Για δεύτερη φορά πραγματοποιούνται από τις 23 Μαρτίου μέχρι και τις 3 Απριλίου οι Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ. Στην εφετινή διοργάνωση του ετήσιου αυτού κύκλου της Εναλλακτικής Σκηνής περιλαμβάνονται επτά εκδηλώσεις.
Πιο συγκεκριμένα πρόκειται κατά σειρά για μια βραδιά με πιανιστικά έργα λατρευτικής θεματολογίας, το modal ορατόριο «ΧΟΥ;» για μονωδούς, μικρή βυζαντινή χορωδία, μουσικό σύνολο και περιστρεφόμενο δερβίση του Θύμιου Ατζακά, την χορευτική παράσταση «I Had Enough» πάνω στην ομότιτλη καντάτα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μία συναυλία μπαρόκ έργων του Dissenso Duo (μπαρόκ βιολί και τσέμπαλο/όργανο) από κοινού με τους MMMD με διμελή (βιολοντσέλο και ηλεκτρονικά) και όχι τριμελή όπως τους ξέραμε σύνθεση οι οποίοι θα παρέμβουν στο ακρόαμα με τον πολύ πρωτοποριακό δικό τους ήχο, το έργο «Ο αλησμόνητος κήπος» σε στίχους και κείμενα Βασιλικής Νευροκοπλή και μουσική Κυριάκου Καλαϊτζίδη με την πρώτη να διαβάζει τις πρόζες και τον συνθέτη και δεξιοτέχνη του ούτι να ερμηνεύει τα τραγούδια με την συνοδεία του σχήματος Εν Χορδαίς, το μνημειώδες πιανιστικό έργο του Μπαχ «Η Τέχνη Της Φούγκας» από την σολίστ Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου που είναι εξειδικευμένη όσο ελάχιστοι/ες στην χώρα μας με το ρεπερτόριο του συνθέτη ο οποίος αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κλασικής μουσικής και τέλος το «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», μία προσέγγιση της ερμηνεύτριας και ηθοποιού Φένιας Παπαδόδημα με τη συνοδεία ενός εξαίρετου τετραμελούς συνόλου (σαξόφωνο, τρομπέτα, μπάσο και ντραμς) με jazz καταβολές στο ομότιτλο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο διακεκριμένος πιανίστας Στέφανος Θωμόπουλος που επιμελήθηκε το πρόγραμμα (και επίσης συμμετέχει στην εναρκτήρια συναυλία η οποία είναι αφιερωμένη στο όργανο του) μου μίλησε για το concept των εφετινών Ημερών Λατρευτικής Μουσικής και το πως αυτό οδήγησε στην επιλογή των συγκεκριμένων έργων και συντελεστών και στην συνολική αισθητική της διοργάνωσης.
Λατρευτική μουσική θεωρείτε την θρησκευτική ή όχι απαραίτητα; Το να είναι εκστατική είναι για εσάς αναγκαίο χαρακτηριστικό της ή όχι;
Όχι απαραίτητα και αυτό φαίνεται από το πρόγραμμα που διαλέξαμε το οποίο κατά ένα μεγάλο μέρος δεν είναι θρησκευτικού περιεχομένου με άμεσο τρόπο. Αυτό που μας ενδιέφερε αρχικά ήταν να βρούμε ένα πρόγραμμα στο οποίο η μουσική γίνεται ένα μέσο πρόσβασης προς ένα επίπεδο πιο μεταφυσικό και πνευματικό. Σκέφτομαι τα λόγια του Ξενάκη ο οποίος έλεγε ότι η τέχνη μπορεί να οδηγήσει σε περιοχές που εξακολουθούν να καταλαμβάνονται για κάποιους ανθρώπους από τη θρησκεία. Η λατρευτική μουσική δεν είναι αναγκαία εκστατική αλλά στο εφετινό τουλάχιστον πρόγραμμα θελήσαμε να εξερευνήσουμε αυτή την έκφανση της.
