Εχω γράψει αρκετές φορές και πει σε ιδιωτικές συζητήσεις ακόμα περισσότερες ότι, ανάμεσα στις καθιερωμένες ή και καταξιωμένες, θεωρώ την Ρίτα Αντωνοπούλου την κορυφαία ερμηνεύτρια της γενεάς της. Πάντα για να πεις κάτι τέτοιο δεν αρκεί μια πολύ καλή φωνή που την διαθέτουν πολλοί/ές αλλά κάτι περισσότερο, κάτι ξεχωριστό. Στην περίπτωση της Ρίτας Αντωνοπούλου το «περισσότερο» αυτό για εμένα είναι ότι, αν και πρόκειται για μιαν αληθινά σπουδαία τραγουδίστρια, δεν προσεγγίζει τα τραγούδια που ερμηνεύει ως τέτοια αλλά σαν...ηθοποιός! Δεν αντιμετωπίζει κάθε τραγούδι – είτε είναι δικό της, εκείνη το ερμήνευσε δηλαδή για πρώτη φορά, είτε διασκευή – σαν τέτοιο αλλά πολύ περισσότερο ως ένα ρόλο τον οποίο οφείλει να μάθει πολύ καλά. Αυτό δεν σημαίνει να τον υποδύεται αλλά κυριολεκτικά να ταυτίζεται μαζί του, να υιοθετεί απολύτως και βιωματικά την περσόνα του αφηγητή του, είτε αυτή είναι γυναίκα είτε – με αξιοθαύμαστο τρόπο μερικές φορές – άντρας. Οταν αυτή η προσέγγιση έρχεται να «κουμπώσει» ιδανικά με την έμφυτη δραματικότητα της ερμηνείας της (και, σε ένα βαθμό, ακόμα και της παρουσίας της πάνω στη σκηνή) το αποτέλεσμα πραγματικά αγγίζει την τελειότητα, τις υπόλοιπες φορές είναι απλά...εξαίρετο!
Το πρόγραμμα που παρουσιάζει στην μουσική σκηνή «Σφίγγα» όλα τα επόμενα Σάββατα μέχρι και τις 7 Δεκεμβρίου έχει τίτλο «2ω και 26λ με το ΧΡΟΝΟ» ο οποίος δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εύγλωττος ως προς το ότι κεντρική ιδέα και περιεχόμενο της παράστασης είναι τραγούδια που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με τον χρόνο. Τραγούδια μιας πολύ μεγάλης – και άκρως ευπρόσδεκτης για το ακροατήριο – ποικιλίας ιδιωμάτων μα και δημιουργών της ελληνικής μουσικής και αντίστοιχα από μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, τουλάχιστον από τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Αν όμως αυτό είναι μόνιμο χαρακτηριστικό των προγραμμάτων της είναι φανερό ότι αυτή τη φορά κατέβαλε συνειδητή προσπάθεια να είναι και διαφορετικό ενορχηστρωτικά και γενικότερα ηχητικά. Το έκανε αναθέτοντας την μουσική επιμέλεια του στον βιρτουόζο της κλασικής κιθάρας Μανόλη Ανδρουλιδάκη ο οποίος βάσισε τις λιτές αλλά καθόλου απλοϊκές ενορχηστρώσεις του στον ήχο των νυκτών οργάνων με πρωταγωνιστή βέβαια το δικό του που συμπληρώνει η ακουστική κιθάρα του Μιχάλη Ατσάλη ενώ και το κοντραμπάσο του θαυμάσιου Σταύρου Καβαλιεράτου όχι μόνο λειτουργεί περισσότερο ως νυκτό – αντί παιγμένο με δοξάρι – αλλά και σαν μελωδικό όργανο, συνδέοντας αλλά και υποστηρίζοντας τις δύο κιθάρες αντί για τον ρυθμικό ρόλο που συνήθως έχει, ειδικά σε τέτοιου είδους σχήματα και προγράμματα.
