Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στα σκαλιά του αμερικανικού Καπιτωλίου, ο Ρεπουμπλικάνος Βουλευτής Ted Yoho πλησίασε την συνάδελφό του Βουλευτή του Δημοκρατικού Κόμματος Alexandria Ocasio Cortez (AOC) που προσερχόταν για να ψηφίσει, και χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος διάλογος μεταξύ τους, την αποκάλεσε «τρελή, επικίνδυνη, απαίσια, γ…η σκύλα».
Ο Yoho αργότερα απολογήθηκε για αυτή του την συμπεριφορά ωστόσο η AOC στις 23 Ιουλίου απάντησε επί προσωπικού - μπορείτε να την ακούσετε εδώ: Απορρίπτοντας την συγγνώμη του Γερουσιαστή θεωρώντας ότι η συμπεριφορά του (φραστική παρενόχληση και κακοποίηση) εντάσσεται σε ένα διαδεδομένο μοτίβο συμπεριφοράς το οποίο κυριαρχεί λόγω της ύπαρξης μίας δομής εξουσίας που επιτρέπει η βία κατά των γυναικών να μένει ατιμώρητη.
Ο Ted Yoho προσπάθησε να δικαιολογηθεί και να σώσει τα προσχήματα προβάλλοντας το (συναισθηματικής υφής) επιχείρημα ότι ο ίδιος είναι σύζυγος και έχει δύο κόρες. Η AOC απέρριψε ως ανυπόστατη αυτή τη δικαιολογία και υποστήριξε ότι το ότι κάποιος έχει οικογένεια δεν τον κάνει αυτόματα μη σεξιστή, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου ότι σέβεται τις γυναίκες. Ουσιαστικά, τον μέμφθηκε διότι με τη συμπεριφορά του αναπαράγει τον σεξισμό και αποτυγχάνει ως Βουλευτής, νομιμοποιώντας οποιονδήποτε άντρα να χρησιμοποιήσει το ίδιο λεξιλόγιο και την ίδια συμπεριφορά απέναντι στη γυναίκα και τις κόρες του οποιουδήποτε.
Το επιχείρημα του Yoho είναι μία διαδεδομένη πρακτική όταν καταγράφονται σεξιστικές συμπεριφορές on camera ή εν γένει, όταν ο θύτης σεξουαλικών εγκλημάτων έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες της συμπεριφοράς και της πράξης του: Προβάλλει προς υπεράσπισή του το επιχείρημα ότι «είμαι οικογενειάρχης, δεν έχω δώσει δικαιώματα». Είναι κάτι που ειδικά στην Ελλάδα το βλέπουμε στα ποινικά ακροατήρια υποθέσεων βιασμού και ενδοοικογενειακής βίας. Η ένταξη ενός άντρα σε μία οικογένεια δεν μπορεί να προβάλλεται ως λόγος απαλλαγής από την μομφή που επιφέρει η συμπεριφορά του.
Εμβαθύνοντας στα καθ’ ημάς, είναι ο σεξισμός στη χώρας μας εμπεδωμένος στο σύστημα; Ευθύνεται και κατά πόσον στην δημιουργία κοινωνικών ανισοτήτων και διαιρέσεων;
Τα ΜΜΕ και η διαφήμιση έχουν αντικειμενοποιήσει πλήρως τη γυναίκα: Υπάρχει είτε ως μάνα είτε ως σεξουαλικό αντικείμενο με σκοπό την ικανοποίηση του άντρα. Δεν υπάρχει ως επαγγελματίας και δεν λογίζεται ως κυρία της σεξουαλικότητάς της. Τα ελληνικά ΜΜΕ αναπαράγουν και ενισχύουν τα στερεότυπα και τον σεξιστικό λόγο. Οι σεξιστικές επιθέσεις του Πρετεντέρη στις Γεννηματά, Αχτσιόγλου, του Ψαριανού στην Χρηστίδου, η στοχοποίηση της Δούνια, η ερώτηση του Καμπουράκη «τι βαθμό πήρες στα οικοκυρικά;» σε αριστεύσασα των Πανελληνίων, η περίπτωση Λιάγκα, η καθημερινή προβολή βίντεο από πασαρέλα γνωστής εταιρείας εσωρούχων από τηλεοπτική εκπομπή, οι παρουσιάστριες «γλάστρες» … Δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Το ζήτημα είναι συστημικό. Η δε σιωπή της κοινωνίας και των θεσμικών φορέων, είτε πρόκειται για το ΕΣΡ είτε για τη Γενική Γραμματεία Ισότητας, είναι συνενοχή, σημαίνει αποδοχή αυτής της ρητορικής.
