Πέντε χιλιόμετρα έξω από την πόλη, η φυλακή των Τρικάλων ξεπροβάλλει από το πουθενά στο βάθος, γειτνιάζοντας με χωράφια οργωμένα, στην απόλυτη σιωπή ενός βροχερού πρωινού, τέλη Νοέμβρη.
Στην πύλη ο υπάλληλος απόρησε πώς βρεθήκαμε από το Ναύπλιο σε αυτό το μέρος και όταν του είπαμε πώς θα κάνουμε ποιητικό Σεμινάριο-Εργαστήριο στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας ένα μεγάλο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του πατώντας το κουμπί για να εισέλθουμε.
Ο διευθυντής του ΣΔΕ Φάνης Κατσάνος μας υποδέχτηκε θερμά με το προσωπικό του σχολείου. Μόλις οι περίπου 50 μαθητές πήραν τις θέσεις τους απέναντί μας, κανένας πλέον δεν αισθανόταν την ψύχρα εκείνης της Τετάρτης.
Μιλώντας για την ποιητική τέχνη και το ύφος των ποιητών, παρουσιάζοντας Έλληνες ποιητές εθνικής και παγκόσμιας εμβέλειας και γεφυρώνοντας τις δυο πόλεις με ποιητές εξ Αργολίδας και εκ Τρικάλων, ήταν πια πρόσφορο το έδαφος ώστε οι εκπαιδευόμενοι να γίνουν, έστω και για λίγο, ποιητές οι ίδιοι. Είναι αυτό το ξάφνιασμα που κάθε φορά που το βιώνουμε μας διαπερνά το ίδιο συναίσθημα χαράς και ικανοποίησης.
Σταχυολογώντας ανάμεσα στα πιο ιδιαίτερα ποιήματα, δεν γίνεται να μην αναφέρω μια ομάδα επτά Αλγερινών που με τη συνεργασία του Κωνσταντίνου, παρέδωσε στίχους στα γαλλικά, τονίζοντας τις κοινωνικές ανισότητες και τελειώνοντας με την λέξη «Liberté».
O Dogan Y. ξεφόρτωσε πάνω στη λευκή Α4 κόλλα τη διαδρομή του από Τουρκία στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας, σε ένα κείμενο γραμμένο στη γλώσσα του, τα τουρκικά, που δυστυχώς η μνήμη μου δεν το έχει συγκρατήσει, καθώς μου το μετέφραζε στα ελληνικά με δακρυσμένα μάτια.
Ο Χρήστος T. γράφει με θέμα «Φεγγάρι», «το φεγγάρι ψηλά/εγώ εδώ κάτω/κι εσύ αλλού/… όταν το βλέπω/άραγε το βλέπεις και εσύ/και με σκέφτεσαι;», ενώ ο Στέλιος Π. γράφει μεταξύ άλλων «κοιτάζω το φεγγάρι και σκέφτομαι εσένα/και ο ήλιος τόσο όμορφος μου θυμίζει εσένα». Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο Ρομά Παναγιώτης Ι. που ολοκληρώνει το πεντάστιχο ποίημα του, «…κάνω ευχή να μην χάσω ποτέ εσένα, μου λείπεις» και η ορθογραφία του ρήματος «λείπεις» είναι αυτή της «λύπης». Η συναισθηματική φόρτιση διαπερνά έντονα τους στίχους όλων των ποιημάτων καθώς η απουσία των αγαπημένων τους διατρέχει τις σκέψεις τους αδιάκοπα.
Ο Παναγιώτης Α. αποχώρησε τελευταίος, μέχρι να καταφέρει να συγκεντρωθεί και να παραδώσει τους στίχους του με θέμα «Βροχή». «Βρέχει και βρέχομαι από αναμνήσεις/άλλες φορές καλές/ άλλες φορές κακές/κρατάω τις καλές…», γράφει στην πρώτη στροφή. Από την Αλβανία τέσσερις εκπαιδευόμενοι σκέφτονται ότι, «... Τα τριαντάφυλλα ανθίζουνε/τα πουλιά κελαηδάνε/εμείς εδώ μέσα ανυπομονούμε/και περιμένουμε έξω να βγούμε/και την βροχή να απολαύσουμε», λες και η απόλαυση της βροχής είναι μόνο όταν χορεύεις ελεύθερος κάτω από τις σταγόνες της.
Όμως μια έκπληξη μας περίμενε πριν αποχαιρετιστούμε. Ήταν ένας σωφρονιστικός υπάλληλος που μας απήγγειλε δυο ποιήματα του τα οποία δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από εκείνα που διαβάζουμε σε ποιητικές ανθολογίες. Είναι εκεί που δεν το περιμένει κανείς που η ποίηση έχει την πόρτα ανοιχτή, αρκεί να ξέρεις ότι υπάρχει πόρτα και επομένως διέξοδος.
Δεν είχαμε προλάβει να μαζέψουμε το υλικό μας και ήδη η ερώτηση «Πότε θα ξανάρθετε;» μας ξάφνιασε! Απόλυτα λογικό για τον ελεύθερο άνθρωπο όπως και για τον έγκλειστο άνθρωπο να θέλει να βιώσει ξανά κάτι που μέσα του ξύπνησε όμορφα συναισθήματα, προσθέτοντας μια ευχάριστη εμπειρία. Ίσως κάποτε ξαναπάμε και ίσως κάποτε αυτή μας η ανάμνηση επαναληφθεί όπως φέτος…