Μέρος πρώτο.
Open Image Modal
Ο Ροβήρος Μανθούλης στην Υεμένη

Δύο λόγια για τον κινηματογράφο επ’ ευκαιρία της επανέκδοσης του βιβλίου μου από το Φεστιβάλ Ολυμπίας, ένα πρωτοπόρο φεστιβάλ με σημαντική παρουσία στον χώρο της παιδείας της νέας γενειάς σχετικά με την 7η Τέχνη. Όλοι γνωρίζουν ότι ο κινηματογράφος ξεκίνησε σαν λαϊκό θέαμα και προστέθηκε στις άλλες 6 διακεκριμένες τέχνες όταν ανακαλύφτηκαν οι δημιουργικές τους αξίες στον πολιτιστικό χώρο. Και μάλιστα χρησιμοποιώντας τις άλλες 6 τέχνες, την ποίηση, τον χορό, την μουσική, την ζωγραφική, την γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Αυτή η τελευταία και ο κινηματογράφος αναγνωρίζονται πιο δύσκολα – σαν Τέχνες - γιατί έχουν μεγαλύτερη και συχνότερη παρουσία στην καθημερινότητα. Είναι παράλληλα. Είναι το «ημερήσιο ψωμί». 

Η αξιολόγησή τους είναι εύκολη. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον αριθμό της ομάδας των συνεργατών στην σκηνοθεσία, ο σκηνοθέτης είναι ο γεννήτορας και ο οδηγός του έργου είτε αυτό σταθεί όρθιο στην έξοδό του είτε γκρεμιστεί. Και το έργο θα αγαπηθεί ή όχι γιατί χρειάζεται όλο και πιο ευρύτερο κοινό. Και το κοινό αναζητά την μαγεία της τέχνης. Για την μαγεία του κινηματογράφου ευθύνεται πάλι ο σκηνοθέτης. Ο Μπέργκμαν..., ο Αντονιόνι..., ο Γκοντάρ.... Η 7η τέχνη έχει αποκαλυφθεί σχετικά πρόσφατα και μάλλον την εποχή της μαρξιστικής ερμηνείας της τέχνης όταν ο Αϊζενστάιν μελετούσε τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Όπου η γλώσσα γεννιέται από συγκρούσεις καθημερινών συμβόλων. Όπως συχνά στην Φύση και συχνότερα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Σε μια από αυτές τις συγκρούσεις ανακαλύφθηκε άλλωστε η ευθεία γραμμή, όπως είχαμε πει άλλοτε. Αυτές οι συγκρούσεις μελών του κινηματογραφικού έργου είναι που ονομάστηκαν μοντάζ. 

Σ’ ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, που είναι αποδεσμευμένο από τα υλικά που το δημιούργησαν δεν γεννιούνται αμφιβολίες ούτε απορίες για το τί άφησε πίσω του. Για έναν ναό όπως ο Παρθενώνας, για παράδειγμα, που είναι γεμάτος κολώνες. Κολόνες του αποτελούνται από κομμάτια μάρμαρο. Αλλά δεν βλέπουμε κομμάτια. Βλέπουμε κολόνες. Είναι μέρος της μαγείας της τέχνης. Όταν το έργο μας είναι τέλειο και δεν αφήνουμε πίσω μας τις «ραφές». Αν δούμε τις ραφές, που ξεχάστηκαν, η μαγεία έχει πάει περίπατο. Αυτά συμβαίνουν φυσικά και στον κινηματογράφο. Ο οποίος είναι φτιαγμένος από εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες «κομμάτια». Στο μοντάζ τους κρίνεται η τέχνη, η ποιότητα, η μοναδικότητα της ταινίας. Όταν το μοντάζ έχει «ραφές» η ταινία γίνεται «ύποπτη. Σκέτο κατασκεύασμα. 

Σ΄αυτήν την διαδικασία τελικά ανακαλύπτουμε την ταυτότητα του σκηνοθέτη. Από την ποίηση που οδηγεί το έργο μας. Ο σκηνοθέτης τελικά είναι πιο κοντά στον ποιητή από τις άλλες τέχνες. Κάθε εικόνα του θα είναι ένας στίχος. Θα μου πείτε ότι ο κινηματογράφος είναι θέαμα. Θέαμα είναι και ο Παρθενώνας! Και μάλιστα στη ταινία που γυρίσαμε με τον αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη, τότε Διευθυντή της Ακρόπολης και την παρέα μου, τον Ηρακλή Παπαδάκη και τον Φώτη Μεσθεναίο. Υπάρχουν τουρίστες, - Αμερικανοί συνήθως - που ψάχνουν να δουν πώς έγινε το έργο και χάνουν τη μαγεία που θα απολαύσουν οι υπόλοιποι και αμίλητοι θεατές. 

