Σε τιμητική εκδήλωση που έγινε φέτος το καλοκαίρι στην Αμμουδιά Πρέβεζας τιμήθηκε για την προσφορά του στον τόπο ο Σωκράτης Γεωργούλας, για την ιδιαίτερη μελέτη του Αμμουδιά, Spiaggia, Σπλάντζα. Η Λαογραφία, που θεωρείται τόσο σημαντική για τις Πολιτισμικές Σπουδές που υπηρετώ, δεν έχει δυστυχώς το κομμάτι προβολής και κοινωνικής αποδοχής που της αξίζει. Παρόλα αυτά η προσφορά της είναι πολύσημη και κάθε μιντιακή προβολή της πολύτιμη. Πόσο μάλλον όταν αφορά έναν γέροντα ”δημοδιδάσκλαλο” που πρωτοπόρησε σε δύσκολους χρόνους.
«Ο προορισμός μου δεν είναι πια ένα μέρος, αλλά μάλλον ένας καινούργιος τρόπος να βλέπω τα πράγματα» έγραψε ο Προυστ. Και η λαογραφία, ως ένας γνωστικός τομέας στον οποίον συγκεράζονται αρχαίες αφηγήσεις, βαθιά κρυμμένες στον δήθεν ορθολογισμό, και έθιμα που μπορούν κι επιβιώνουν στις σύγχρονες κοινωνίες γιατί αποτελούν έναν ουσιαστικό μηχανισμό μέσω του οποίου οι κοινότητες επαναεπιβεβαιώνουν την ύπαρξη τους και προωθούν τις αξίες που τους εξασφαλίζουν ένα μίνιμουμ κοινωνικής συνοχής (Radcliff Brown) μπορεί και προσφέρει και πολλά και ουσιαστικά, παρά την σύνδεσή της με το παρελθόν, σε αυτήν την κατεύθυνση μιας όρασης νέας.
Ο Σωκράτης Γεωργούλας, με την σημαντική -και βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών- μελέτη του για την Σπλάντζα, (σημερινή Αμμουδιά Πρεβέζης) τόπο που υπηρέτησε κι αγάπησε βαθιά, τόπο που συνδέθηκε με την οικογένειά του, αναδεικνύει την μακραίωνη ιστορία ενός τόπου κρυφού μα και κρυμμένου, απόμακρου κι όμως σημαντικού.
Εκκινώντας από την ετυμολογία της ονομασίας, και εκθέτοντας πλήθος αρχαίων και σύγχρονων μύθων που κρυπτικά μιλούν για την μακρά ιστορία και την ιδιαίτερη γεωγραφία της περιοχής, αλλά και για τις ανάγκες και τις δυνατότητές της ίδιας και των ανθρώπων της, μας προσφέρει ως δάσκαλος μια ακόμη ‘απόδειξη’ της παιδαγωγικής αξίας -με την φιλοσοφική, την συνδεδεμένη με τον και την πολίτη, έννοια- του λαογραφικού πολιτισμού.
