«Συγνώμη» ή μήπως «λυπάμαι»

Μια ανάλυση του διαγγέλματος του πρωθυπουργού
|
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Τις τελευταίες ημέρες η χώρα βιώνει μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές από τις πυρκαγιές που εκτείνονται σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της επικράτειας.  Η Κυβέρνηση της ΝΔ καλείται, όμως, να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα δύο κρίσεις: την κρίση των πυρκαγιών -αυτή καθ’ αυτή- και την κρίση εικόνας που η πρώτη της προκάλεσε. Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στις 9 Αυγούστου αποτελεί μέρος της επικοινωνιακής διαχείρισης της δεύτερης κρίσης.

Ο λόγος για τον οποίο η κρίση των πυρκαγιών οδήγησε στην κρίση εικόνας της Κυβέρνησης είναι διότι διαμεσολάβησαν δύο κρίσιμοι παράγοντες: ο αρνητισμός και η διαδικασία απόδοσης υπαιτιότητας στην Κυβέρνηση λόγω της δυναμικής του γεγονότος, δηλαδή της πρωτοφανούς έντασης και έκτασης της καταστροφής.

Η απόδοση υπαιτιότητας και ο αρνητισμός προς την Κυβέρνηση από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη οριοθετούν την κατηγορία, θέτοντας την Κυβέρνηση σε θέση κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος -δια του επικεφαλής μέσω διαγγέλματος- απολογείται· απαντά, δηλαδή, στις κατηγορίες με σκοπό τη διαχείριση και επανόρθωση της εικόνας.

Σε ρητορικό επίπεδο, οι στρατηγικές επιλογές για απολογία, που εξυπηρετούν το σκοπό της ανάταξης εικόνας, είναι συγκεκριμένες. Στο διάγγελμα του Πρωθυπουργού μία ήταν αυτή που προκάλεσε τα περισσότερα σχόλια και κέρδισε τις εντυπώσεις, κυρίως λόγω της σπανιότητάς της στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα: η Στρατηγική της Συγνώμης (ή του Εξαγνισμού).

«Η έκταση της καταστροφής, ειδικά στην Εύβοια και στην Αττική, μαυρίζει την καρδιά όλων μας. Και πρώτος εγώ ζητώ συγνώμη για τις όποιες αδυναμίες υπήρξαν».

Ο Κ. Μητσοτάκης ζήτησε συγνώμη, ενώ αναφέρθηκε στον πόνο από την απώλεια σπιτιών και περιουσιών καθώς και στις συνθήκες εκκένωσης οικισμών. Παράλληλα, η στρατηγική της Συγνώμης συνοδεύτηκε (όπως συνηθίζεται) και από τη Στρατηγική της Επανόρθωσης μέσω δεσμεύσεων -που αποτέλεσαν το μεγαλύτερο μέρος του διαγγέλματος- για αποζημίωση και αποκατάσταση των ζημιών σε πληγέντες πολίτες και φυσικό περιβάλλον.

«…θα ξεκινήσουμε να επουλώνουμε τις πληγές μας: όσοι έχασαν σπίτια και περιουσίες θα αποζημιωθούν, οι καμένες εκτάσεις θα αναδασωθούν και θα δρομολογηθούν αμέσως τα απαραίτητα αντιπλημμυρικά έργα».

Ο συνδυασμός έκφρασης συγνώμης και δέσμευσης για αποζημίωση σε μία απολογία επικοινωνεί την ενσυναίσθηση και επιβεβαιώνει τη μεταμέλεια από πλευράς κατηγορουμένου που προσπαθεί να επανορθώσει και να εξιλεωθεί, ενώ παράλληλα αυξάνει την πιθανότητα η απολογία του να γίνει αντιληπτή ως γνήσια και ειλικρινής καλύπτοντας τις ψυχολογικές ανάγκες του θιγόμενου για αποκατάσταση και διόρθωση της αδικίας που υπέστη.

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν επετεύχθη πλήρως στην περίπτωση του διαγγέλματος της 9ης Αυγούστου, καθώς η Στρατηγική Συγνώμη αυτή καθ’ αυτή ήταν ελλιπής αλλά υπονομεύτηκε και από τις υπόλοιπες στρατηγικές απολογίας που κινητοποιήθηκαν στον λόγο του Πρωθυπουργού.

Το βασικό πρόβλημα κατά την έκφραση της Συγνώμης ήταν ότι απουσίαζε το αντικείμενό της, δηλαδή το «για τι» αυτή εκφράστηκε.