Στον εργασιακό χώρο, οι γυναίκες γίνονται αποδέκτες φραστικών επιθέσεων, απαξιωτικών και μειωτικών συμπεριφορών από τους προϊσταμένους τους ή/και ακόμα και από τους συναδέλφους τους – δυστυχώς, ανεξαρτήτως φύλου. Ο σεξισμός στο χώρο της εργασίας γίνεται αντιληπτός ως ένα εργαλείο μέσω του οποίου επιτυγχάνεται το λεγόμενο «mobbing», δηλαδή η ηθική παρενόχληση και ψυχική κακοποίηση του στοχοποιημένου εργαζομένου. Σε μεγάλο βαθμό, οι εργαζόμενοι δεν γνωρίζουν ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν είναι αποδεκτές (κατ’ ελάχιστο, στοιχειοθετούν προσβολή προσωπικότητας) και μπορούν να κινηθούν νομικά διεκδικώντας αποζημιώσεις. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τους όρους παροχής εργασίας, λόγω της δυσκολίας πρόσβασης στην αγορά εργασίας, οι γυναίκες είναι πολύ πιο ευεπίφορες στο να αποδεχτούν δυσμενέστερους εργασιακούς όρους (χαμηλότερο μισθό, μη αμειβόμενη υπερωριακή εργασία…). Δυστυχώς, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι πλέον πλήρως απορυθμισμένη, ο εργαζόμενος εν γένει δεν γνωρίζει τα δικαιώματά του και η νομική προστασία κρίνεται μεν ως ανεπαρκής για τα σύγχρονα προβλήματα, η βάση όμως υπάρχει και μπορεί να αξιοποιηθεί.
Σε ό,τι αφορά τις θέσεις ισχύος είτε στην εργασία είτε στην πολιτική, φαίνεται πως υπάρχει ένα γυάλινο ταβάνι το οποίο μία γυναίκα δεν μπορεί να ξεπεράσει. Είναι σαν να υπάρχει μία αόρατη κοινωνική συνθήκη που θέλει τις γυναίκες μονίμως αφανείς. Δεν είναι μακριά η μομφή στον Κυριάκο Μητσοτάκη από δημοσιογράφο του BBC για την περιορισμένη συμμετοχή γυναικών στην κυβέρνησή του και δεν εξουδετερώνεται από την εκλογή στον Προεδρικό θώκο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Στην Αγγλία, η Μάργκαρετ Θάτσερ, κόρη ενός παντοπώλη, αναδείχθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο το 1979. Στις ΗΠΑ, η AOC, κόρη ενός Πορτορικανού αρχιτέκτονα, εξελέγη το 2018 σε ηλικία 29 ετών και είναι η νεότερη εκλεγμένη εκπρόσωπος στη Βουλή των Αντιπροσώπων στην ιστορία των ΗΠΑ. Συνεπώς, είναι ζητούμενο η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που θα πραγματώνει σε όλες της τις εκφάνσεις την ισότητα την οποία προασπίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία ως βασικό μοχλό κοινωνικής ευημερίας και συνοχής.
Κόντρα σε όλα τα παραπάνω, σιωπηρά και ίσως όχι πάντα συνειδητοποιημένα, η γυναίκα διεκδικεί για τον εαυτό της νέο ρόλο στην κοινωνία μας και αυτό έχει μία σειρά από αντανακλαστικές συνέπειες. Για παράδειγμα, διαφοροποιείται η δυναμική μεταξύ αντρών και γυναικών, επαναπροσδιορίζονται οι φυλετικές ταυτότητες. Μπορούμε να διακρίνουμε ότι οι άντρες, των οποίων η ταυτότητα έχει πληγεί λόγω και της οικονομικής κρίσης, εμφανίζονται μάλλον αμήχανοι απέναντι στην νέα ταυτότητα της γυναίκας: Η γυναίκα στην Ελλάδα περιοριζόταν στον ρόλο της μητέρας και της συζύγου, ουσιαστικά ήταν υποστηρικτικός μηχανισμός στον άντρα επικεφαλής της οικογένειας. Πλέον αυτό το πρότυπο αντικαθίσταται από την γυναίκα που σπουδάζει, εργάζεται, έχει ενδιαφέροντα πέρα από το «νοικοκυριό» της, εξελίσσεται και καλλιεργεί τον εαυτό της. Η συντροφικότητα και η συμβίωση είναι πλέον επιλογή και για τη γυναίκα. Δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό, ο φόβος για το κοινωνικό στίγμα που ωθούσε τις γυναίκες στο να επιδιώκουν με επιτακτικότητα τον γάμο και την μητρότητα. Πάντως, και σε αυτή την περίπτωση, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι αν βασική μας αρχή ως συγκοινωνοί ήταν ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια απέναντι στον συνάνθρωπο, δεν θα είχαμε τόσο μεγάλη δυσκολία να απορροφήσουμε τις νέες συνθήκες που διαμορφώνουν τις ταυτότητές μας.
