Οι Γερμανοί στρατιώτες μιλούν για τη Σφαγή στο Κομμένο

Οι Γερμανοί στρατιώτες μιλούν για τη Σφαγή στο Κομμένο
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου
Keystone-France via Getty Images

Αποσπάσματα συνεντεύξεων στρατιωτών του 12ου Λόχου/ 98ου Συντάγματος/ 1ης Ορεινής Μεραρχίας Εντελβάις από το βιβλίο του Γερμανού ιστοριοδίφη Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΕΝΤΕΛΒΑΙΣ- η 1η ορεινή μεραρχία, το 22ο ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943- 1944», τόμος Α΄. (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2009).

Άντον Τσήγκλερ, υποδεκανέας, χειριστής πολυβόλου, εκτέλεσε δεκάδες κατοίκους στην πλατεία του Κομμένου

«Όταν κρατά κανείς κάθε μέρα ένα πολυβόλο στο χέρι, αρχίζει πλέον να το βλέπει μόνο ως εργαλείο. Είναι σα να βγαίνει ένας χωρικός με το δρεπάνι στον αγρό για να θερίσει. Αυτή ήταν η δική μας καθημερινότητα τότε. Το να σκοτώσεις 10 ανθρώπους μέσα σε μία μέρα δεν ήταν τίποτα. Ήταν σαν να θέριζες.

Ο διοικητής μας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, και για το λόγο αυτό το χωριό έπρεπε να πληρώσει. Το είχε πει ο Ζάλμινγκερ. Το χωριό που θα κάναμε την επιχείρηση ήταν «μολυσμένο» από συμμορίτες. Ναι, και μετά μας είπαν να θερίσουμε τους πάντες γιατί και οι Άγγλοι είχαν βομβαρδίσει την Κολωνία.

Ο ανθυπολοχαγός ή ο ομαδάρχης που στεκόταν πίσω μου μου έδωσε διαταγή να πυροβολήσω τους Έλληνες. Αρνήθηκα. Ανάμεσα στους Έλληνες βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά. Νομίζω πως μία από τις γυναίκες κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά. Το θεωρούσα έγκλημα. Αυτή η μέρα ανήκει στις χειρότερες αναμνήσεις που έχω απ’ όλο τον πόλεμο. Ο ανθυπολοχαγός ή ομαδάρχης είχε στηθεί πίσω μου και απειλούσε να με πυροβολήσει σε περίπτωση που αρνιόμουν να εκτελέσω την διαταγή του [...] Ίσως να με απείλησε και με στρατοδικείο. Τότε άρχισα να πυροβολώ προς τη μεριά των Ελλήνων. Προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από κάτι τελάρα. Θυμάμαι ακόμα τα πάνω τελάρα να πέφτουν στο χώμα».

Στην ερώτηση πως αισθάνθηκε μετά τη σφαγή, ο Τσήγκλερ έκανε μια χειρονομία, μιμούμενος την κίνηση του θεριστή.

«Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμιά κραυγή, καμιά αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις».

Όττο Γκόλντμαν, στρατιώτης, 18 χρονών, Αυστριακός.

«Αμέσως αφότου κατεβήκαμε από τα φορτηγά συγκεντρωθήκαμε και κάποιος αξιωματικός μας έδωσε τη διαταγή πως κανένας Έλληνας δεν έπρεπε να εγκαταλείψει το χωριό ζωντανός. Ο αξιωματικός μας είπε χαρακτηριστικά "να θερίσουμε τους πάντες"».

Καρλ Ντεφρέγκερ, δεκανέας.

«(ο υπολοχαγός Ραίζερ μας είπε) Δεν επιτρέπεται να ζήσει κανείς, όλοι πρέπει να εξοντωθούν.

Από την πλευρά των κατοίκων δεν υπήρξε καμιά αντίσταση. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν έπεσε προς το μέρος μας, και δεν είχαμε τραυματίες.

Θυμάμαι ακόμη ακριβώς ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα παιδάκια, περίπου 3- 5 ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω αν ανακαλύφθηκαν αργότερα και εκτελέστηκαν».

Γιόζεφ Ρηντλ, στρατιώτης.

«Οι κάτοικοι που προσπαθούσαν να διαφύγουν εκτελούνταν. Το ίδιο ίσχυε και για όσους κρύβονταν μέσα στα σπίτια. Ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και αυτόματα όπλα μέσα από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Η επίθεση κράτησε αρκετές ώρες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η δυσοσμία ήταν αφόρητη».

Άουγκουστ Ζάιτνερ, στρατιώτης.

