Στάση αναμονής φαίνεται να διαμορφώνεται στα ελληνοτουρκικά μετά τις πρόσφατες εντάσεις, καθώς το κλίμα παραμένει τεταμένο- σε μεγάλο βαθμό λόγω των συνεχών «εμπρηστικών» δηλώσεων και προκλήσεων από τουρκικής πλευράς, του ζητήματος της συνέχισης της κράτησης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που συνελήφθησαν από Τούρκους στον Έβρο, αλλά και των εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί η διαβεβαίωση του Αμερικανού πρέσβη, Τζέφρι Πάιατ, πως οι ΗΠΑ δεν θα σταματήσουν να ασχολούνται με την υπόθεση των Ελλήνων στρατιωτικών, ενώ παράλληλα προέβη στην εκτίμηση ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν αναταράξεις τους επόμενους δύο μήνες, εν όψει της επανεκλογής Ερντογάν- και όλα αυτά ενώ συνεχίζονται ανελλιπώς οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο.
Παράλληλα, θα μπορούσε να ειπωθεί πως διαμορφώνεται μια εικόνα σταδιακής διάλυσης οποιασδήποτε «αυταπάτης» από πλευράς των Ευρωπαίων όσον αφορά στην πορεία και τις επιλογές της γείτονος: Χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι τοποθετήσεις Ευρωπαίων ηγετών μετά τη σύνοδο με τον Ερντογάν στη Βάρνα, η οποία χαρακτηρίστηκε ως φορτισμένη με μεγάλες εντάσεις, ενώ από πλευράς του ο πρόεδρος του Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, είπε, μιλώντας σε δημοσιογράφους, πως «αν με ρωτάτε εάν επιτεύχθηκαν λύσεις ή συμβιβασμοί- η απάντηση είναι “όχι”», ως προς τη μακρά λίστα των προβληματισμών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σχετικά με αυτό που εκλαμβάνεται ως αύξηση της απολυταρχικής διακυβέρνησης του Ερντογάν (παρόλα αυτά, η ΕΕ δεσμεύτηκε να συνεχίσει τη χρηματοδότηση στο πλαίσιο της συμφωνίας για το προσφυγικό).
Στη σύνοδο τέθηκε και το θέμα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, με πρωτοβουλία του προέδρου της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος εξέφρασε την ελπίδα ότι οι δύο στρατιωτικοί θα γυρίσουν πριν το Πάσχα- με τον Τούρκο πρόεδρο να απαντά ότι είναι θέμα της τουρκικής Δικαιοσύνης, «μπλέκοντάς» το ωστόσο (όπως προκύπτει από συνομιλίες του μετά τη σύνοδο) με το θέμα των Τούρκων αξιωματικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Στο μεταξύ, δεν απουσιάζουν και οι νέες τριβές μεταξύ της Τουρκίας και νέων «στόχων», πιο πρόσφατος εκ των οποίων είναι η Γαλλία: Η γαλλική δέσμευση για παροχή βοήθειας στους Κούρδους- με συνάντηση του Μακρόν με εκπροσώπους των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, όπου πρωτοστατούν οι Κούρδοι, και φημολογίες περί αποστολής Γάλλων στρατιωτών στο Μανμπίζ, όπου στο πλευρό των Κούρδων βρίσκονται ήδη Αμερικανοί στρατιώτες - προκάλεσε την οργή της γείτονος, η οποία αντέδρασε για άλλη μια φορά με τον συνήθη της τρόπο, απειλώντας τη Γαλλία πως, αν συνεργάζεται με «τρομοκράτες», θα καταστεί «στόχος της Τουρκίας». Παράλληλα, το τουρκικό πρακτορείο Anadolu μετέδωσε πως πάνω από 100 Γάλλοι καταδρομείς έχουν παρατηρηθεί σε περιοχές που ελέγχονται από τους Κούρδους μαχητές της πολιτοφυλακής YPG στη βόρεια Συρία.
