Σωτήρης Πατατζής, 25 χρόνια μετά

Η Εντολή του Κοριτσιού ή Δοκίμιον περί Ελευθερίας
Open Image Modal
Ο Σωτήρης Πατατζής
Biblionet.gr

Η Θέλησή μας να θυμόμαστε είναι η θέλησή μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο... έγραψε η Αμερικανίδα πανεπιστημιακός Τζόαν Νεστλ. Η θέληση μας να συνδέουμε την λογοτεχνία με τη μνήμη είναι η θέληση μας να μην παραδώσουμε την ποίηση, το ποιείν του ανθρώπου, σε έναν αντιποιητικό κόσμο ρομποτοποιημένων καταναλωτών. Καταναλωτών είτε σικέ «προϊόντων» είτε  της ίδιας τους της ανευθυνότητας. Με άλλα λόγια είναι η θέληση μας να αντισταθούμε στον ίδιον τον σκληρό πυρήνα της κρίσης, που μπορεί να μεταμφιέζεται (ακόμη και ως ποίηση, όταν η τελευταία δρα ως απώτατη αποενοχοποίηση) μα μπορεί και να επιβιώνει. Είκοσιπέντε χρόνια από τον θάνατο του Σωτήρη Πατατζή το καλοκαίρι του 1991, και η Μνήμη του παραμένει «το πιο κρυφό μυστικό» της ελληνικής λογοτεχνίας.

«Υπάρχουν εξηγήσεις γι′ αυτή την ελληνική σιωπή που περιβάλλει τον Σωτήρη. Και τον κάθε Έλληνα με τον χαρακτήρα του Σωτήρη» όπως έγραψε στην Ελευθεροτυπία πέντε χρόνια πριν ο Αλέξης Ζήρας…«Από τον Σωτήρη έμαθα το νόημα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης, της Ειλικρίνειας και της Αξιοπρέπειας… μας έμαθε ακόμη να υπερασπίζουμε με επιχειρήματα και όχι με τη βία, τις αμετακίνητες ιδέες μας. Και με τον ίδιο τρόπο να καταγγέλλουμε τα πρόσωπα και τις «σφραγίδες» που εκμεταλλεύονται κι ευτελίζουν αυτές τις ιδέες.»

Η ασυμβίβαστη κριτική ενός πρώην ρομαντικού ΕΠΟΝίτη προς όλες της πλευρές κι άρα η μη κομματική ή συντεχνιακή ή εκδοτική υιοθέτησή του, καθώς και η
συνειδητή αντιπάθειά του στις δημόσιες σχέσεις που έχουν σε τόσες περιπτώσεις αντικαταστήσει την λογοτεχνική αξία, τον «μετέφεραν» για πάντα σε μια λογοτεχνική όμως κατ’ ουσίαν υπαρξιακή όπως την χαρακτήριζε έρημο, να στέκεται γυμνός απέναντι σε κάθε στρατηγική υποταγής της πολύπλοκης πραγματικότητας στην ισχύ μιας ορθολογικής στο βάθος ουτοπίας (ιδεολογικής ή οικονομικής αδιάφορο) που δρα σαν τον Προκρούστη ή τον Κρέοντα κι ας φορά το ένδυμα της Αντιγόνης.

Αλλά κάθε ρομαντικός «γνωρίζει» ότι «ο άνθρωπος γεννιέται από τη ίδια του την ερημιά» σύμφωνα με τον εμβληματικό στίχο του Βύρωνα. Όταν πρέπει να ορθωθεί με υπαρξιακή αξιοπρέπεια γνωρίζοντας το μεγαλύτερο βάρος απ όλα. Ότι ο βράχος του Σίσυφου είναι ένα κέλυφος «άδειο». Την απογοήτευσή του ο Πατατζής την χρησιμοποιεί για να σταθεί όρθιος, όχι να σκύψει. Πατά έτσι στα δυο πόδια της αξιοπρέπειας και της δράσης δίχως να γυρεύει αφορμές απόσυρσης. «Ξέρετε γιατί γίναμε άνθρωποι; Γιατί μερικοί πρόγονοί μας πάλευαν και είχανε το θάρρος να πεθάνουν, όταν χρειαζότανε. Όσα ζώα δεν ήξεραν να πεθάνουν, έμειναν για πάντα ζώα» γράφει στην εμβληματική (και τόσο πρόχειρα, παρά την προσωπική γοητεία των πρωταγωνιστών της, μεταφερμένη στην τηλεόραση) «Μεθυσμένη Πολιτεία».