Η Σπλάντζα, άλλωστε, ως τόπος, δεν είναι μόνο συνδεδεμένη με αρχαίους μύθους που ακόμη κι αν ζούμε μακριά ή δεν την επισκεφθήκαμε ποτέ σημάδεψαν όλες και όλους μας, μύθους συνδεδεμένους με τον Αχέροντα, το Νεκρομαντείο, τον όφι-τέρας που δυνάστευε τη γη, την προσπάθεια των ανθρώπων να ελέγξουν -σε τότε ακόμη μέτρα ανθρώπινα- το περιβάλλον, κι άρα να επιβιώσουν δίχως να δολοφονούν τη φύση όπως γίνεται πια- αλλά και με την ‘σύγχρονη’ ιστορία του τόπου μας, αφού η ομώνυμη μάχη σημάδεψε τον αγώνα για απελευθέρωση στα 1822. Αφού στη Σπλάντζα διεξήχθη η συγκλονιστική ομώνυμη μάχη που σημαδεύτηκε από τον τραγικό θάνατο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Η ίδια η μάχη προσφέροντας μερικά εξαιρετικά ιστορικά παραλειπόμενα, όπως την μπέσα και την έλλειψη της, τον αλληλοσεβασμό στην ώρα της μάχης μεταξύ των δυο αρχηγών του Έλληνα Κ. Μαυρομιχάλη και Τουρκαλβανού Μουσταφάμπεη, βγαλμένου λες από τον καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, την παρέμβαση του ‘χαμηλού’, ανώνυμου βοσκού, που έσωσε χιλιάδες, ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η τραγωδία του Κυριακούλη, που συνέδεσε παντοτινά την περιοχή με τη Μάνη, αφού οι Μανιάτες ήταν οι μόνοι που έσπευσαν να βοηθήσουν εκείνη την δυσβάσταχτα δύσκολη ώρα μαζί με τους Σουλιώτες, ο τρόπος που την αντιμετώπισε και ο ίδιος γνωρίζοντας πως πεθαίνει, την τραγωδία και το μεγαλείο, σχολιογραφεί τα ανθρώπινα, ιδίως σε εποχές έντασης, πολύ πέρα από τον χρόνο επιτέλεσης της.
Ο Γεωργούλας δεν κρατά μόνο, ως δάσκαλος, μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ των ιστορικών αναφορών και της αγάπης του για τον τόπο και τους ανθρώπους. Προσφέρει ακόμη (ευρισκόμενος στην παράξενη θέση να πρέπει να την καταγγείλει την ίδια στιγμή εκείνες τις άγριες εποχές) και μια μαρτυρία για μια ιδιαίτερη ντοπιολαλιά την χαμένη γλώσσα, μια νησίδα χαμένης αλλογλωσσίας που εξαφανίσθηκε κάτω από τον βούρδουλα των επιθεωρητών και του κράτους.
Ο ίδιος, συνδυάζοντας (με την αυστηρή κι όμως κρυφίως μελίρρυτη γλώσσα της εποχής, δίχως αχρείαστους πλατιασμούς κι όμως με εμμονή στη λεπτομέρεια όπου χρειάζεται) περιγραφές της φύσης, αναφορές της μυθολογίας, καταγραφές από την ιστορία, και επισημάνσεις δικές του για την ζώσα πραγματικότητα των τότε καιρών, μνεία από μόνη της σημαντική για εκείνη την Ελλάδα, δείχνει να γνωρίζει καλά το βαθύ κοινωνικό, πολιτιστικό και άρα παιδαγωγικό περιεχόμενο μιας μελέτης που είναι πολύσημη και δεν κινείται αποκλειστικά στον χώρο της ιστορίας, ή της λαογραφίας. Αντιθέτως, βαθαίνει την γνώση και την σχέση μας με τον τόπο και τους ανθρώπους με έναν τρόπο σχεδόν ‘απτό’. Άλλωστε, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις δημιουργούν τρόπους πρακτικής σκέψης που προσανατολίζονται στην επικοινωνία, την κατανόηση και τον έλεγχο του κοινωνικού περιβάλλοντος, του πραγματικού και του ιδεώδους» (Jodelet).
Οι άνθρωποι, άλλωστε, αλληλεπιδρούν κοινωνικά με βάση ή σύμφωνα με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις που έχουν για τους τόπους και τα αντικείμενα που τους περιβάλλουν. Η γνώση μετατρέπεται σε εικόνα, στην οποία δίνεται συνοχή και νόημα. Ο Σωκράτης Γεωργούλας δεν αντιγράφει αλλά επεξεργάζεται ενεργά, ερμηνεύει και αναθεωρεί τον μύθο, την ιστορία και την πραγματικότητα. Αυτή η οπτική, βαθιά παιδευτική, βασίζεται στην κοινωνική αλληλεπίδραση και γνώση. Διαπερνά, έτσι, τις γενιές μέσω της γνώσης που μένει πίσω και της ιδιαίτερης κοινωνικοποίησης που εν δυνάμει προσφέρει εάν ανακαλυφθεί, κατά την οποία οι πληροφορίες καταγράφονται, αξιολογούνται, ερμηνεύονται και μετασχηματίζονται. Κι αυτή είναι η μεγάλη προσφορά του.
