Είναι σήμερα κοινός τόπος ότι ο μακράν πολυτιμότερος παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης μίας χώρας δεν είναι ούτε οι φυσικοί της πόροι ούτε τα διαθέσιμα κεφάλαιά της, αλλά το ανθρώπινο κεφάλαιο. Οι περισσότερο ανταγωνιστικές διεθνώς οικονομίες είναι οι ανεπτυγμένες οικονομίες της γνώσης, όσες δηλαδή αξιοποιούν το επίπεδο γνώσεων του ανθρωπίνου κεφαλαίου τους με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Σε έναν κόσμο όπου μια εντεινόμενη θύελλα καινοτομίας σαρώνει ακατάπαυστα οτιδήποτε καθιερωμένο και ιστορικά καταξιωμένο, οι χώρες που πρωτοπορούν σε γνώση, καινοτομία και τεχνολογική επινοητικότητα είναι και εκείνες που καταλαμβάνουν τις ελάχιστες προνομιούχες θέσεις στην αιχμή του διεθνούς ανταγωνισμού και καταμερισμού εργασίας.
Παρότι συχνά τείνουμε να θεωρούμε ότι η χώρα μας υστερεί, τα σχετικά στοιχεία δείχνουν ότι σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (100), η Ελλάδα από το 2014 εμφανίζει μία διαρκώς βελτιούμενη πορεία αναφορικά με τον σύνθετο δείκτη καινοτομίας, που αυξάνεται από 62 σε 69 μονάδες βάσης, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα.
Με μία πολύ γρήγορη ματιά παρατηρούμε την ισχυρή συσχέτιση, αν όχι τη σύμπτωση, μεταξύ της κατάταξης των χωρών σύμφωνα με τον σύνθετο δείκτη καινοτομίας και της εν γένει οικονομικής τους κατάστασης (όπως π.χ. απεικονίζεται από το κατά κεφαλήν εισόδημά τους). Αν επικεντρωθούμε στις χώρες που βρίσκονται υψηλότερα στην κατάταξη με βάση τον δείκτη καινοτομίας, που είναι οι σκανδιναβικές και οι χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης, διαπιστώνουμε ότι ταυτόχρονα βρίσκονται σταθερά στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως με κριτήριο τον κατά κεφαλήν δείκτη του ΑΕΠ είτε βάσει του δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ.[1 ] Αν παρακάμψουμε το δυσεπίλυτο ερώτημα εάν η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την καινοτομία ή το αντίθετο, τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ότι σε κάθε περίπτωση οικονομική ανάπτυξη και υψηλή καινοτομικότητα είναι έννοιες αδιαχώριστες.
Τα δεδομένα του παραπάνω διαγράμματος αποτυπώνουν για την περίοδο 2010-2016, κατά την οποία η χώρα μας υπέστη τη μεγαλύτερη ίσως κρίση για αναπτυγμένη οικονομία εν καιρώ ειρήνης. Στα χρόνια αυτά, γνώρισε μια καταστροφική οπισθοδρόμηση σε πολλούς κρίσιμους δείκτες όπως η απασχόληση, το κατά κεφαλήν εισόδημα, οι επενδύσεις, η δημογραφική εξέλιξη και η διαρροή καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Είναι, όμως, εξαιρετικά παρήγορο ότι, στον κρίσιμο τομέα της καινοτομίας και της εν γένει τεχνολογικής επίτευξης, κατόρθωσε να διατηρήσει τη σχετική της θέση. Από αυτό, μπορούμε να εξάγουμε δύο σημαντικά συμπεράσματα.
