Σύνοδος Κορυφής: Μια «πρόβλεψη» για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής όχι μόνο θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά της Τουρκίας, αλλά θα μας παράσχουν μια χρήσιμη «πυξίδα», για να προβλέψουμε καλύτερα το μέλλον
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Αυτές τις ημέρες η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ θα εξετάσει την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Και μολονότι όλο και περισσότερα κράτη-μέλη εκφράζονται υπέρ της λήψης περιοριστικών μέτρων παραμένει αβέβαιη η συμπεριφορά της Γερμανίας. Η τελική όμως απόφαση της Ένωσης δεν θα κρίνει μόνο τη συμπεριφορά της γείτονος. Ενδεχομένως θα αποκαλύψει και τον πραγματικό χαρακτήρα της Ένωσης, βοηθώντας μας να προβλέψουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα τη μελλοντική στάση των εταίρων μας στις σχέσεις με την Τουρκία. Τι υπαγορεύει όμως το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής ’Ένωσης που σημειωτέον είναι συνάμα και εθνικό δίκαιο όλων των κρατών μελών της;

Με βάση το άρθρο 29 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και δυνάμει του άρθρου 215 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει κυρώσεις (περιοριστικά μέτρα σε περιπτώσεις όπου τρίτες χώρες δεν σέβονται το διεθνές δίκαιο ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, επιδιώκουν την υιοθέτηση πολιτικών ή δράσεων που δεν συμμορφώνονται με το κράτος δικαίου ή τις δημοκρατικές αρχές.

Η Τουρκία, πράγματι εμπίπτει στις προϋποθέσεις της προαναφερθείσας νομοθεσίας της Ένωσης. Συγκεκριμένα, αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, παραβιάζει την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, κηρύττει - παρά το διεθνές δίκαιο - ξαφνικά την ελληνοκυπριακή παράκτια πόλη Βαρώσια ως μέρος της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», η οποία αναγνωρίζεται μόνο από αυτή, προβαίνει σε εμπρηστικές δηλώσεις, όπως αυτές με τις οποίες - στο πλαίσιο της διαμάχης με τον Γάλλο Πρόεδρο Μακρόν - επέρριψε ευθύνες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μουσουλμανική μετανάστευση για ισλαμοφοβία και ρατσιστική μεταχείριση των Μουσουλμάνων, εξάπτει τον θρησκευτικό φανατισμό και μέσα από τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί καταπατά κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως έκρινε πρόσφατα το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Εν γένει, η Άγκυρα κλιμακώνει όλο και περαιτέρω την ένταση στην Αν. Μεσόγειο. Και ενώ όλες αυτές οι ενέργειες της δικαιολογούν βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας τη λήψη περιοριστικών μέτρων σε βάρος της, μέχρι στιγμής η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποτρέψει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Είναι πιθανόν ότι το ζήτημα των προσφύγων, η σύνδεση των δύο χωρών σε επίπεδο οικονομίας και εξοπλισμών, η σημασία της Τουρκίας ως διαμετακομιστικού κόμβου ενεργειακών πόρων καθώς και η «ανασφάλεια» που ενδεχομένως να γεννά η αναβάθμιση του έτερου ισχυρού ευρωπαϊκού πόλου, δηλαδή της Γαλλίας, στη Μεσόγειο (αναβάθμιση που υπονομεύεται από την αναθεωρητική Τουρκία) να επηρεάσουν τη Γερμανία. Να την επηρεάσουν στη λήψη της σχετικής της απόφασης για την Άγκυρα απομακρύνοντας, όμως κατ’ επέκταση, όλη την Ένωση από τη επιβολή περιοριστικών μέτρων, η οποία για να υλοποιηθεί προϋποθέτει την ομοφωνία όλων των κρατών μελών.

Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο ότι η σχετική απόφαση αναφορικά με τις κυρώσεις θα αποδείξει αν η ΕΕ έχει μια ανεξάρτητη επίδραση στις διακρατικές σχέσεις ή αν, εν τέλει, είναι ένας έσωθεν κατευθυνόμενος διεθνής οργανισμός, ένας διεθνής θεσμός, δηλαδή, που συχνά χειραγωγείται εκ των έσω, από τα συμφέροντα των ισχυρών δυνάμεων που επικρατούν σε αυτήν. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε, αυτοί που υποστηρίζουν ότι, παραδείγματος χάρη, το ΝΑΤΟ είναι ένας τέτοιος, έσωθεν κατευθυνόμενος διεθνής οργανισμός, χωρίς έμπρακτη και πραγματικά αλληλέγγυα σύμπλευση των κρατών που το συναπαρτίζουν. Η επιχείρηση «Αττίλας», η εισβολή των Τούρκων νατοϊκών «εταίρων» μας στην Κύπρο αποτελεί ενδεχομένως αδιάσειστο τεκμήριο της παραπάνω επισήμανσης.

Εξάλλου, η ομοφωνία στη λήψη κυρώσεων κατά της Τουρκίας στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας θα προμηνύσει, κατά το μάλλον ή ήττον, αν και κατά πόσο σε μια μελλοντική πιο βίαιη αντίδραση των Τούρκων κατά της χώρας μας θα ενεργοποιηθούν οι δύο πολύ σημαντικές ρήτρες της Συνθήκης της ΕΕ, στις οποίες πολλοί στηρίζονται ευελπιστώντας στην έμπρακτη συνδρομή των εταίρων μας. Πρόκειται για τη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας (άρθρο 42 παράγραφος 7 της συνθήκης για την Ε.Ε.) και τη ρήτρα αλληλεγγύης (άρθρο 222 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε.).

Σύμφωνα με την ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής προβλέπεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ένα από τα κράτη-μέλη είναι θύμα ένοπλης επίθεσης στο έδαφός του, τα άλλα κράτη-μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή «με όλα τα μέσα» που έχουν στη διάθεσή τους. Η φράση αυτή περιλαμβάνει διπλωματικά, διοικητικά, τεχνικά, αλλά και στρατιωτικά μέσα που θα παρέχουν τα κράτη-μέλη και όχι η ίδια Ένωση, αφού αυτή δεν δεν διαθέτει στρατιωτικά μέσα. Σημειωτέον, αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει και στο άρθρο 5 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ).

Σύμφωνα με τη ρήτρα αλληλεγγύης προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών-μελών να ενεργούν από κοινού, ώστε να παράσχουν βοήθεια σε άλλη χώρα της Ε.Ε. που έχει πέσει θύμα φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής. Όσο όμως και αν αυτές οι δύο ρήτρες παρέχουν τις ελπίδες της στήριξης των εταίρων μας, αυτές οι ελπίδες θα αποδειχθούν μάλλον φρούδες αν οι εταίροι μας διαφωνήσουν σε κάτι αρκετά πιο «ανώδυνο», όπως είναι η λήψη περιοριστικών μέτρων σε βάρος της επιθετικής γείτονος.

Είναι, λοιπόν, ιδιαίτερα κρίσιμες οι σχετικές αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής όχι μόνο γιατί θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά της Τουρκίας αλλά κυρίως γιατί θα μας παράσχουν μια χρήσιμη «πυξίδα», βοηθώντας μας να προβλέψουμε καλύτερα το μέλλον και αναδεικνύοντας τον πραγματικό βαθμό επιρροής του διεθνούς δικαίου στις διακρατικές σχέσεις.

Αν βέβαια, παρόλο που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις - σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ - για την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία τελικά συμβεί το απευκταίο και αυτές δεν επιβληθούν, τότε θα διαφανεί και η μικρή επιρροή του Διεθνούς Δικαίου. Θα επιβεβαιωθεί δε μια άποψη του πολιτικού ρεαλισμού που χρήσιμο είναι να ληφθεί υπόψιν: «αν ένα κράτος δρα στις διακρατικές του σχέσεις με βασικό γνώμονα το Δίκαιο (και όχι την ισχύ και το εθνικό συμφέρον) θα υποπέσει, εν τέλει, σε σφάλματα στην εξωτερική του πολιτική και δεν θα εξυπηρετήσει το πρώτιστο καθήκον του, που είναι η ασφάλεια και η επιβίωση του».

 

Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη, Διδάκτωρ Διεθνών & Ευρ. Σπουδών – Δικηγόρος, Καθηγήτρια της Νομικής Sorbonne Paris Nord/IdEF, Αντιδήμαρχος Πειραιά