Τον Ιούλιο του 1997 στα πλαίσια πάλι της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ και ξανά στη Μαδρίτη, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Σ. Ντεμιρέλ και ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κ. Σημίτης υπέγραψαν -με την ενθάρρυνση(sic) των ΗΠΑ- κείμενο αρχών το οποίο περιείχε γενικές αναφορές περί σεβασμού του διεθνούς δικαίου και της κυριαρχίας αμφότερων των κρατών, συνάμα αναγνώριζε αμοιβαία «θεμιτά, ζωτικά συμφέροντα» στον αιγαιακό χώρο.
Το κοινό ανακοινωθέν αιτιολογήθηκε τότε στη βάση της νέας στρατηγικής που υιοθέτησε η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, θεωρώντας τη μελλοντική τουρκική ένταξη στην ΕΕ ως μέσο εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων. Για τα εικοσιπέντε χρόνια που μεσολάβησαν από τότε και την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα παραθέσω μόνο μία φράση του αείμνηστου Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος εις μάτην προσπάθησε να καταδείξει την κυρίαρχη στρατηγική θολούρα της περιόδου: «Η αιτιολογία, όμως δεν αποτελεί, δικαιολογία, και δεν ενδείκνυται ως πραξεολογία! Αντίθετα επιβιώνει όποιος αντιστέκεται στους ιδίους του τους μύθους και καταποντίζεται όποιος του πιστεύει μέχρι εσχάτως!». (Από τον 20ο στον 21ο αιώνα, σελ. 182)
Με την σωρευτική γνώση πέντε περίπου δεκαετιών μάταιης προσπάθειας σωφρονισμού της Τουρκίας δια μέσου επιθυμητών αλλά ανεκπλήρωτων προϋποθέσεων, θα σφάλουμε για ακόμη μία φορά αν θεωρήσουμε το ΝΑΤΟ δικαιοδοτικό μηχανισμό, ο οποίος θα μας δικαιώσει στην νέα αντιπαράθεσή μας με την γειτονική χώρα.
Η Ατλαντική Συμμαχία συνιστά πολιτικο-στρατιωτικό οργανισμό ο οποίος αποσκοπεί από 1949 και μετά στη συλλογική άμυνα του Ευρω-ατλαντικού χώρο και μετά το 1990 στη διεύρυνσή του. Διαχρονικά είναι πεδίο πολύ σημαντικών στρατηγικών αποκλίσεων μεταξύ των κρατών-μελών και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά δικαιοδοτικό όργανο, όπου οι σύμμαχοι επιλύουν τις τυχόν διαφορές τους προτάσσοντας το διεθνές δίκαιο.
Επομένως, οφείλουμε να λειτουργούμε εντός της συμμαχίας με όρους συμφέροντος, συνυπολογίζοντας στρατηγικές και συμφέροντα άλλων μελών και όχι στη βάση μίας λανθασμένης ρασιοναλιστικής αντίληψης για τον συγκεκριμένο οργανισμό. Το κοινό υπόμνημα που υπέγραψαν η Σουηδία και η Φινλανδία με την Τουρκία, ώστε να καταστεί εφικτή η είσοδός τους στο ΝΑΤΟ, συνιστά μία έμπρακτη και επίκαιρη υπόμνηση σχετικά με τις προτεραιότητες, τις στοχεύσεις και τον τρόπο λειτουργίας πρωτίστως των κρατών-μελών και δευτερευόντως της συμμαχικής γραφειοκρατίας.
Είναι παγκοίνως γνωστό πως το ΝΑΤΟ αποφασίζει ομοφώνως. Η συναινετική λήψη αποφάσεων αποτελεί θεμελιώδη αρχή η οποία είναι κοινά αποδεκτή ως ο βασικός τρόπος λειτουργίας της Συμμαχίας από το 1949. Η προϋπόθεση ομοφωνίας λοιπόν παρέχει στην Ελλάδα τη διασφάλιση ότι καμία απόφαση δεν δυνατά να ληφθεί χωρίς την σύμφωνη γνώμη της, όπως και καμία απόφαση δεν θα επιτραπεί από την Τουρκία αν θίγει τα συμφέροντά της ή ανατρέπει τους αναθεωρητικούς της σχεδιασμούς.