Το βασικό κριτήριο σας για την διαμόρφωση του προγράμματος ήταν η ποικιλία ή κάποιο άλλο;
To βασικό κριτήριο ήταν να δώσουμε με τον πιο εύστοχο τρόπο την εικόνα της λατρευτικής έκστασης που είχαμε στο νου μας. Τα έργα που σκεφτήκαμε ταυτόχρονα με τη γέννηση του θέματος ήταν τα «Οράματα Του Αμήν» του Ολιβιέ Μεσιάν και «Η Τέχνη Της Φούγκας» του Μπαχ. Μετά συνειρμικά ακολούθησαν και οι υπόλοιπες ιδέες, οι δερβίσηδες, η επαναληπτική μινιμαλιστική μουσική κ.λπ.
Υπάρχει μια προτίμηση στον Μπαχ στην εφετινή διοργάνωση δεδομένου ότι τρεις από τις επτά εκδηλώσεις βασίζονται σε έργα του ή είναι απλά συγκυριακό;
Ήταν φυσικό να σκεφτούμε τον Μπαχ. Είναι άμεσα συνδεδεμένος με την λατρευτική μουσική και όχι μόνο λόγω του τεράστιου θρησκευτικού έργου του. Υπήρχε κάτι στην ίδια την δημιουργική μέθοδο του ως συνθέτη που την ανήγαγε σε πραγματική θρησκευτική εμπειρία. Αυτό κατά τη γνώμη μου φαίνεται σε ένα έργο φαινομενικά μη θρησκευτικό όπως το «Η Τέχνη Της Φούγκας» το οποίο όμως όταν το ακούει κανείς σε συναυλία και βιώνει αυτό το ακατάπαυστο και απέραντο πολυφωνικό καλειδοσκόπιο μετατρέπεται σε μία πραγματική εκστατική εμπειρία.
Συμπεριλάβατε το «ΧΟΥ;» κυρίως ως δείγμα βυζαντινής μουσικής ή επειδή αποτελεί επιμειξία δύο διαφορετικών μουσικών και όχι μόνο παραδόσεων;
Αυτό που μας τράβηξε στο «ΧΟΥ;» είναι το ότι ασχολείται με την πρακτική του περιστρεφόμενου δερβίση την οποία είχαμε κατά νου από τη στιγμή που σκεφτήκαμε αυτό το θέμα όπως επίσης είχαμε σκεφτεί τους αναστενάρηδες αλλά και την ινδική και την κινεζική θρησκευτική μουσική που επιδιώκουν την trance μέσω της επανάληψης.
Κάποιοι σίγουρα θα θεωρήσουν πολύ τολμηρή την «Εκστατική Αγαλλίαση». Τι σας ώθησε σε αυτή την ένωση του πλέον αυθεντικού μπαρόκ με μια τόσο σύγχρονη και πρωτοποριακή – και καθόλα ατονική προφανώς – μουσική έκφραση;
Πιστεύω ότι ο ρόλος της Εναλλακτικής Σκηνής είναι να κάνει τέτοιες «τολμηρές προτάσεις». Το πάντρεμα των ιδιωμάτων δεν είναι καινούριο φαινόμενο, κάποια από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της Ιστορίας της τέχνης προέκυψαν από τέτοιες αταίριαστες συναντήσεις και συνευρέσεις.