«Κάτι που μ’ έκανε πραγματικά να αηδιάσω ήταν πως ορισμένοι από τους στρατιώτες του 12ου Λόχου ασελγούσαν πάνω στα πτώματα. Είδα ο ίδιος στρατιώτες να χώνουν μπουκάλια μπίρας στα αιδοία νεκρών γυναικών. Νομίζω πως είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια. Στην ερώτηση αν αληθεύει πως βρέφη κάηκαν με το να τους τοποθετηθεί στο στόμα βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη, το οποίο μετά και άναψαν, μπορώ μόνο να απαντήσω ότι είδα πράγματι παιδιά (πτώματα) τα οποία έφεραν στο πρόσωπο γύρω από την περιοχή του στόματος φρικτά εγκαύματα. Μετά το άγριο ντουφεκίδι έπεσε μεγάλη ησυχία. Οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν πολύ βαρύθυμοι. Σχεδόν κανείς δεν συμφωνούσε με την επιχείρηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι στον 12ο Λόχο ανήκαν και σαδιστές που, όπως ανέφερα ήδη, συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια στρατιώτες να κάνουν αστεία και να σπάνε πλάκα με τα πτώματα. Οι περισσότεροι όμως ήταν σοκαρισμένοι και μελαγχολικοί. Όλοι είχαν τύψεις, με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Τελικά όμως κατασταλάξαμε στην άποψη πως εκτελούσαμε διαταγές. Μετά το τέλος της επιχείρησης έγινε μεθοκόπι στο στρατόπεδο. Στο χωριό είχαν λαφυραγωγηθεί τρόφιμα και κρασί. Αυτό το κρασί το ήπιανε μέχρι τον πάτο, και μερικοί συνάδελφοι ήρθαν στο κέφι».

Φραντς Τόμασιτς, στρατιώτης.

«Οι περισσότεροι (στρατιώτες) ήταν της άποψης ότι η επιχείρηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επιδρομή για πλιάτσικο με την πρόφαση των αντιποίνων [...] Πολλοί είπαν ανοικτά ότι ήταν μεγάλη παλιανθρωπιά να πυροβολούνται ανυπεράσπιστοι πολίτες. Άλλοι πάλι, λίγοι, θεωρούσαν ότι όλοι στο χωριό ήταν εν δυνάμει εχθροί, που υποστήριζαν τους αντάρτες εναντίον μας».

Γιόχαν Χασλάουερ, στρατιώτης, Αυστριακός.

«Έπειτα από δύο ή τρεις ώρες είχαν τελειώσει όλα. Η ζέστη ήταν σχεδόν αφόρητη. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Παντού κείτονταν πτώματα. Ορισμένοι δεν είχαν αφήσει ακόμα την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούσαν να κινηθούν και βογγούσαν. Δύο ή τρεις υπαξιωματικοί περνούσαν αργά μέσα από το χωριό και έδιναν στους μελλοθάνατους τη χαριστική βολή».

Καρλ Ζαγκμάιστερ, στρατιώτης που οι αξιωματικοί του ανέθεσαν να κάνει ένα γύρο στο χωριό με μουλάρια για να συλλέξει λάφυρα.

«Μπήκα με αργό ρυθμό με τα μουλάρια μέσα στο χωριό. Το τι αντίκρισα τότε ήταν τρομακτικό. Παντού υπήρχαν πτώματα. Μέσα και έξω από τα σπίτια [...] Μπροστά από την εκκλησία βρισκόταν ένας μεγάλος σωρός από πτώματα. Από το λίγο που μπορούσα να διακρίνω ανάμεσα σε αυτό το ανάκατο σύμπλεγμα σωμάτων, κατάλαβα πως τα περισσότερα πτώματα πρέπει να ανήκαν σε γυναικόπαιδα παρά σε άνδρες».

Γιόχαν Έκερ (νοσοκόμος- παρά την αδιαθεσία που επικαλέστηκε, αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην επιχείρηση. Ο Έκερ αποκαλούσε τον Ραίζερ «150% ναζί» και του είχε κολλήσει το παρωνύμιο «ο Νέρωνας του 12/98»)

«(Μετά τη σφαγή) ο (υπολοχαγός) Ραίζερ έδωσε οδηγίες για την περίπτωση που [...] μέλη του 12ου Λόχου [δέχονταν ερωτήσεις] σχετικά με την επιχείρηση. Μας είπε ότι θα έπρεπε να δηλώσουμε πως μας επιτέθηκαν αντάρτες, ή ότι αντάρτες στο χωριό άνοιξαν πυρ, κάτι που ήταν βέβαια αναληθές».

Ζίγκβαρντ Γκέλερ, υπολοχαγός, διοικητής του 11ου Λόχου του 98ου Συντάγματος. Σε «επιστολή από το μέτωπο» έγραφε για τους Έλληνες:

«Αυτό που παρατηρεί αμέσως κάποιος όταν πατήσει το πόδι του στο ελληνικό έδαφος είναι πως δεν συναντά σχεδόν πουθενά έναν πραγματικά ωραίο τύπο ανθρώπου που να θυμίζει, ακόμα και κάτω από τη βρόμικη μάσκα ενός φτωχαδιάρη ορεινού αγρότη, εκείνο τον Έλληνα άνθρωπο. Μάταια ψάχνει κανείς έναν απόγονο των ανθρώπων που ήταν κάποτε φορείς ενός υψηλού πολιτισμού. Το μόνο που βρίσκει είναι ένα σπάνιο πολύπλευρο φυλετικό συνονθύλευμα τρισάθλιων τύπων. Μόνο υπολείμματα υπάρχουν από τον πάλαι ποτέ εξέχοντα ελληνικό λαό. Ο ελληνισμός έχει πεθάνει [...] Πίσω του άφησε τους πρώην σκλάβους απ’ όλα τα μέρη της γης που έμειναν γόνιμοι και συνέχισαν να αναπαράγονται έως ότου κατέλαβαν τον τόπο αυτό, χωρίς όμως να διατηρήσουν τον πολιτισμό, τη μόρφωση ή ακόμα και τις εξωτερικές συνθήκες ζωής. Γεννήθηκε ένας άθλιος λαός εμπόρων και διαβόητων απατεώνων».