Die Welt: Η Τουρκία θα εκμεταλλεύεται κάθε ελληνική αδυναμία
Στο μεταξύ, οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας φαίνονται να προσελκύουν το ενδιαφέρον διεθνών ΜΜΕ, που «ανακαλύπτουν» τις τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών, υπό το πρίσμα της κλιμάκωσης εντός των κόλπων του ΝΑΤΟ.
«Οι ούτως ή άλλως δύσκολες σχέσεις των δύο εταίρων του ΝΑΤΟ έχουν φτάσει στο χειρότερο σημείο, από τότε που ο Τούρκος πρόεδρος αναδομεί την Τουρκία σε ένα αυταρχικό κράτος και ασκεί μια επιθετική, επεκτατική εξωτερική πολιτική» τονίζει σε ανάλυσή της η γερμανική εφημερίδα Die Welt, με αναφορές στον εμβολισμό του «Γαύδος», τη σύλληψη των Ελλήνων στρατιωτικών, το ζήτημα των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα και τις τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο γενικότερα.
«Οι δύο ΝΑΤΟϊκές χώρες είναι ό,τι ήταν κάποτε η Γερμανία με τη Γαλλία: προαιώνιοι εχθροί. Η αντιπαλότητα μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων ανάγεται πολλούς αιώνες πίσω» σημειώνεται σχετικά, ενώ υπογραμμίζεται πως εξοπλιστικά, η Ελλάδα και η γείτονας διαθέτουν εντυπωσιακή ισχύ πυρός σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
«Σε περίπτωση πολέμου αυτό το οπλοστάσιο θα μπορούσε σε ελάχιστο χρόνο να επιφέρει μεγάλες καταστροφές. Θα μπορούσε να γίνει ένας τέτοιος πόλεμος, αυτή τη στιγμή βέβαια περισσότερο τυχαία παρά από πρόθεση» εκτιμάται σχετικά, ενώ επισημαίνεται πως οι εκκαθαρίσεις Ερντογάν στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ως αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη η κατάσταση, καθώς «ανίκανοι αξιωματικοί, που έχουν λάβει διαταγή να εφαρμόσουν μια ριψοκίνδυνη συγκρουσιακή πολιτική, μπορεί να τα κάνουν θάλασσα. Αν σφίξουν τα πράγματα, θα κληθούν οι μεγάλες δυνάμεις να αποτρέψουν μια κλιμάκωση. Στο επεισόδιο των Ιμίων το 1996 παρενέβησαν οι ΗΠΑ, για να φέρουν στα συγκαλά τους τις δύο πλευρές. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι η διοίκηση Τραμπ σήμερα θα δρούσε με ανάλογο τρόπο. Η ΕΕ τουλάχιστον φαίνεται να αναγνώρισε τώρα το μέγεθος του προβλήματος» αναφέρεται σχετικά.
Όπως υπογραμμίζεται στην ανάλυση της Die Welt, ως προς το θέμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, «υπάρχει ένας βασικός στρατηγικός στόχος της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν, όπως το διατύπωσε κάποτε ο τότε ΥΠΕΞ Αχμέτ Νταβούτογλου: να ενισχυθεί η δύναμη και επιρροή της Τουρκίας όπου είναι δυνατόν στον κόσμο. Η πολιτική έναντι της ΕΕ έρχεται δεύτερη. Η υποψηφιότητα ενισχύει την Τουρκία – η ίδια η ένταξη με τη στέρηση της κυριαρχίας, όχι απαραίτητα. Σ’ αυτήν την πολιτική της μαξιμαλιστικής αύξησης της δύναμης από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής ανήκει και μια επεκτατική ορμή, με στόχο την επιστροφή στο πολιτικό μεγαλείο του οθωμανικού κράτους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα αλλαγή των συνόρων, αλλά και δεν την αποκλείει, αν υπάρξει δυνατότητα. Η Άγκυρα θα ζυγίζει διαρκώς τους συσχετισμούς δυνάμεων και θα εκμεταλλεύεται κάθε ελληνική αδυναμία».
(με επιπλέον πληροφορίες από Reuters, ΑΠΕ-ΜΠΕ)