Σκύβοντας με αγάπη πάνω στη γη της σημερινής Αμμουδιάς Πρεβέζης, προσφέροντας για πάντα μέσω της γραφής ένα περιεχόμενο που αναφέρεται σε λειτουργίες και διαδικασίες γένεσης κοινωνικών συμβάντων και φαινομένων, αφήνει μια παρακαταθήκη σε σχέση με την διεκδικούμενη ιστορία της περιοχής, μα και μια κοινωνική σκέψη σε σχέση με τον μύθο και την λαογραφία που αβίαστα συνεπλέκονται με την καθημερινή ζωή του καιρού του και των ανθρώπων. Εκπονώντας, ταξινομώντας και διαμοιράζοντας μέσα στην ΄’ομάδα’ στοιχεία που μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε έναν πολύπλοκο κόσμο, σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες του καιρού του, συμβάλλει σε ένα κοινωνικό γνωστικό αντικείμενο που δεν έχει αξιολογηθεί ούτε αξιοποιηθεί όπως και όσο του αξίζει. Και μόνο άλλωστε η επιλογή ενός τίτλου που δείχνει την αλληλόδραση των πολιτισμών μέσω των ονοματοδοτήσεων μιλά για το πολιτιστικό εύρος της περιοχής και τον ορίζοντα του συγγραφέα.
Αλλά ο λαογραφικός πολιτισμός, και όλα όσα πολύσημα συνδυάζει, έχει μια ιδιαίτερη δυναμική και μπορεί να αξιοποιηθεί παιδαγωγικά, τομέα που με τόσο μεράκι θήτευσε ως δάσκαλος που άφησε ‘σημάδι’ στον τόπο ο ίδιος, γιατί δύναται να προσφέρει μια βιωματική σχέση με γνωστικά αντικείμενα που μπορεί να θεωρηθούν ‘απόμακρα’ αν τα προσεγγίσεις με ψυχρό ακαδημαϊσμό, και συνδυάζεται μάθηση και ψυχ-αγωγία.
Να προσθέσω, ακόμα, ότι η οικογένεια του Σωκράτη Γεωργούλα άφησε για πάντα ένα κομμάτι της στον τόπο. Και δεν μιλώ μόνο για το πνευματικό/συναισθηματικό κομμάτι που ανέδειξε η μελέτη, και που τόσο επάξια συνεχίζει η κόρη του Χρυσούλα Γεωργούλαμε την γραφή και με την στάση της, αλλά και το ‘βιολογικό’. Αφού στα ριζά του δέντρου στην είσοδο της Εκκλησίας, κάτω από τρία σκεπασμένα από τα βρύα μαρμαράκια, βρίσκεται θαμμένο το ένα του παιδί. Κι όμως, δεν είναι μονάχα ότι αυτό δημιούργησε δεσμούς άρρηκτους με τον τόπο. Είναι και πώς αυτοί οι δεσμοί χρησιμοποιήθηκαν για να προσφέρουν μια μελέτη που δίκαια βραβεύτηκε και δίκαια πρέπει να ξαναανακαλυφθεί και -από κάποιο σχετικό ίδρυμα- να επανεκδοθεί. Με άλλα λόγια, για να μνημονεύσουμε και την μεστή ρήση της L. Horne: «δεν είναι το φορτίο που σε συνθλίβει. Είναι ο τρόπος που το κουβαλάς».