Σε σημαντικό πρόσωπο της έρευνας που είναι σε εξέλιξη στις ΗΠΑ για τη φημολογούμενη ρωσική εμπλοκή στις προεδρικές εκλογές φαίνεται να εξελίσσεται η Σιμόνα Μαντζιάντε: Η Ιταλίδα φιλενάδα του Ελληνοαμερικανού πρώην συνεργάτη του Ντόναλντ Τραμπ, Τζορτζ Παπαδόπουλου.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Guardian, η Μαντζιάντε σε καμία περίπτωση δεν περίμενε ότι ένα φλερτ που άρχισε στο LinkedIn θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σειρά εξελίξεων που θα την έφερναν μπροστά σε ομοσπονδιακούς πράκτορες που δουλεύουν για τον Ρόμπερτ Μιούλερ (τον ειδικό απεσταλμένο που έχει αναλάβει την υπόθεση).
Ωστόσο, αυτό ακριβώς συνέβη τον περασμένο Οκτώβριο, την ημέρα που ο φίλος της Μαντζιάντε, Τζορτζ Παπαδόπουλος, πρώην σύμβουλος του Τραμπ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ομολόγησε πως είπε ψέματα στο FBI και δεσμεύτηκε να συνεργαστεί με την υπηρεσία.
Μιλώντας στον Guardian στη Ρώμη, η Μαντζιάντε απέφυγε να αποκαλύψει λεπτομέρειες σχετικά με το τι τη ρώτησαν οι πράκτορες του FBI στην, διάρκειας 2,5 ωρών, συνάντησή τους, ή λεπτομέρειες γύρω από τις συζητήσεις του Παπαδόπουλου με τους πράκτορες. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στο σχετικό δημοσίευμα, έριξε φως σε ένα μυστηριώδες πρόσωπο το οποίο φαίνεται να αναδεικνύεται σε κομβικής σημασίας φιγούρα της υπόθεσης: Πρόκειται για τον Τζόσεφ Μίφσουντ, καθηγητή από τη Μάλτα ο οποίος δεν κατονομάζεται στo κατηγορητήριο σε βάρος του Παπαδόπουλου, αλλά θεωρείται πως ήταν ένας σημαντικός ενδιάμεσος στις επαφές μεταξύ του Παπαδόπουλου και Ρώσων αξιωματούχων.
Ένα ερώτημα με το οποίο είναι αντιμέτωπος ο Παπαδόπουλος είναι εάν και τι είπε σε στελέχη της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ σχετικά με τον Μίφσουντ, τον οποίο είχε γνωρίσει τον Μάρτιο του 2016, όταν ο δεύτερος έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τον πρώτο μετά από συνάντησή τους στη Ρώμη.
Οι εισαγγελείς έχουν υποστηρίξει πως ένας άνδρας- ο οποίος πλέον είναι γνωστό πως ήταν ο Μίφσουντ- είπε στον Παπαδόπουλο ότι το Κρεμλίνο είχε «λάσπη» για τη Χίλαρι Κλίντον και πως είχε στην κατοχή του κρυφά «χιλιάδες email» που είχαν αποκτηθεί από το Δημοκρατικό κόμμα μέσω hacking.
Δύο εβδομάδες αφού έμαθε για το χακάρισμα, τον Μάιο του 2016, ο Παπαδόπουλος παρέστη σε συνάντηση με τον Τραμπ και άλλα στελέχη στην Ουάσινγκτον. Το ερώτημα είναι εάν είπε κάτι για το μήνυμα του Μίφσουντ- και, αν ναι, τι έκαναν εκείνοι για αυτό.
Εν μέσω όλων αυτών, η σχέση της Μαντζιάντε με τον Μίφσουντ «χάνεται»: Η ίδια, καταγόμενη από την Καζέρτα, κοντά στη Νάπολη, επιμένει πως ποτέ δεν έπαιξε κάποιον ρόλο στις σκιώδεις δραστηριότητες του Μίφσουντ- ωστόσο παραδέχτηκε στον Guardian πως πιθανώς να παρασύρθηκε άθελά της σε «παιχνίδι» των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Αρκετά πριν συναντηθούν ο Μίφσουντ και ο Παπαδόπουλος, η Μαντζιάντε είχε γνωρίσει τον μυστηριώδη καθηγητή ενώ δούλευε στις Βρυξέλλες, στο Ευρωκοινοβούλιο, ως δικηγόρος ειδικευόμενη σε υποθέσεις απαγωγής παιδιών. Τους σύστησε το 2012 ο Τζιάνι Πιτέλα, ο οποίος το 2014 έγινε πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και είναι πρόεδρος της Προοδευτικής Συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. «Πάντα έβλεπα τον Μίφσουντ με τον Πιτέλα» λέει η ίδια (κάτι που δεν σχολίασε ο ίδιος ο Πιτέλα).
