Σουηδία: Τι πάει στραβά και οι άνθρωποι πεθαίνουν στα γηροκομεία

Η «ψυχρή» τακτική της χώρας έχει οδηγήσει στον θάνατο χιλιάδων ηλικιωμένων.
Open Image Modal
JONATHAN NACKSTRAND via Getty Images

Περισσότερα από τα μισά ηλικιωμένα θύματα της νόσου Covid-19 στη Σουηδία έχουν πεθάνει σε γηροκομεία. Ορισμένοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης πιστεύουν ότι η θεσμική απροθυμία των νοσοκομείων να δεχθούν ασθενείς έχει κοστίσει πολλές από αυτές τις ζωές.

Οι περισσότεροι από τους 3.698 ανθρώπους που έχουν πεθάνει από κορονοϊό στη Σουηδία μέχρι τώρα είναι πάνω από 70 ετών, παρά τον ισχυρισμό της χώρας ότι η προστασία των ομάδων υψηλού κινδύνου ήταν η κορυφαία προτεραιότητά της.

Η Σουηδία, με 10 εκατομμύρια κατοίκους, σε αντίθεση με την πλειονότητα της Ευρώπης, δεν προχώρησε σε εκτεταμένο lockdown.

«Δεν καταφέραμε να προστατεύσουμε τους πιο ευάλωτους ανθρώπους, τους πιο ηλικιωμένους, παρά τις καλύτερες προθέσεις μας», παραδέχτηκε ο πρωθυπουργός Στέφαν Λεβέν την περασμένη εβδομάδα.

Η Σουηδία απαγόρευσε τις επισκέψεις σε οίκους ευγηρίας στις 31 Μαρτίου. Ομως, όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συγγενείς, υπάλληλοι και μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν εκφράσει επανειλημμένα τις ανησυχίες τους ότι ο προστατευτικός εξοπλισμός έφτασε πολύ αργά και ότι κάποια από τα άτομα του προσωπικού μπορεί να εργάζονταν κανονικά στην αρχή της κρίσης παρά το γεγονός ότι είχαν εμφανίσει συμπτώματα του κορονοϊού.

Open Image Modal
Maskot via Getty Images

Τώρα, ένας αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων βγαίνουν επίσης μπροστά, ασκώντας κριτική στις περιφερειακές αρχές υγειονομικής περίθαλψης για τα πρωτόκολλα, τα οποία - όπως λένε - αποθαρρύνουν τους εργαζόμενους στα γηροκομεία να στέλνουν τους φιλοξενούμενους ασθενείς στο νοσοκομείο και εμποδίζουν το νοσηλευτικό προσωπικό να χορηγεί οξυγόνο χωρίς έγκριση γιατρού.

«Μας είπαν ότι δεν πρέπει να στείλουμε κανέναν στο νοσοκομείο, ακόμα κι αν είναι 65 ετών και έχει πολλά χρόνια ζωής μπροστά του» αποκαλύπτει η Λατίφα Λόφενμπεργκ, νοσοκόμα που εργάστηκε στην αρχή της πανδημίας σε αρκετές μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων στο Γκέφλε, βόρεια της Στοκχόλμης, 

«Κάποιοι μπορεί να έχουν πολλά χρόνια για να ζήσουν με τους αγαπημένους τους, αλλά δεν έχουν την ευκαιρία ... γιατί δεν φτάνουν ποτέ στο νοσοκομείο» λέει. «Ασφυκτιούν μέχρι θανάτου. Και είναι πολύ δύσκολο να στέκεσαι δίπλα τους και να το παρακολουθείς».

Η Λόφενμπεργκ εργάζεται τώρα σε ένα θάλαμο νοσηλείας ασθενών με κορονοϊό σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της σουηδικής πρωτεύουσας, όπου λέει ότι τα δημογραφικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι ηλικιωμένοι κρατούνται μακριά από τα νοσηλευτικά ιδρύματα. «Δεν έχουμε πολλούς ηλικιωμένους. Οι περισσότεροι είναι νέοι που γεννήθηκαν στις δεκαετίες του ’90, του ’80 και του ’70».