Ακόμα μεγαλύτερη διαφορά όμως συνιστά η επιλογή των τραγουδιών που έκανε αυτή τη φορά η Ρ. Αντωνοπούλου. Οχι μόνο πολλά από αυτά τα ερμηνεύει για πρώτη φορά σε εμφανίσεις της – κάτι που είναι αξιέπαινο διότι δείχνει ότι όχι μόνο δεν φοβάται να δοκιμάζει συνεχώς νέο για αυτήν ρεπερτόριο αλλά και επιθυμεί να διευρύνει διαρκώς τα όρια της – αλλά και είναι εξαρχής φανερό ότι τα επέλεξε με βασικό κριτήριο, πλην προφανώς να της αρέσουν, το να απαρτίζουν ένα πρόγραμμα διασκέδασης. Σε αυτό εντοπίζω προσωπικά το ένα και μοναδικό πρόβλημα αυτού του κύκλου εμφανίσεων της και δεν οφείλεται φυσικά στην ποιότητα των τραγουδιών, όλα τους είναι αξιολογότατα, αρκετά ακόμα και υπέροχα. Ούτε στο ότι η ίδια δεν διαθέτει, σαν άνθρωπος αλλά και επάνω στη σκηνή, ικανότητα ποσότητα γνήσιου, καλού χιούμορ, συχνά και ιδιαιτέρως αυτοσαρκαστικού αλλά και ουκ ολίγον κέφι. Αντίθετα έχει δείξει και αποδείξει μέχρι τώρα ότι τα έχει και τα δύο και αυτή τη φορά το κάνει ακόμα περισσότερο.
Γιατί λοιπόν η έντονη διασκεδαστική διάσταση είναι πρόβλημα; μπορεί να αναρωτηθείτε εύλογα. Για τον πολύ απλό λόγο ότι μέχρι τώρα η διάσταση αυτή προέκυπτε αβίαστα ενώ αυτή τη φορά αποτελεί αυτοσκοπό, με ορατό μάλιστα σε κάποιες στιγμές ένα μικρό άγχος της για το αν εκπληρώνεται. Ούτε σε αυτό βέβαια υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό και όσο για το «άγχος» είναι μια ακόμα απόδειξη της ευσυνειδησίας, απέναντι στο εκάστοτε ρεπερτόριο της αλλά και στο κοινό, η οποία επίσης την διακρίνει. Το ζήτημα για εμένα εντοπίζεται στο εξής, όταν είπα παραπάνω ότι η Ρ. Αντωνοπούλου προσεγγίζει τα τραγούδια πολύ περισσότερο σαν ηθοποιός παρά ως ερμηνεύτρια εννοούσα σαν δραματική και ουδόλως κωμική τέτοια, στην συντριπτική πλειοψηφία τους άλλωστε οι ηθοποιοί είναι κατά βάση της μίας ή της άλλης κατηγορίας και είναι μετρημένες οι εξαιρέσεις οι οποίες ανήκουν και εντάσσονται εξίσου σε αμφότερες. Για να επιστρέψουμε όμως στην παράσταση αυτό σημαίνει απλούστατα ότι η Ρ. Αντωνοπούλου είναι φτιαγμένη για ψυχαγωγικά προγράμματα, όπως ήταν όλα της μέχρι τώρα, με την διασκέδαση να προκύπτει σε όχι λίγα σημεία αλλά με την ίδια δίχως ούτε καν να την σκέφτεται, πόσο μάλλον να την επιδιώκει.
Αυτή τη φορά λοιπόν επιχείρησε μιαν υπέρβαση την οποία, οφείλω να το υπογραμμίσω, έφερε σε πέρας και με το παραπάνω. Οχι μόνο με τις επιλογές των τραγουδιών και τον άψογο όπως πάντα τρόπο με τον οποίο τα ερμηνεύει αλλά και με τις ενδιάμεσες πρόζες της. Μεγαλύτερες σε διάρκεια από κάθε προηγούμενη φορά, με σωστές και ενδιαφέρουσες απόψεις, κυρίως για τον χρόνο και το πέρασμα του φυσικά αλλά και με προεκτάσεις σε αρκετά άλλα θέματα, εύθυμες και ειπωμένες με τόσο κέφι ώστε το ακροατήριο συχνά ξεσπούσε όχι μόνο σε χειροκρότημα αλλά και σε άφθονο πηγαίο γέλιο. Το ερώτημα όμως είναι αν αυτή η, απολύτως επιτυχημένη επαναλαμβάνω, υπέρβαση, το να πάει κόντρα στην ανθρώπινη και ερμηνευτική προσωπικότητα της, ήταν αναγκαίο να επιχειρηθεί και σε αυτό θα απαντήσω με ειλικρίνεια ότι, κατά την γνώμη μου, όχι, δεν ήταν.
