Στην Έφη Αχτσιόγλου έλαχε, σε αυτή τη φάση της κυβερνητικής πολιτικής, ο κλήρος να προωθήσει τη θεσμοθέτηση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, με το εμβληματικό μέτρο του δραματικού περιορισμού της δυνατότητας κήρυξης απεργιών, από τα πρωτοβάθμια σωματεία.
Για οποιονδήποτε διδάκτορα εργατικού δικαίου- που σέβεται τις σπουδές του και δεν τις αντιμετωπίζει μόνο ως καριερίστικο εργαλείο- όπως και για κάθε υπουργό εργασίας που σέβεται το σύνταγμα, αυτό θα ήταν ένα πικρό ποτήρι που δε θα το έπινε. Προφανώς για την υπουργό είναι «business as usual», με τίμημα μια σπασμένη τζαμαρία.
Η ρύθμιση είναι στην ουσία της αντισυνταγματική, καθώς περιορίζει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα στην απεργία και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Δεν περιορίζει μόνο το δικαίωμα στην απεργία στα πρωτοβάθμια σωματεία, θέτοντας μια απαρτία, που υπό τις δεδομένες συνθήκες, γενικευμένης εργοδοτικής αυθαιρεσίας καθίσταται αδύνατη. Επιπλέον αυτού, παρεμβαίνει κάθετα στις εσωτερικές προβλέψεις των καταστατικών των σωματείων, στη βάση του συμφέροντος εκείνων, έναντι των οποίων και εξαιτίας των οποίων, τα σωματεία αυτά ιδρύονται- δηλαδή των εργοδοτών. Στερώντας από τα πρωτοβάθμια σωματεία τη δυνατότητα κήρυξης απεργιών και θεσμικά, κατ′ ουσίαν στερεί το βασικότερο λόγο ύπαρξής τους.
Αυτός είναι και ο κύριος στόχος της νομοθετικής ρύθμισης: όχι μόνο ή κυρίως ο περιορισμός του δικαιώματος στην απεργία σήμερα αλλά και η θεσμική θωράκιση του εργοδότη για το μέλλον, δια της εξαφάνισης πρώτα του δικαιώματος και έπειτα των πρωτοβάθμιων σωματείων ως τέτοιων, εφόσον θα έχουν περιπέσει σε αχρησία. Άλλωστε, συνδικαλιστικό κίνημα, χωρίς πρωτοβάθμια σωματεία δεν υπάρχει.
Η κυβέρνηση μαζί με τους θεσμούς και όχι εξαιτίας των θεσμών- όπως ψευδώς υποστηρίζει- εμμένει στον περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας, παρότι οι απεργίες τα τελευταία χρόνια είναι λίγες και όχι πετυχημένες, με στόχο τη θεσμοθέτηση του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού, όχι μόνο δια του ελέγχου της συντριπτικής πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών δυνάμεων- που έχει επιτευχθεί- ούτε μόνο δια της καθοδήγησης του τύπου- που είναι γεγονός- αλλά και δια της πλήρους μεταβολής του νομικού πλαισίου.
Μετά λοιπόν το μοντέρνο «παρασύνταγμα» του δημοσιονομικού κόφτη, τη ΓΓΔΕ χωρίς έλεγχο από την εκλεγμένη πολιτική ηγεσία και το αποικιακό ταμείο των 99 ετών, που αλλοιώνουν τον πυρήνα της συνταγματικής δομής της χώρας, έρχεται η θεσμοθέτηση της πλήρους κατίσχυσης των συμφερόντων της εργοδοσίας επί της εργασίας, με μια εμβληματική για την πρώτη πλευρά νομοθετική ρύθμιση, που στο συμβολικό αλλά και υλικό επίπεδο επιτρέπει την παγίωση των μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των μνημονίων.
Είναι εντυπωσιακό αλλά κανείς πριν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, μεταπολιτευτικά δεν πέτυχε τέτοιες αναλογίες της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης, με αυτήν της «εξαναγκαστικής συναίνεσης» της δεκαετίας του ’50.
Της «συναίνεσης» των ηττημένων που βίωναν όχι μόνο τον πολιτικό αλλά και τον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό, από ένα κράτος απόλυτα μονομερές, επίσης όχι μόνο πολιτικά αλλά και κοινωνικά- οικονομικά.
Τον αποκλεισμό εξαιτίας ενός κράτους που διεκήρυσσε μια «ανάπτυξη» των λίγων, η οποία προϋπέθετε τη φτωχοποίηση και την καταπίεση της μισθωτής εργασίας από τη μια και τις χαριστικές προς το μεγάλο κεφάλαιο ρυθμίσεις από την άλλη.
Τη «συναίνεση» την οποία διασφάλιζε ένα κράτος θεσμικά διαμορφωμένο έτσι ώστε οι βασικοί δεσμοί εξάρτησης «από έξω» και οι σχέσεις ανισότητας μέσα να μην κινδυνεύσουν ποτέ- βλ. Παρασύνταγμα της εποχής εκείνης κλπ.
Παρόμοια «εξαναγκαστική συναίνεση» χτίζει σήμερα η κυβέρνηση με στόχο την ανάπτυξη των λίγων και για τους λίγους, με προϋπόθεση φυσικά τον αποκλεισμό- κοινωνικό και οικονομικό και άρα εν τέλει πολιτικό- της κοινωνικής πλειοψηφίας, ή αλλιώς των ηττημένων της κρίσης. Αυτούς τους περιμένει μια ζωή με ελάχιστα δικαιώματα, ελάχιστα εισοδήματα και ευκαιριακά επιδόματα βάσει της «μεγαθυμίας» των δανειστών και της όποιας κυβέρνησης.
Όχι τυχαία μάλιστα και τότε και σήμερα, τη βρώμικη δουλειά την κάνουν «κεντρώοι», που επικαλούνται τον κίνδυνο της δεξιάς για να υλοποιήσουν την πολιτική της τελευταίας.
Κάπως έτσι, στη δεκαετία του ’50 εδραιώθηκε το λεγόμενο «μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς». Σήμερα θεμελιώνεται το «μνημονιακό κράτος».
Ας μην ξεχνούν ωστόσο, ότι και τότε, η εξαναγκαστική αυτή «συναίνεση» εν τέλει θρυμματίστηκε. Το εσωτερικό παιχνίδι των δυνάμεων της ίδιας εξουσίας για την (εν)αλλαγή φρουράς δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα τους «κάτω» εγκλωβισμένους.