Ενας παραϊατρικός εργάτης στη Στοκχόλμη, ο οποίος ήθελε να παραμείνει ανώνυμος, είπε στο BBC ότι δεν είχε ούτε μία κλήση για κορονοϊό σε οίκο φροντίδας ηλικιωμένων, παρά το γεγονός ότι δούλεψε πολλές υπερωρίες κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Ο Μίκαελ Φιάλιντ, ιδιωτικός σύμβουλος αναισθητικών και εντατικής θεραπείας, πιστεύει ότι «πολλές ζωές» θα μπορούσαν να σωθούν αν περισσότεροι ασθενείς είχαν πρόσβαση σε νοσοκομειακή περίθαλψη ή εάν οι εργαζόμενοι στα γηροκομεία είχαν αυξημένες ευθύνες για τη διαχείριση του οξυγόνου, αντί να περιμένουμε ειδικές ομάδες ανταπόκρισης Covid-19.

Οι αποφάσεις σχετικά με το προσωπικό και τους πόρους της υγειονομικής περίθαλψης λαμβάνονται σε περιφερειακό επίπεδο στη Σουηδία, παρόλο που οι εθνικές κατευθυντήριες γραμμές υποδηλώνουν ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς, είτε σε κρατικά είτε ιδιωτικά κέντρα φροντίδας, δεν πρέπει να μεταφέρονται αυτόματα στο νοσοκομείο για θεραπεία.

Ο Δρ Τόμας Λίντεν, Διευθύνων Σύμβουλος του Εθνικού Συμβουλίου Υγείας και Πρόνοιας, λέει ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να «σταθμίσουν επαγγελματικά τα πιθανά οφέλη» έναντι των παραγόντων κινδύνου, όπως η μόλυνση από τον ιό στο νοσοκομείο και το «κόστος» μεταφοράς ασθενών, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας αποπροσανατολισμού και δυσφορίας.

Οσον αφορά την παροχή ανακουφιστικής φροντίδας, δεν είναι υποχρεωτικό να παρέχεται στους ασθενείς οξυγόνο και ο Δρ Λίντεν παραδέχεται ότι «οι απόψεις σχετικά με την αξία του οξυγόνου διαφέρουν μεταξύ ειδικοτήτων και περιοχών».

Ο Κρίστοφερ Μπέρνσκολντ, εκπρόσωπος της γηριατρικής περίθαλψης για την περιοχή της Στοκχόλμης, επιμένει ότι υπάρχουν αρκετοί πόροι για να διασφαλιστεί ότι οι ασθενείς στην πρωτεύουσα θα λάβουν οξεία ή ανακουφιστική περίθαλψη, με έμφαση στις «εξειδικευμένες μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων».

Παραπέμπει, μάλιστα, σε ένα νέο, αχρησιμοποίητο, στρατιωτικό νοσοκομείο στη νότια Στοκχόλμη ως απόδειξη ότι οι ηλικιωμένοι δεν στερούνται τη θεραπεία λόγω έλλειψης νοσοκομειακών κλινών.

Αλλά λέει ότι μπορεί να είναι ένα «ηθικό δίλημμα» αν θα τους χορηγηθεί οξυγόνο ή θα μεταφερθούν στο νοσοκομείο.

Οι επικριτές λένε πως αυτό το αναξιοποίητο νοσοκομείο αποτελεί απόδειξη ότι αξιωματούχοι στην πρωτεύουσα είναι σκεπτικοί σχετικά με τη νοσηλεία των ηλικιωμένων, επειδή φοβούνται ότι θα υπερβούν τους πόρους, που θα χρειαστούν για να αντιμετωπίσουν μια μελλοντική αύξηση των κρουσμάτων.

(με πληροφορίες από BBC)