«Συνέδριο Αρχών και Θέσεων» έχει ονομαστεί, από τους διοργανωτές του, το 11ο Συνέδριο της ΝΔ. Ό,τι πρέπει δηλαδή, προκειμένου για ένα κόμμα που θεωρεί ότι βρίσκεται στον προθάλαμο της εξουσίας. Για ένα κόμμα που φιλοδοξεί να διαδεχθεί τη σημερινή Κυβέρνηση, στη διαχείριση της τύχης και του μέλλοντος του λαού και του τόπου. Μένει να δούμε αν και κατά πόσον θα δικαιώσει τον φιλόδοξο τίτλο του. Μένει να δούμε αν από τη Δευτέρα το πρωί, θα γίνουμε σοφότεροι σχετικά με την πολιτική φυσιολογία του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Αν θα μάθουμε επί τέλους τι είναι, τι θέλει, που το πάει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί προκειμένου για την καθ’ ημάς συντηρητική παράταξη υπάρχει και τούτο το πολιτικό παράδοξο. Άλλη ήταν η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεωργίου Ράλλη, άλλη του Ευάγγελου Αβέρωφ, άλλη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, άλλη του Μιλτιάδη Έβερτ, άλλη του Κώστα Καραμανλή, εντελώς άλλη του Αντώνη Σαμαρά, και άλλη η σημερινή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν και, εδώ που τα λέμε, οι δυο τελευταίες φάσεις τείνουν να εξομοιωθούν, έως την πλήρη ταύτισή τους.
Μένει να δούμε λοιπόν, αν πρώτα-πρώτα θα πρόκειται για Συνέδριο πολιτικής ουσίας. Ή μήπως, όπως συχνά συμβαίνει προκειμένου για τα παραδοσιακά κόμματα, θα παραμείνει στο πανηγυρικό του πράγματος και στην εικόνα. Μήπως δηλαδή το κέντρο του συνεδριακού βάρους θα αναλωθεί στο άναρχο γιουρούσι για την εξουσία. Κι από κει και πέρα στην παραπολιτική εικόνα του ποιοι παρέστησαν για να χαιρετήσουν και ποιοι όχι, τι είπαν και τι παρέλειψαν…
Θα περιμένουμε επομένως να διαπιστώσουμε:
-Αν και πόσο θα αμφισβητηθεί η σήμερα ακολουθούμενη γραμμή της δομικής αντιπολίτευσης, αντί της προγραμματικής, όπως θα ταίριαζε ως εκ του θεσμικού ρόλου της ΝΔ.
-Αν και από ποιους θα διατυπωθούν αντιρρήσεις και ενστάσεις –μιας και στα συνέδρια υπάρχει (πρέπει να υπάρχει) απόλυτη ελευθερία έκφρασης- για τη «λογική Άδωνι Γεωργιάδη», η οποία έχει, από καιρό, κατακυριεύσει την παράταξη. Και, κατ’ ουσίαν, λοιδορεί την παράδοση «αστικού ήθους» που ιστορικά χαρακτήριζε τη συντηρητική παράταξη.
-Αν θα επαναβεβαιωθεί (πειστικά βεβαίως) η ιδρυτική αρχή του «Ριζοσπαστικού Φιλελευθερισμού», ο οποίος έχει σήμερα παραχωρήσει, κατά τρόπο θεαματικό και απόλυτο, τη θέση του στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό.
-Αν ίσως θα επιχειρηθεί η επιστροφή στη λογική του «μεσαίου χώρου», την από καιρό ακυρωθείσα, προς χάριν της ακροδεξιάς κομματικής φυσιογνωμίας.
-Αν θα διατυπωθούν ενστάσεις για το γεγονός ότι η ΝΔ συντάσσεται σήμερα με την μιντικρατία, στην πιο κακόφημη εκδοχή της. Ακολουθώντας μάλιστα και υιοθετώντας τις εκείθεν προτεραιότητες και επιλογές. Έτσι ώστε να προσομοιάζει συχνά με «γραφείο τύπου» του εκδοτικού κατεστημένου.
-Αν, με την ολοκλήρωση του Συνεδρίου, θα υπάρξει επί τέλους κυβερνητικό πρόγραμμα. Αναλυτικό, πλήρες και σαφές. Δίχως γενικότητες και μισόλογα. Αν, μ’ άλλα λόγια, θα είμαστε σε θέση από Δευτέρα να γνωρίζουμε που ακριβώς το πάει το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Έτσι ώστε να μην περιμένουμε να μάθουμε «εκ των συμφραζομένων» ή απ’ ό,τι κατά καιρούς ξεφεύγει από στελέχη της, τους πραγματικούς σκοπούς και στόχους της ΝΔ.
-Αν, στη διάρκεια του συνεδριακού διημέρου, θα ασκηθεί κριτική στην ηγεσία για την κομματική θέση επί του προβλήματος των φορολογικών παραδείσων. Όπως αυτή εκφράζεται στο Ευρωκοινοβούλιο και όπως μεταφέρεται στον δημόσιο διάλογο από τον αντιπρόεδρο του κόμματος.
-Αν θα γίνει λόγος για τα υπέρογκα τραπεζικά χρέη του κόμματος. Τα προελθόντα από τα παλιά δάνεια «του αέρα». Και αν θα ζητηθούν ευθύνες επ’ αυτών.
-Αν, μιας και πρόκειται για συνέδριο «αρχών», θα επιχειρηθεί να ανασκευασθεί η άκρως προβληματική άποψη του αρχηγού, περί της κοινωνικής ανισότητας ως –μη αναστρέψιμου- νόμου της φύσης. Άποψη η οποία, επί της ουσίας, λέει τα πάντα. Και προκαθορίζει τα πάντα. Ως προς το πλαίσιο των πραγματικών επιδιώξεων της ΝΔ.
Τα κομματικά συνέδρια είναι πάντοτε ευκαιρία για νέο ξεκίνημα. Και, ως ένα βαθμό, για ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών, και απαλλαγή από πολιτικά βάρη του παρελθόντος. Αν η ΝΔ χάσει αυτή την ευκαιρία. Αν δεν απαντήσει με επάρκεια και πειστικότητα σ’ όλ’ αυτά τα ανοιχτά ερωτήματα, τότε θα βγει από το Συνέδριο ακριβώς όπως μπήκε. Με βαθειά κρίση φυσιογνωμίας, ταυτότητας και στρατηγικής. Και θα ναι κρίμα. Για την ίδια, για τη Δημοκρατία, για τον τόπο…