Επίσης στο Άρθρο 7 της ιδρυτικής Συνθήκης του ΝΑΤΟ, προσδιορίζεται ρητώς ότι δεν θίγονται, από τη συμμετοχή στη συμμαχία, τα παρεχόμενα από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ δικαιώματα και υποχρεώσεις των κρατών-μελών, αναγνωρίζοντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών την πρωταρχική ευθύνη για την διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Το τελευταίο δεκαπενθήμερο η ελληνική κοινωνία έχει «βομβαρδιστεί» επικοινωνιακά με την απειλή ότι η Τουρκία θα θέσει το ζήτημα (απο)στρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Συνδυαστικά με τις προαναφερθείσες υπομνήσεις ας υπενθυμίσουμε ότι:
Πρώτον, η Ελλάδα αποφάσισε μετά το 1974 να ενισχύσει την ΑΣΔΕΝ, στρατιωτικός σχηματισμός που καλύπτει αμυντικά το ανατολικό Αιγαίο και είναι εκτός νατοϊκής δομής, για αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Δεύτερον, όπως ορίζει το άρθρο 7 η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ δεν αναιρεί τα δικαιώματα που προβλέπονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, όπως το άρθρο 51 το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα των κρατών στη νόμιμη άμυνα.
Τρίτον, τί είδους απόφαση δύναται να λάβει το ΝΑΤΟ επί του θέματος στο βαθμό που χρειάζεται η σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας για την οποία τρομοκρατιέται η κοινωνίας της;
Τέταρτον και σημαντικότερο, να ενημερώσουμε τους Συμμάχους μας ότι σε περίπτωση που η Τουρκία αποφασίσει να κλιμακώσει σε στρατιωτικό επίπεδο η αντίδραση, θα είναι άμεση, μη-διαπραγματεύσιμη και πιθανόν ασύμμετρη.
Είναι γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις το ενδοσυμμαχικά διλήμματα ασφαλείας επηρεάζουν αρνητικά τη συνοχή κάθε συμμαχικής δομής, διμερούς ή πολυμερούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τουρκική επιδίωξη ότι με την απειλή χρήσης βίας δύναται να αναιρέσει ένα προσδιορισμένο από τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ δικαίωμα και σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί θα αμφισβητήσει ευθέως την εδαφική ακεραιότητα κράτους-μέλους της Συμμαχίας, υποσκάπτει όχι μόνο τη συνοχή του οργανισμού αλλά θέτει σε άμεσο κίνδυνο την νοτιοανατολική του πτέρυγα.
Σύμφωνα με το ανακοινωθέν της δεύτερης ημέρας της Συνόδου Κορυφής στη Μαδρίτη υιοθετήθηκε το νέο δόγμα της Συμμαχίας, το οποίο προσδιορίζει την Ρωσική Ομοσπονδία ως την «πιο σημαντική και άμεση απειλή για την ασφάλεια» των κρατών – μελών της, προσκαλεί τη Σουηδία και τη Φινλανδία να ενταχθούν στους κόλπους της, ενώ αργά αλλά σταθερά η Κίνα «αναβαθμίζεται» ως προς τις στοχοθεσίες του ΝΑΤΟ.
Εν γένει, αντικείμενο συζήτησης αποτέλεσε η μελλοντική προσαρμογή της Συμμαχίας σε έναν πιο ανταγωνιστικό κόσμο όπου οι αυταρχικές δυνάμεις θέτουν εν αμφιβόλω τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες.
Διερωτάται ο κοινός νους ποια είναι η θέση της Τουρκίας επί του θέματος. Με την ολοκλήρωση της δεύτερης ημέρας της Συνόδου η Τουρκία δεν έθεσε ζήτημα για την δήθεν παράνομη στρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Βεβαία η τωρινή τουρκική σιγή δεν σημαίνει ότι το θέμα εγκαταλείπεται και δεν θα το διατηρεί στην επικαιρότητα ή ότι δεν θα το θέσει μελλοντικά στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας. Σε κάθε περίπτωση η αντίδραση της Ελλάδας οφείλει να είναι άμεση και αρκούντως πειστική ως προς τις συνέπειες.