Και όσον αφορά στο «Piano Trance»; Με ποιο γνώμονα επιλέξατε καταρχήν το ρεπερτόριο και στη συνέχεια τους συντελεστές, πλην φυσικά του εαυτού σας;
Τα «Οράματα Του Αμήν» του Μεσιάν ήταν ένα από τα πρώτα έργα που σκεφτήκαμε. Είναι απολύτως μέσα στο θέμα μας με το θρησκευτικό (θεολογικό) περιεχόμενο και την αναζήτηση της λατρευτικής έκστασης τελολογικού χαρακτήρα. Με τον Πρόδρομο Συμεωνίδη, έναν από τους πιο αξιόλογους Ελληνες πιανίστες, είχαμε παίξει αυτό το έργο ήδη πριν μερικά χρόνια και ούτως ή άλλως ήταν φυσικό για ένα έργο του Μεσιάν να απευθυνθούμε σε εκείνον καθώς είναι βραβευμένος στο διαγωνισμό Μεσιάν και έχει μελετήσει με την Υβόν Λοριό. Σε ό,τι αφορά στο έργο του Τεν Χολτ είχαμε επίσης σκεφτεί να κάνουμε κάτι σε σχέση με τη μινιμαλιστική μουσική βλέποντας της ως μία σύγχρονη δυτική ράγκα. Η πρόταση των Piano For Two (Μπεάτα Πίντσετιτς και Χρήστος Σακελλαρίδης) έτυχε να συμπίπτει απόλυτα με αυτήν την ιδέα.
Τέλος δώστε τον προσωπικό σας σύντομο ορισμό της λατρευτικής μουσικής ανεξαρτήτως ιδιώματος.
Είναι η μουσική που επιτρέπει στον καθένα μας να συνδεθεί με τη δική του προσωπική μεταφυσική αλήθεια, το νόημα της ύπαρξης του. Είναι προσωπική υπόθεση. Για εμένα για παράδειγμα λατρευτική μουσική είναι οι τρεις τελευταίες σονάτες του Μπετόβεν, για έναν άλλο το ρεμπέτικο τραγούδι, για ένα τρίτο η trance εκδοχή της electronica. Το θρησκευτικό περιεχόμενο δεν είναι απαραίτητο.
Ζητήσαμε όμως και από τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ και συν-επιμελητή με τον Στέφανο Θωμόπουλο των Ημερών Λατρευτικής Μουσικής Αλέξανδρο Ευκλείδη να μας μιλήσει για την φιλοσοφία που διαπνέει αυτό τον κύκλο και η οποία προφανώς θα οδηγήσει στην εξέλιξη του τα επόμενα χρόνια.
Ο χρόνος στον οποίο πραγματοποιούνται οι Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής σχετίζεται με το επερχόμενο Πάσχα, με την ισημερία της 21ης Μαρτίου που αποτελεί την ουσιαστική αρχή της άνοιξης ή είναι εντελώς ανεξάρτητος από αμφότερα;
Ο χρόνος συνδέεται με το Πάσχα ωστόσο οι Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής είναι ένα αδογμάτιστο φεστιβάλ. Έχει ως σημείο εκκίνησης την διαχρονική και εξαιρετικά σημαντική σχέση λατρείας και μουσικής η οποία υπερβαίνει συγκεκριμένα ιδεολογικά και αισθητικά πλαίσια.
Θα σκεφτόσαστε να συμπεριλάβετε σε μιαν από τις μελλοντικές διοργανώσεις αμιγώς ελληνική, δηλαδή βυζαντινή φωνητική, λατρευτική μουσική;
Το κάναμε ήδη πέρυσι στις πρώτες Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής. Αλλά και εφέτος δύο τουλάχιστον από τις παραγωγές μας συνδιαλέγονται με την λατρευτική παράδοση της ανατολικής (ορθόδοξης) εκκλησίας.
Και αντίστοιχα, δεδομένου ότι μιλάμε για την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, θα μπορούσατε να συμπεριλάβετε και μία σύγχρονη, διαφορετική προσέγγιση ενός έργου της κλασικής μουσικής με θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως ενός ορατορίου ή ακόμα και μίας όπερας με ανάλογη θεματολογία;
Φυσικά. Ηδη σε ένα βαθμό το κάνουμε εφέτος με τον διάλογο μπαρόκ και ηλεκτρονικής μουσικής. Βεβαίως το φεστιβάλ αυτό είναι αφιερωμένο στη μουσική και όχι σε σκηνικά έργα, επομένως ο οποίος διάλογος με κλασικά θρησκευτικά έργα έχει να κάνει κυρίως με την μουσική επαναδιαπραγμάτευσή τους.