Μ’ άλλα λόγια «όσα ζώα δεν ήξεραν να πεθάνουν δεν έζησαν ποτέ». Ο Πατατζής μιλά συνειδητά στην φράση αυτήν, όπως και στο σύνολο της ζωής του, για την απέκδυση, την άρνηση, πολύτιμων πραγμάτων προς όφελος μιας συλλογικής αποταμίευσης που τα δειλά όρια της ατομικής «αποταμίευσης» ριζικά ανατρέπει. Είναι ο ίδιος ήρωας ουσιαστικά που, γνωρίζοντας αταβιστικά σχεδόν πως πρέπει ν’ ακροβατήσεις πάνω στις αντιφάσεις της ζωής για να βρει το πλέριο νόημα της, λέει περιγράφοντας σπαρακτικά την πιο κρυφή γενοκτονία απ’ όλες, αυτήν του σκεπτόμενου απέναντι σε «πιστούς» και απλουστευτικά «φίλαυτους» κάθε είδους: «Τι θα πει “σκέφτομαι”; Γίνομαι δυστυχισμένος, ναι, ναι, αυτό θα πει. Ε, λοιπόν, φανταστείτε τώρα να κάνουμε όλους τους ανθρώπους γύρω μας να σκέφτονται, σ’ έναν κόσμο τόσο γελοίο, τόσο αποκρουστικό! Είναι σα να τους θερίζουμε με πολυβόλο.»

Στην «Μεθυσμένη Πολιτεία» ο γεννημένος στη Μεσσήνη Πατατζής θερίζει με τις λέξεις του -συνειδήσεις, όχι ζωές- βαθύτερα από πολυβόλο και βάζει με το μυθιστόρημα αυτό, όπως και με το «Πένθιμο Εμβατήριο» και την εξαιρετικά αξιόλογη στη γραφή και στη θεματολογία της συλλογή εκτεταμένων διηγημάτων (;) «Χάος», τα θεμέλια του νεοελληνικού μεταπολεμικού αφηγήματος, ισάξια με τον Τσίρκα που παλεύει τους δικούς του ανεμόμυλους από το μετερίζι της διασποράς και παρόμοια με τον επίσης τόσο άφρονα ξεχασμένο Χατζηαργύρη, τον συγκλονιστικό Άρη Αλεξάνδρου με το «άδειο κιβώτιο» και ελάχιστους άλλους. Ακόμη και σήμερα πιστεύω ότι ο «Δόκτορας» του «Χάους» ενέπνευσε τον Σακελλάριο για το Ξύπνα Βασίλη, ενώ το «Θάλασσα της Στάχτης» ή «ο Καπετάν Αητός» παντρεύουν με ευρηματική ευρυμάθεια Μαρξισμό και Φροϋδισμό σε εποχές που πρωτογίνονταν της μόδας στο Παρίσι.

Όπως βάζει και βαθύτερα τα θεμέλια του νεοελληνικού θεάτρου τόσο με τον «Φάουστ» όσο και με το «Επιστροφή στο Μπούχενβαλτ» (υπόμνηση ότι από τον φασισμό δεν φεύγεις μόνο, σε υποδέχεται κιόλας) και με διασκευές σαν τον «Καλό Στρατιώτη Σβέϊκ». Αλλά η θεατρική του κατάθεση κορυφώνεται  ίσως στον «Δον Καμίλο», που είναι μια συγκλονιστικά νέα δημιουργία, πολύ μεστότερη και προσαρμοσμένη πανέξυπνα στα μετεμφυλιακά ελληνικά ήθη, από την αρχική συρραφή επεισοδίων του Ιταλού  Γκουαρέσκι.

Είναι χαρακτηριστικό πόσο ο Πατατζής, την ίδια ώρα που ηθογραφεί με εντιμότητα ό,τι ζούμε, παίζει το σκάκι του φιμωμένου  ταλαντούχου με τους λογοκριτές και ταράζει τα αυτονόητα του μετεμφυλιακού ελληνικού κόσμου ανατρέποντας τα προσδοκώμενα, τα «αυτονόητα» των ρόλων, και μέσα από αυτό διευρύνοντας τα όρια της πρόσληψης και της κοινωνικής συνείδησης. Η γραφή του έτσι συνομιλεί με τη στάση ζωής του και γίνεται από πνευματικό προϊόν «ενέργημα» αμφισβητώντας στο επίπεδο της σημειολογίας κάθε συμπεριφορά και κάθε σημαινόμενο. Στον «Δον Καμίλο» πχ ο Δήμαρχος είναι «καλοσυνάτος μα ξύλινος κουμουνιστής» σε εποχές ηθικής νίκης της αριστεράς και σύγχρονα αυστηρής πολιτικής τής παρανομίας που εξοβελίζει τους δημάρχους της από την εξουσία στην εξορία, (ανατρέποντας έτσι δια της «ποιήσεως» και τα δυο, και την ηθική νίκη και την πραγματική ήττα!), ο παπάς αναρχικός που τα βάζει με τον θεσμό που υπηρετεί και τσιγκλάει διαρκώς τον Θεό που «πιστεύει», υποβάλλοντας την ιδέα ότι ο μόνος Θεός του είναι ο Άνθρωπος ή αλλιώς η Φωνή της Συνείδησης του Ανθρώπου (- «Δον Καμίλο!!»).  Ο καρδινάλιος τέλος μικρός Ρασπούτιν που επιζεί στις πλάτες ενός λαού ηλίθιου (που τον κατάντησαν έτσι οι επιλογές των ηγετών του και τα δικά του λάθη) κι ο λαός ικανός για όλες τις αμαρτίες κι όλες τις αγιότητες του κόσμου. 