Η Μαντζιάντε έχει εργαστεί για δύο υψηλόβαθμα στελέχη του Ευρωκοινοβουλίου, τη Μαϊρέντ ΜακΓΚίνες, αντιπρόεδρο, και την Ιταλίδα προκάτοχό της, Ρομπέρτα Αντζελίλι. Επίσης έχει δουλέψει στο προεδρικό γραφείο του Μάρτιν Σουλτς, πρώην προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου και πλέον ηγέτη των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών.
Κάποια στιγμή ο Πιτέλα της πρότεινε να δουλέψει για τον Μίφσουντ στο Λονδίνο. Ο καθηγητής της πρόσφερε δουλειά το 2016 στο London Centre of International Law Practice. Η ίδια θεωρεί πως «στρατολογήθηκε» εξαιτίας των επαφών της στις Βρυξέλλες.
Ωστόσο, αν και η δουλειά αυτή φαινόταν καλή επιλογή καριέρας, τελικά απογοητεύτηκε, καθώς τα πράγματα φαίνονταν «πολύ πρόχειρα»: Έφερναν τα δικά τους laptop, το μέρος ήταν «πολύ ακατάστατο», λέει η ίδια. «Προέκυπτε η εντύπωση πως υπήρχε κάτι παράξενο».
Η Μαντζιάντε πιστεύει πλέον ότι η διπλωματική δραστηριότητα του Μίφσουντ ήταν βιτρίνα. «Ποτέ δεν συνάντησα Ρώσους εκεί...αλλά το κέντρο αυτό σίγουρα δεν ήταν αυτό που υποτίθεται πως ήταν». Περιγράφει τον Μίφσουντ ως «αρκετά έξυπνο». Της μιλούσε σε άπταιστα ιταλικά, είχε καλή αίσθηση του χιούμορ και καυχιόταν για τις πολιτικές του διασυνδέσεις ανά τον κόσμο. Ωστόσο, υπήρχαν και άλλα. «Είναι ύπουλος, κάποιος που δεν μπορείς να “διαβάσεις”. Ήταν ασαφής για τα πάντα. Δεν απαντούσε ευθέως σε ερωτήσεις. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω τι βρισκόταν από πίσω».
Περίπου την ίδια περίοδο που άρχισε να δουλεύει εκεί, τον Σεπτέμβριο του 2016, η Μαντζιάντε έλαβε μήνυμα στο LinkedIn από τον Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε επίσης δουλέψει εκεί πριν αρχίσει να εργάζεται στην προεκλογική καμπάνια του Τραμπ. «Μου είπε “βλέπω ότι δουλεύεις στο κέντρο”. Μου είπε ότι του είχε αρέσει η εικόνα μου» ανέφερε η Μαντζιάντε. Η συζήτηση ήταν «πολύ casual». Μια προσπάθεια συνάντησης δεν ευόδωσε. Η ίδια λέει πως ποτέ δεν μίλησε στον Μίφσουντ για τον Παπαδόπουλο, ούτε και στις κουβέντες τους μίλησαν για τη Ρωσία.
Στο μεταξύ, η Μαντζιάντε ήταν δυσαρεστημένη από τη δουλειά της στο Λονδίνο, καθώς φαινόταν «ψεύτικη», «τεχνητή», και ο Μίφσουντ φαινόταν να ενδιαφέρεται μόνο για τη διοργάνωση πολιτικών συναντήσεων. Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου του 2016 έστειλε ένα οργισμένο μήνυμα στον Μίφσουντ, όπου του έλεγε ότι την ξεγέλασε ώστε να εργαστεί τζάμπα- πλήρωνε το νοίκι της από τις οικονομίες της. Ο ίδιος απάντησε στις 29 Οκτωβρίου από τη διεύθυνση email του στο Πανεπιστήμιο του Στέρλινγκ, γράφοντας στα ιταλικά. «Ελπίζω να είσαι καλά...ήμουν στη Μόσχα...τώρα είμαι στο Λονδίνο. Μπορούμε να συναντηθούμε; Θα είμαι εδώ μέχρι το βράδυ της Τρίτης».
Δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Η Μαντζιάντε παραιτήθηκε τρεις μήνες αφού είχε αρχίσει να δουλεύει εκεί, τον Νοέμβριο του 2016. Όπως λέει, ένας συνάδελφος του Μίφσουντ της είχε υποσχεθεί μισθό 2.500 λιρών τον μήνα, αλλά δεν της έδωσε τίποτα. Το εταιρικό της iPhone σταμάτησε να δουλεύει.
Μιλώντας στη Daily Telegraph, ο Μίφσουντ έχει δηλώσει πως δεν έχει σχέσεις με το Κρεμλίνο και αρνείται πως έχει κάνει κάτι επιλήψιμο. «Η συνείδησή μου είναι καθαρή» είπε σχετικά- ωστόσο υπάρχουν φωτογραφίες του να συναντάται με Ρώσους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων ο πρέσβης της Μόσχας στη Μ. Βρετανία, Αλεξάντερ Γιακοβένκο.
Στο μεταξύ, η Μαντζιάντε σύναψε σχέση με τον Παπαδόπουλο. Μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες να βρεθούν στο Λονδίνο, συναντήθηκαν τον Μάρτιο του 2017 στη Νέα Υόρκη, άρχισαν να βγαίνουν και ερωτεύτηκαν, όπως λέει η ίδια. Σε εκείνη τη φάση, ωστόσο, το FBI είχε ανακρίνει τον Παπαδόπουλο για την υπόθεση- και είχε πει ψέματα για τις συναντήσεις του με τον Μίφσουντ. Μετά τον Ιανουάριο του 2017, διέγραψε τον λογαριασμό του στο Facebook και άλλαξε τον αριθμό κινητού του. Μετά τα πράγματα βγήκαν στη δημοσιότητα: Λίγο αργότερα από την απαγγελία κατηγοριών σε βάρος του Παπαδόπουλου και την ομολογία του ο Μίφσουντ εξαφανίστηκε. Δεν έχει εμφανιστεί στο πανεπιστήμιο στην Ιταλία όπου ήταν επισκέπτης ακαδημαϊκός, ενώ τα κέντρα στο Λονδίνο έχουν κλείσει.
Την ημέρα που ο Παπαδόπουλος δήλωσε ένοχος, η Μαντζιάντε ήταν στο οικογενειακό σπίτι του φίλου της στο Σικάγο, όταν την πόρτα χτύπησαν πράκτορες του FBI και της παρέδωσαν κλήτευση. Δεν προσέλαβε δικηγόρο και πήγε μόνη της στα κεντρικά του FBI στο Σικάγο, όπου και ανακρίθηκε. Μεταξύ άλλων (που δεν αποκάλυψε στον Guardian) τη ρώτησαν αν αγαπά τον Παπαδόπουλο. Όταν απάντησε «ναι», σχολίασαν «είναι τυχερός».
Η ίδια έχει δώσει τηλεοπτικές συνεντεύξεις όπου τον υπερασπίζεται, ενώ ο ίδιος έχει επιστρέψει στο Σικάγο με εγγύηση. Κάποιοι την έχουν κατηγορήσει ότι «ακούγεται» σαν Ρωσίδα, κάτι που η ίδια θεωρεί γελοίο: Όπως τονίζει, είχε πάει στη Ρωσία μόνο μια φορά, για μια συνδιάσκεψη στην Αγία Πετρούπολη, και ποτέ στη Μόσχα.
Όσον αφορά στον ρόλο του Παπαδόπουλου, τον οποίο ο Τραμπ πρόσφατα απαξίωσε ως «παιδί για τους καφέδες», λέει πως «είχε εμπλακεί στο ανώτατο επίπεδο. Έγραφε ομιλίες για τον Τραμπ. Οργάνωσε τη συνάντησή του με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Άμπντελ Φάταχ αλ Σίσι».