Ως προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού μου θα πω ότι όταν ερμήνευε σταθερά και μόνιμα τμήματα του ρεπερτορίου της που σαφέστατα ανήκουν στην κατηγορία των αποκλειστικά ψυχαγωγικών τραγουδιών ήταν οι στιγμές ακριβώς που η συναυλία απογειωνόταν. Τραγούδια όπως τα «Καραντί» και «Δεν Είμαι Άλλος», αμφότερα βέβαια του Θάνου Μικρούτσικου, σε ποίηση Νίκου Καββαδία το πρώτο και Μάνου Ελευθερίου το δεύτερο, τα οποία γράφτηκαν και ερμηνεύθηκαν για πρώτη φορά από . άντρες, όχι μόνον τα ερμηνεύει υποδειγματικά αλλά και τα διεκδικεί «με το σπαθί της» και τα κατακτά, τα κάνει αληθινά δικά της και ας μην της ανήκει η πρώτη εκτέλεση. Το ίδιο ισχύει και για ένα τουλάχιστον από τα μη ελληνικά τραγούδια (κάτι που, αν δεν απατώμαι, επίσης επιχειρεί για πρώτη φορά) τα οποία ερμηνεύει, την όντως απροσδόκητη επιλογή του ξεχασμένο πλέον «Time After Time» της Cyndi Lauper από την δεκαετία του ’80. Τέλος για το ότι μου έλειψε η «σοβαρότητα» του ηχοχρώματος αλλά και ο χαρακτήρας του πιάνου, οργάνου που είναι παρόν στα προγράμματα της ήδη από το ξεκίνημα της, παιγμένο από τον τότε μέντορα της Θ. Μικρούτσικο και έκτοτε δεν απουσιάζει ποτέ, οφείλω να πω ότι πιθανόν να είναι θέμα μόνο του προσωπικού γούστου μου.
Η Ρίτα Αντωνοπούλου έχει βέβαια διαμορφώσει προ πολλού ένα πιστό, αν όχι φανατικό, κοινό που γέμισε την «Σφίγγα» στην έναρξη του «2ω και 26λ με το ΧΡΟΝΟ». Έπραξε πολύ ορθά και δεν θα αποτρέψω κανέναν και καμία από το να το παρακολουθήσει γιατί είναι όντως διασκεδαστικό και πολύ υψηλού επιπέδου, ποιοτικά, εκτελεστικά και αισθητικά, όπως άλλωστε και κάθε άλλο της. Θα πω μόνον ότι, εξαιτίας των όσων προανέφερα, είναι ένα «κλικ» πιο κάτω ως προς το πόσο πλήρης αισθάνεσαι όταν τελειώνει. Πιο εύκολο για σύγκριση το αληθινά συγκλονιστικό πρόγραμμα της με τον Θοδωρή Οικονόμου που επίσης ξεκίνησε από την «Σφίγγα» πριν ταξιδέψει σε όλη την Ελλάδα και καταλήξει σε δύο θριαμβευτικές συναυλίες στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» και - εκτός από το ότι αξιοποιούσε ευφυέστατα το κλασικό φορμά φωνή – πιάνο - η υλοποίηση του χαρακτηριζόταν από μια σπάνια ευρηματικότητα και πρωτοτυπία. Από την άλλη όμως είναι αδύνατο να είναι όλες οι φορές ίδιες, από πάσης πλευράς...