Η ανάληψη της ευθύνης και η αναγνώριση-επιβεβαίωση της ενοχής που συνεπάγεται η έκφραση μεταμέλειας για κάτι, μέσω της συγνώμης, έγινε ταυτόχρονα με την υπόσχεση ότι αυτό το αόριστο και απροσδιόριστο «κάτι» θα προσδιοριστεί εν ευθέτω χρόνω.

Το γεγονός αυτό καθιστά την εκπεφρασμένη συγνώμη άκαιρη, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ήταν προσχηματική και ότι ο Κ. Μητσοτάκης κρύφτηκε πίσω από τη δύναμή της.

«Και πρώτος εγώ ζητώ συγνώμη για τις όποιες αδυναμίες υπήρξαν. Κατανοώ απόλυτα τον πόνο των συμπολιτών μας που είδαν τα σπίτια ή τις περιουσίες τους να καίγονται. Την αναστάτωση όσων μετακινήθηκαν όπως-όπως από τον τόπο τους. […] Οι τυχόν αστοχίες θα εντοπιστούν. Και οι ευθύνες θα αποδοθούν όποτε πρέπει και σε όποιον πρέπει».

Δηλώνει, δηλαδή, ότι η συγνώμη εκφράστηκε ως αποτέλεσμα της κατηγορίας που δέχθηκε και από την οποία ήθελε να απαλλαχθεί για να επουλώσει τις πληγές της εικόνας της Κυβέρνησης, αλλά όχι ως αποτέλεσμα της αναγνώρισης των λαθών και της αποτυχίας, που προξένησαν βλάβη και πόνο. Με τον τρόπο αυτόν η συγνώμη παύει να εκφράζει μεταμέλεια, αλλά νοηματοδοτείται ως «λυπάμαι» κατά το αγγλικό «I’m sorry».

Ταυτόχρονα, πλάι στις Στρατηγικές Συγνώμης και Επανόρθωσης, χρησιμοποιήθηκαν άλλες δύο στρατηγικές απολογίας, οι οποίες λειτούργησαν υπονομευτικά στις πρώτες, και επομένως στον κύριο σκοπό μίας αποτελεσματικής απολογίας. Συγκεκριμένα, ο Κ. Μητσοτάκης ακολούθησε τη Στρατηγική Απομείωσης της Βλάβης δια της Ενίσχυσης του Απολογούμενου (δηλαδή, του εαυτού του – της Κυβέρνησής του)...

«Δώσαμε, και ακόμη δίνουμε, τη μάχη με όλες μας τις δυνάμεις. […] Το ότι σώθηκαν άνθρωποι, με πλήρη σχέδια εκκένωσης, οφείλεται στον επαγγελματισμό της Πολιτικής Προστασίας, στη δράση της Αστυνομίας και του Λιμενικού. Δεν ήταν αυτονόητο, ούτε δεδομένο».

...και τη Στρατηγική Ελαχιστοποίησης της Ευθύνης δια της Αδυναμίας Ελέγχου των Καταστάσεων.

«Αλλά αντιμετωπίζουμε μία φυσική καταστροφή πρωτόγνωρων διαστάσεων […] Με φωτιές οι οποίες, λόγω του πρωτοφανούς καύσωνα αλλά και της πολύμηνης ξηρασίας, σβήνουν πια πολύ δύσκολα. […] Παλεύουν (όσοι δίνουν τη μάχη στο πεδίο) με ένα φυσικό φαινόμενο που, συχνά, ξεπερνά τις δυνάμεις τους».

Στην πρώτη περίπτωση ακολουθήθηκε μία προσέγγιση «αυτό-επαίνου» για όσα «σωστά» έγιναν κατά τη διαχείριση της συγκεκριμένης κρίσης, ενώ παράλληλα κύριο ρόλο στο διάγγελμα είχαν οι επικλήσεις σε επιτυχίες διαχείρισης κρίσεων στο παρελθόν, προκειμένου να απομειωθούν οι αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη για την αποτυχία, μέσω της υπενθύμισης θετικών δράσεων του παρελθόντος.

«Επιτρέψτε μου να κλείσω με μια προσωπική αναφορά. Ως Πρωθυπουργός επί 25 μήνες διαχειρίστηκα πολλές κρίσεις: από την ασύμμετρη επίθεση στον Έβρο μέχρι την επέλαση του κορονοϊού. Και από τις αλλεπάλληλες εθνικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, μέχρι το μεγάλο στοίχημα του εμβολιασμού. Όλες είχαν πολύπλευρες συνέπειες στην οικονομία και στην κοινωνία. Και όλες έμοιαζαν στην αρχή ανυπέρβλητες. Αλλά όλες τις ξεπεράσαμε με πείσμα και ενότητα. Αυτό θα γίνει και τώρα, με τολμηρές αποφάσεις που θα αλλάξουν πολλά».