Είναι κοινή συνείδηση ότι η κάθε καλλιτεχνική δημιουργία – και το φιλμ περισσότερο απ΄όλες, -. περιμένει ν΄ ανακαλυφθεί. Να αποκαλύψει τη μαγεία της, αν θέλετε. Αλλά, για να επικοινωνήσει, η κινηματογραφική τέχνη χρειάζεται την συναίνεση του θεατή. Όπως γίνεται και στον έρωτα. Τότε μόνο η μαγεία περνάει, σαν υποδόρια ένεση, στο θυμικό του θεατή. Εξού και η ανάγκη εισαγωγής του κινηματογράφου σαν μάθημα στα λύκεια. 

Τελικά και η μαγεία δεν επιτρέπει στην ταινία να φορτώνεται με σκηνοθετικά πυροτεχνήματα, που δεν πηγάζουν αρκετά από το θέμα γιατί θα είναι σαν ο εξυπνάκιας σκηνοθέτης να κλείνει το μάτι στον θεατή. Ο θεατής γίνεται καχύποπτος. Και χάνεται η μαγεία. Όπως όταν φαίνονται οι ραφές. Άρα ο σκηνοθέτης πρέπει να παραμένει «αθέατος». Σαν η ταινία να γυρίστηκε μόνη της. Αυτό που βλέπουμε να είναι ή να ήταν αυτό που πράγματι είναι ή υπήρξε. Και τούτο βέβαια ισχύει ιδιαίτερα για το ντοκιμαντέρ. Γιατί αν η μαγεία στη φιξιόν στηρίζεται σε στοιχεία που είναι και απρόβλεπτα, για τον θεατή, το υλικό του ντοκιμαντέρ είναι γεγονότα, λίγο ως πολύ προφανώς προβλέψιμα. Γι΄αυτό μας δυσκολεύουν να μεταχειριστούμε το ντοκιμαντέρ, σκηνοθετικά, σαν φιξιόν. Κανονικά, αν εξαιρέσουμε την απουσία ηθοποιών, η μόνη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά είδη είναι ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να δημιουργήσεις μαγεία στο ντοκιμαντέρ από τη φιξιόν. Όπως είναι το ίδιο δύσκολο να φτιάξεις έναν ναό. Ο Παρθενώνας είναι ένα μαγικό ντοκιμαντέρ από μόνος του, δεν είναι; 

Η μόνη λύση είναι το μοντάζ. Ωστε η φιξιόν να μοιάζει ντοκιμαντέρ και το ντοκιμαντέρ φιξιόν! Αυτό που καταγράφεται πάντως είναι ότι καθώς θα περιερχόμαστε την ανθρωπότητα, οι εμπειρίες μας θα είναι, θα πρέπει να είναι, αποκαλυπτικές για τα εντόσθια του κόσμου που μας περιβάλλει ή αποκαλυπτικές για τα δικά μας τα εντόσθια. Ή και για τα δύο.

Αλλά θα είναι σκηνές γεμάτες αφοπλιστική αθωότητα, έτσι που ο θεατής να νομίζει ότι αυτός τις ανακάλυψε. 

Ενα από τα ποιητικότερα μέρη μιας κινηματογραφικής εικόνας είναι το γκρο-πλάνο.Ένα ντοκιματέρ που είναι ολόκληρο ένα γκρο πλάνο δεν σημαίνει ότι δεν είναι κινηματογράφος. Δεν είναι φωτογραφία. Σε σκηνές έντασης Η κίνηση είναι εσωτερική και το πρόσωπο την αποκαλύπτει. Είχαμε στην ΕΡΤ παλαιότερα ένα πρόγραμμα με εκπληκτικά θέματα «ΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ». Που σήμερα βρίσκονται, ακόμα, στα αρχεία της ΕΡΤ! Γκρο-πλάνα όπως αυτός ο αντάρτης στην Κατοχή που είδε τον Γερμανό λοχαγό να σκοτώνει ολόκληρο το Δίστομο και να μας αφηγείται, σε γκρο πλάνο, πώς βρέθηκε μαζί του στις Φυλακές Αβέρωφ, να τον βλέπει να βγαίνει ελεύθερος από τη φυλακή. Και πώς τον σκοτώνει στην έξοδο.

 

Ροβήρου Μανθούλη: Σκιές πάνω στον άσπρο τοίχο. (Εκδ. Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας )

 

Open Image Modal
.