Προσπαθώντας λοιπόν να κατανοήσουμε καλύτερα την τουρκική πολιτική έναντι της Ελλάδας είναι προφανές ότι την τελευταία τριετία η Τουρκία της ασκεί στρατηγική πειθαναγκασμού. Ως στρατηγικός πειθαναγκασμός θεωρείται η απειλή χρήσης βίας με σκοπό την αλλαγή της υφισταμένης κατάστασης (status quo). Καθ’ όλη την περίοδο, μετά την επικύρωση από την Ελλάδα της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1995, η Τουρκία ασκούσε εναντίον της στρατηγική αποτροπής, δηλαδή μέσω της απειλής χρήσης βίας μας απέτρεπε να προβούμε σε ενέργειες που θα έθιγαν τα συμφέροντά της˙ πχ. επέκταση των χωρικών υδάτων και ανακήρυξη ΑΟΖ. Πλέον μας απειλεί να αποδεχθούμε τις τουρκικές αιτιάσεις, διότι το κόστος μιας στρατιωτικής κλιμάκωσης θα είναι μεγαλύτερο για την Ελλάδα εν σχέσει με το κόστος αποδοχής του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Επομένως και μέχρι πρότινος κάναμε ως έναν βαθμό πως δεν αντιλαμβανόμαστε την στρατηγική αποτροπής που υφιστάμεθα από την Τουρκία, αναπαράγοντας επιζήμιες κοινοτυπίες, όπως ότι τα διευρυμένα δικαιώματα που μας παρέχει το νέο Δίκαιο της Θάλασσας θα τα ασκήσουμε όποτε το κρίνουμε σκόπιμο.
Πλέον, η Τουρκία επιδιώκει να μας επιβάλλει τις θέσεις της μέσω πειθαναγκασμού, και ο «στρατηγικός στρουθοκαμηλισμός» στον οποίο επιδοθήκαμε επί εικοσαετία εξάντλησε τα όριά του. Είναι γεγονός ότι υπό αυτές τις συνθήκες η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει μερικώς εξορθολογιστεί, συνδυάζοντας τις διπλωματικές δράσεις και την στρατηγική αποτροπής μέσω της ανάταξης των στρατιωτικών μας ικανοτήτων.
Μάλλον τώρα η σειρά πρέπει να αντιστραφεί, διότι στην συγκυρία που βρίσκεται το διεθνές σύστημα οποιαδήποτε διπλωματική προσέγγιση για να βρει ευήκοα ώτα προϋποθέτει στρατιωτικές ικανότητες και αξιοπιστία. Για του λόγου το αληθές ρωτήστε τη γερμανική κυβέρνηση.
Αν η Τουρκία θέσει λοιπόν τις αξιώσεις της για παύση του δικαιώματος νόμιμης άμυνας σε τμήματα της ελληνικής επικράτειας σε μία μελλοντική Συνοδό Κορυφής του ΝΑΤΟ η Ελλάδα οφείλει να «κόψει» κάθε συζήτηση εν τη γενέσει της.
Η ελληνική αντιπροσωπεία, ενώπιον των εταίρων μας στο ΝΑΤΟ και στον πλέον κατάλληλο τόπο και χρόνο, ας ενημερώσει τους συμμάχους ότι η Ελλάδα προφανώς δεν συζητά ζητήματα κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας και πως σε περίπτωση τουρκικής πρόκλησης η αντίδραση της θα είναι αυτόματη και πιθανόν ασύμμετρη ανάλογα με την τουρκική ενέργεια.
Εν κατακλείδι, γίνεται πλέον αντιληπτό πως η Ελλάδα το επόμενο διάστημα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις πιο ακραίες εκφάνσεις του τουρκικού αναθεωρητισμού, κατάσταση όπου οι διπλωματικές επιλογές πιθανότατα να μην επαρκούν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα ίσως θα πρέπει να ανασκευάσει την πολιτική της ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο νέο Δίκαιο της Θάλασσας -τα οποία δεν συνιστούν ούτε εθνικό καπρίτσιο, ούτε δείγμα ημέτερου μαξιμαλισμού όπως υποστηρίζουν αρκετοί εξ ημών- αλλά αδήριτη μάλλον αναγκαιότητα και μέσο ανάσχεσης του καλπάζοντος τουρκικού ηγεμονισμού._