Στις κατεξοχήν αρνητικές συνέπειες του επαναπροσδιορισμού των φυλετικών ταυτοτήτων, μπορούμε να κατατάξουμε την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας τα οποία συνδέονται με την ολοένα μεγαλύτερη συναισθηματική και οικονομική απεξάρτηση των γυναικών από τους άντρες. Εδώ εντοπίζονται δύο ζητήματα: αυτό της προστασίας των θυμάτων και αυτό της πρόληψης του φαινομένου.
Σε ότι αφορά το πρώτο, σε πολλές περιπτώσεις η γυναίκα που είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας δεν το γνωρίζει και δεν γνωρίζει πως υπάρχουν τρόποι να προστατευτεί. Για αυτή την άγνοια, η ευθύνη είναι της Πολιτείας η οποία δεν έχει φροντίσει να επικοινωνήσει τα εργαλεία που έχει θέσει στη διάθεση των γυναικών για την προστασία τους, όπως για παράδειγμα η 24ώρη τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 που παρέχει ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη σε γυναίκες που υφίστανται σωματική κακοποίηση, ψυχολογική, συναισθηματική, λεκτική ή οικονομική βία, έχουν υποστεί βιασμό ή απόπειρα βιασμού, έχουν υπάρξει θύματα πορνείας ή trafficking, έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, στην οικογένεια. Παράλληλα, υπάρχει ευθύνη της Πολιτείας για τον τρόπο που οι διωκτικές αρχές αντιμετωπίζουν σχετικές καταγγελίες και περιστατικά.
Σε ότι αφορά την πρόληψη, η μη εισαγωγή στο σχολείο της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης συντείνει στην διαιώνιση αναχρονιστικών και σεξιστικών πρακτικών, στην αναπαραγωγή στερεοτύπων. Τη στιγμή που οι νέοι εκτίθενται σε σεξουαλικά μηνύματα ήδη από πολύ νωρίς αλλά είναι και σεξουαλικά ενεργοί από πολύ νεαρή ηλικία (περίπου στα 14 έτη), το να εθελοτυφλείς σαν κοινωνία και Πολιτεία απέναντι σε αυτό το γεγονός είναι εγκληματικό και εξηγούμαι: Δεν προστατεύεις επαρκώς τους νέους σου από ασθένειες (Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα) και δεν εφαρμόζεις προληπτική δημόσια πολιτική υγείας (η σεξουαλική απελευθέρωση σημαίνει την παράλληλη υποχρέωση προληπτικών εξετάσεων ώστε να μην θέτουμε τον εαυτό μας και τους συντρόφους μας σε κίνδυνο), δεν ενημερώνεις για μεθόδους αντισύλληψης (η εγκυμοσύνη είναι επιλογή και πρέπει να λογίζεται ως τέτοια) και δεν ενημερώνεις για τυχόν επικίνδυνες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν, όπως ο εκβιασμός μέσω φωτογραφιών/βίντεο, η συναισθηματική χειραγώγηση (για παράδειγμα, περιπτώσεις αποπλάνησης ανηλίκων) ή η αποδοχή του βιασμού μέσα στη σχέση λόγω αδυναμίας αναγνώρισής του ως τέτοιου.
Καταλήγοντας, είναι δεδομένο ότι η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του συστημικού σεξισμού και δεν καταγράφει πρόοδο. Το πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα είναι να αναγνωρίσεις την ύπαρξή του. Στην Ελλάδα, και σε αυτό το θέμα, όπως και σε τόσα άλλα, στρουθοκαμηλίζουμε, πιστεύοντας ότι το πρόβλημα θα λυθεί μόνο του. Είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης του καθενός μας να αντιδράσουμε όταν αντιλαμβανόμαστε ότι ανακύπτει ζήτημα σεξιστικής συμπεριφοράς στο ευρύτερο περιβάλλον μας και να υποστηρίξουμε το θύμα αλλά ταυτόχρονα είναι και ζήτημα της επίσημης Πολιτείας να λάβει μέτρα στήριξης της ισότητας καθώς και μέτρα ενδυνάμωσης και προστασίας των γυναικών.