχή και αφοσίωση στην ασφάλεια όλων.
Συναίσθηση και από το κοινό (επιβατικό και επαγγελματικό), ώστε να μην έχει την ψευδαίσθηση ότι σε μια μέρα με ασυνήθιστα φαινόμενα θα ταξιδέψει με ανοιξιάτικη ανεμελιά και ελβετική χρονική ακρίβεια.
Τέλος, παρόλο που οι έριδες είναι σχεδόν αυτονόητες μεταξύ των Ελλήνων (όσο δεδομένο είναι στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας το μεσογειακό κλίμα), θα ήταν χρήσιμο με αφορμή το φυσικό φαινόμενο του χιονιά να κάνουμε μερικές αναγκαίες ασκήσεις εθνικής ενότητας. Ελπίζω να μη χρειαστεί ποτέ να γίνουμε μια γροθιά απέναντι σε ξένη στρατιωτική επιβουλή, αλλά κάθε χρόνο έχουμε την ευκαιρία να συνεργαζόμαστε απέναντι σε έναν «εχθρό», που μας κάνει μάλιστα τη χάρη να προειδοποιήσει πριν την άφιξη. Ακόμη και στην δύσκολα μεγάλη Αθήνα υπάρχει τρόπος να εφαρμοστούν τα σχετικά πετυχημένα παραδείγματα συντονισμού εντός περιφερειών και πρώην νομών, με αποτέλεσμα που υπερβαίνει το απλό άθροισμα των διατιθέμενων μέσων. Με την προϋπόθεση ότι αυτά αξιοποιούνται στο μέγιστο, χωρίς ανούσιες διασπάσεις (όπως την κόντρα ΕΜΥ-Αστεροσκοπείου για τα μετεωρολογικά) και χωρίς να αναλωνόμαστε στα εκνευριστικά «καινούργια κοσκινάκια», όπως το «αντίστροφο 112» της μαζικής αποστολής SMS – που ναι μεν προαναγγέλθηκε και εγκαινιάστηκε κάμποσες φορές στο δεύτερο μισό του 2019, πλην όμως δεν φαίνεται να έστειλε ούτε μια απλή προειδοποίηση στους πιθανούς χρήστες της Αθηνών-Λαμίας τις μέρες της Ζηνοβίας.