Σημαντικότατος κοινωνός του έργου του ο μεστός θεατράνθρωπος Στέφανος Ληναίος ανέλαβε την παιδευτική αποστολή να κατεβάσει τον θεατρικό λόγο του Πατατζή στο «κοινό» ακόμη και διακόπτοντας την ροή της παράστασης και συνομιλώντας με τον κόσμο (είτε θετικό είτε αρνητικό, πάντως κάτι πρωτοποριακό)! κι ήταν ο ίδιος που επιμελήθηκε το μοναδικό έως τώρα αξιόλογο μεταθανάτιο αφιέρωμα στον συγγραφέα στα 10 χρόνια από τον θάνατό του.

Με το διήγημα «Καλή Νεράιδα» του Βυθού ο Πατατζής αναδεικνύεται και στο εξωτερικό κι αρχίζει μια μεταφραστική περιπέτεια των μεγάλων έργων του που τον καθιστά, ακόμη και σήμερα και σε πλήρη αντίθεση με το εσωτερικό, εμβληματική φυσιογνωμία της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε περιοχές όπως η Σκανδιναβία και όχι μόνο.

Όπως ο Μιχάλης Σταφυλάς γράφει περιγράφοντας τον διπλό αποκλεισμό του Πατατζή: «έζησε τα πέτρινα αλλά μεγάλα χρόνια, κυνηγήθηκε κι αυτός όπως όλοι, επικρίθηκε από τους συναγωνιστές του, γιατί προσπαθούσε πάντα να φτάσει στην Αλήθεια πράξεων και γεγονότων και αντιμετωπίστηκε από την Πολιτεία με διώξεις όπως όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης. Αυτά μετουσίωσε σε ζωντανό λόγο και κατόρθωσε να επιβληθεί με την αξία του (…) και το ήθος του(….)».

Περιβάλλον σε δρόμο με σπασμένα γυαλιά και στάση ζωής το να βαδίζει πάνω του με γυμνά πόδια, που φαντάζουν εξαιρετικά μακρινά και ηθελημένα γραφικά για την σημερινή λογοτεχνική σκηνή με τα πολυδιαφημιζόμενα ευπώλητα άρλεκιν που πασπαλίζονται με «φιλοσοφικές πινελιές» ώστε να αποενοχοποιείται η μέση  αναγνώστρια (κυρίως) ως καταναλώτρια «τέχνης», και για τις λογοτεχνικές ενώσεις που κρίνουν την πολιτική διαφθορά όντας οι ίδιες διεφθαρμένες στο εσωτερικό τους.

Στα χρόνια του Πατατζή η έντιμη γραφή είχε κατάληξη το Μακρονήσι. «Πολέμησε για την λευτεριά στα χρόνια της κατοχής, κι αργότερα, όπως ήταν φακελωμένος,  ένοχος δίχως ενοχή» (όπως έγραψε ο Μ. Σταφυλάς, αυτός ο άγρυπνος φρουρός της εκτός των τειχών λογοτεχνίας) σε μια χώρα που γεννούσε ξανά και ξανά μεταπολεμικά με καισαρική τον Κάφκα, αναρωτιόταν μαζί με τον ήρωα του προδομένου ’21 Μακρυγιάννη, (αυτήν την κατά Σεφέρη «βαθιά ψυχή του ελληνισμού», παρά τα ελαττώματά του μόνο και μόνο γιατί το πάθος για έκφραση κι επικοινωνία με τον συνάνθρωπο τον οδήγησε να «μάθει γράμματα» σε βαθύ γήρας): «Μα που ’ναι τη η Λευτεριά;» (η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια, η παίδευση, η αλήθεια)