Οι συγκεκριμένες αναφορές λειτουργούν υπονομευτικά στο να εκληφθεί ως γνήσια και ειλικρινής από την κοινή γνώμη η συγνώμη καθώς επικοινωνούν έλλειμα ενσυναίσθησης -αφού εκφράζονται μία στιγμή που οι πληγές είναι ακόμη ανοικτές- και συμβάλλουν στην δημιουργία μίας πεποίθησης ότι η συγνώμη είναι προσχηματική ή ακόμα και ψευδο-απολογία.

Αναφορικά με τη Στρατηγική «Ελαχιστοποίησης της Ευθύνης» δια της «Αδυναμίας Ελέγχου των Καταστάσεων», ο Πρωθυπουργός πλαισίωσε τις καταστροφικές πυρκαγιές ως προς τα παραγωγικά τους αίτια.

Χαρακτήρισε τις πυρκαγιές ως «φυσικό φαινόμενο», αποτέλεσμα της «κλιματικής κρίσης» που «έχει χτυπήσει την πόρτα ολόκληρου του πλανήτη», και άρα δεν είναι μόνο δικό μας πρόβλημα.

Είναι, δηλαδή, μία πλανητική κρίση με συνέπειες που «υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνάμεις», και καθιστούν τις μάχες «άνισες», πράγμα που σημαίνει ότι ο έλεγχος της κατάστασης είναι εξαιρετικά δύσκολος για όλη την ανθρωπότητα, επομένως η ευθύνη για τη διαχείρισή της δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο «μου» καταλογίζεται.

Μπορεί η συγκεκριμένη ερμηνεία των πυρκαγιών να προσδιορίζεται ρητά από τον πρωθυπουργό ως «αιτιολογία, αλλά όχι δικαιολογία ή άλλοθι», ωστόσο η επιδιωκόμενη επίδραση είναι ακριβώς αυτή.

Ένας όμως από τους βασικότερους παράγοντες που απαιτείται για να γίνει μία συγνώμη πιστευτή ως γνήσια και ειλικρινής, και άρα μία απολογία αποτελεσματική κι επιτυχημένη, είναι το κομμάτι της αναμόρφωσης (από κοινού με την αποζημίωση, τη διόρθωση και την αποκατάσταση, όπως αναφέραμε παραπάνω).

Η αναμόρφωση αφορά τη διασφάλιση που θα προσφέρει ο θύτης στο θύμα, ότι η αδικία που του προκάλεσε δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον. Στο διάγγελμα του Κ. Μητσοτάκη οι εγγυήσεις για μη επανάληψη των λαθών πρακτικά υπονομεύτηκαν στην προσπάθειά του να ελαχιστοποιήσει την -ρητώς αποδεχόμενη, παρότι αόριστη- ευθύνη και ενοχή, κινητοποιώντας ερμηνείες με συνέπειες που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Συνοπτικά, λοιπόν, αναλύοντας βαθύτερα το διάγγελμα του Πρωθυπουργού, σε όρους ρητορικής, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι στρατηγικές απολογίας που αξιοποιήθηκαν αλληλοαναιρούνται.

Η επίκληση στην πανίσχυρη κλιματική κρίση -προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η ευθύνη για τις αποτυχίες διαχείρισης- στερεί τη δυνατότητα να δοθούν εγγυήσεις για μην επανάληψη της αποτυχίας διαχείρισης στο μέλλον, ενώ ο «αυτό-έπαινος» για τα όσα σωστά έγιναν -τη λάθος χρονική στιγμή που οι πληγές είναι ακόμη ανοικτές- επικοινωνούν έλλειμμα ενσυναίσθησης. Και τα δύο αυτά στοιχεία του διαγγέλματος, καθώς και η αοριστία του αντικειμένου της συγνώμης, υπονομεύουν την εκπεφρασμένη «συγνώμη», κάνοντάς τη να φαίνεται ελλιπής, προσχηματική ή/και ψεύτικη, καθοδηγούμενη από ιδιοτελή κίνητρα ανασυγκρότησης της εικόνας.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η συγκεκριμένη ανάλυση του διαγγέλματος γίνεται καθαρά σε επίπεδο ρητορικής, και δεν μπορεί από αυτήν και μόνο να αξιολογηθεί αντικειμενικά το σύνολο της στρατηγικής επικοινωνίας της διαχείρισης και επιδιόρθωσης εικόνας της Κυβέρνησης. Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού συνιστά μία επικοινωνιακή εκροή στρατηγικά σχεδιασμένη, η οποία όμως αποτελεί ένα μικρό (αλλά σημαντικό) μέρος ενός ευρύτερου, πολυδιάστατου, πολυεπίπεδου και πολυμεταβλητού σχεδιασμού.