Κι όμως ούτε η γεύση της πικρίας ούτε της αποτυχίας δεν οδήγησε τον Πατατζή σε μια ρητορική «μαρτυρικού μεγαλοϊδεατισμού». Αντίθετα πήρε τις ζωές των ανθρώπων που παρατηρούσε τρυφερά στις παλάμες και τις απόθεσε στο χαρτί ως μια ποιητική ηθογραφία, μια διακριτική, σιγαλόφωνη καταγραφή- μα σταθερή καταγγελία ενός «μεταβαλλόμενου κόσμου βαρβάρων», τόσο διεφθαρμένου και υποκριτή που το πρώτο που κάνει είναι να σπάει τα δάκτυλα όσων ψηλαφητά προσπαθούν να διαμορφώσουν τη ζωή τους με βάση την εύθραυστη εικόνα μιας άξιας του ανθρώπου ύπαρξης.

«Υπάρχουν νύχτες που διψάς για ουρανό μα παρεμβαίνει το ταβάνι» όπως έγραψε η Χαρά Πρεβεδώρου, περιγράφοντας άθελά της και την απελπισμένη προσπάθεια του Σωτήρη Πατατζή. Ή αλλιώς: «Το κορίτσι τον κοίταξε πολλήν ώρα στα μάτια. Ύστερα τίναξε τα χρυσά της μαλλιά προς τα πίσω και φέρνοντας την παλάμη της μπροστά στο μέτωπο, μουρμούρισε κοιτάζοντας τον ήλιο:- Πρέπει να διώξουμε το θάνατο από τους δρόμους. Κι έφυγε τρέχοντας…»

Λέγεται πως η Φρίντα Κάλο, -αυτό το λυσσασμένο για ζωή ακρόπρωρο που ταξίδεψε ενάντια σε κύματα αδιάκοπου πόνου «χαράσσοντας το πλοίο με το οποίο κάθε άνθρωπος πρέπει να πάει» (Λιντέ Ζαλμπέρ)- ονόμασε τον τελευταίο της πίνακα λίγο πριν τον (μάλλον ηθελημένο) Θάνατό της «Viva La Vida»: «Ζήτω η Ζωή». Έτσι είναι η ζωή η ίδια, απίστευτα «πολλή» κι απίστευτα «λίγη». Σαν τη Ναντούλα στο («Ουίλιαμσικό» Flores para los muertes) Τραγούδι των Σκοτωμένων του Πατατζή που δίνει εντολή «πρέπει να διώξουμε τον θάνατο από τους δρόμους» λίγο πριν μεταφερθεί, νεκρή κι αυτή επάνω στο κάρο της κατοχής, αφήνοντας μια αόρατη χρυσή στάχτη, «υπόμνηση όσων θα μπορούσαμε» με τα χυτά μαλλιά της που χαϊδεύουν παραδομένα πια το οδόστρωμα.

Ο Πατατζής επέλεξε να την ζήσει αυτήν την ζωή ακολουθώντας την εντολή του κοριτσιού, προσπαθώντας να σκαλίσει με τα νύχια το Φως στον αδιάφορο βράχο μιας εξαιρετικά σκληρής εποχής. Ακόμη κι αν τού έσπασαν τα δάχτυλα του στην προσπάθεια, σήμερα που επαναδιαπραγματευόμαστε, και κυρίως αν ίσως «ισχυροί άλλοι» διαπραγματεύονται για μας το Παρελθόν, το Παρόν και το Μέλλον μας, σήμερα που είμαστε όμως επίσης σκλάβοι των δύσκολων ερωτήσεων των άλλων και των εύκολων απαντήσεων των δικών μας και το αντίστροφο, και σ έναν κόσμο που η σκλαβιά μπορεί να ναι τόσο συλλογική όσο και πολύ προσωπική, η ερώτηση αυτού του άκλαυτου κι ακηδεμόνευτου (άκλαυτου γιατί ήταν ακηδεμόνευτος) νεκρού της νεοελληνικής γραφής παραμένει σκληρά επίκαιρη όπως συμβαίνει σε οριακές εποχές που ξεχερσώνουν μία αποκρουστική αλήθεια στη μορφή μιας «αφελούς ερτώτησης»: «Μα που ’ναι τη η Λευτεριά;»     

«Η Θέλησή μας να θυμόμαστε είναι η θέλησή μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο...» έγραψε η Αμερικανίδα πανεπιστημιακός Τζόαν Νεστλ. Είκοσι χρόνια φέτος από τον θάνατο του Σωτήρη Πατατζή αξίζει να τον θυμηθούμε κοιτάζοντας την κοινωνία και τους ταγούς της ευθύβολα στα μάτια και τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να αναρωτηθούμε ξανά και ξανά…

 

Ελένη Καρασαββίδου