Πρώτον, ότι διαθέτουμε ένα δυνάμει αξιόλογο και, σε κάθε περίπτωση, υπαρκτό συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα «γνώση-τεχνολογία-καινοτομία», με άλλα λόγια στο ανθρώπινο κεφάλαιό μας. Πράγμα που επέτρεψε τη διατήρηση της σχετικής μας θέσης στη διεθνή κατάταξη, αποτρέποντας μια δυσμενέστερη εξέλιξη. Και τούτο, παρά τη βαρύνουσα απώλεια σε ανθρώπινο δυναμικό υψηλής κατάρτισης και νεαρής ηλικίας που θα συνέβαλλε όχι μόνο στη διατήρηση της σχετικής μας θέσης αλλά και στη σημαντική της βελτίωση. Επομένως, θα πρέπει να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειές μας ακριβώς σε αυτό το κρίσιμο σημείο, ώστε να αξιοποιήσουμε αποφασιστικά, χωρίς εκπτώσεις και μικροκομματισμούς, το ανθρώπινο κεφάλαιό μας. Σε αυτή την κατεύθυνση, πολιτικές όπως αυτές του Υπουργείου Παιδείας για τη στήριξη των μεταπτυχιακών, διδακτορικών και μεταδιδακτορικών σπουδών ή του Υπουργείου Οικονομίας αφενός για την ανάπτυξη προς την κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης και αφετέρου για τη διασύνδεση των εκπατρισμένων υψηλής κατάρτισης Ελλήνων με τη χώρα (πρωτοβουλία «Γέφυρες Γνώσης και Συνεργασίας» https://www.knowledgebridges.gr/), πρέπει να ενισχυθούν και να πολλαπλασιαστούν.
Το δεύτερο συμπέρασμα επιτρέπει μία σχετικά αισιόδοξη ματιά στο μέλλον. Καθώς ο σύνθετος δείκτης καινοτομίας συσχετίζεται σχεδόν απόλυτα με τα επίπεδα ανάπτυξης και ευημερίας μιας χώρας, η ανθεκτικότητα που επέδειξε κατά τα χρόνια της ελληνικής κρίσης μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι η χώρα μας δεν θα κινηθεί άλλο καθοδικά στη διεθνή κλίμακα του καταμερισμού εργασίας. Παράλληλα, μεσομακροχρόνια και υπό τον όρο να πραγματοποιηθούν οι κατάλληλες παρεμβάσεις, μπορούμε να ελπίζουμε σε μία αξιόλογη βελτίωση της συγκριτικής μας θέσης. Για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά, αντέξαμε στη μεγάλη τρικυμία με σχετικά άθικτο το τεχνο-καινοτομικό μας σκάφος. Με τα κατάλληλα εφόδια, είμαστε έτοιμοι να μπαρκάρουμε για το επόμενο ταξίδι με μεγάλη αισιοδοξία.
Τι πρέπει όμως να γίνει για να διασφαλίσουμε ότι το ταξίδι αυτό θα είναι πιο μακρινό από τα προηγούμενα;
Ένα μεγάλο μέρος της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλουμε αφορά τον ιδιωτικό τομέα, πάντα βέβαια με την υποκίνηση και ενίσχυση από πλευράς ενός συνεχώς βελτιούμενου δημοσίου τομέα. Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι οι δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης στη χώρα μας βρίσκονται για μεν τον δημόσιο τομέα στο 76,1% (από το 35,8% το 2011) του μέσου όρου της ΕΕ, για δε τον ιδιωτικό τομέα παραμένουν πάρα πολύ χαμηλά παρά την αξιόλογη πρόοδο που επιτεύχθηκε (μόλις στο 30,2%, από το πολύ χαμηλό 14,5% όπου βρίσκονταν το 2011). Αλλά και άλλοι τεχνο-καινοτομικοί δείκτες, που αναφέρονται σε μεγάλο βαθμό στον ιδιωτικό τομέα, υποδεικνύουν σημαντική υστέρηση της χώρας μας: η δια βίου εκπαίδευση (στο 34,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου), οι δαπάνες κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου (μόλις 0,7%!), η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας (49,2%), η ενδοεπιχειρηματική εκπαίδευση σε θέματα πληροφορικής και επικοινωνίας (43,8%), οι αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (13,9%), οι μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας εξαγωγές προϊόντων (4,5%).
Επομένως, ήρθε η ώρα και ο ιδιωτικός τομέας να πιστέψει στις καινοτομικές δυνατότητες της χώρας και να επενδύσει εντατικά σε αυτές.
Οι δυνατότητες αυτές σχετίζονται και με την ύπαρξη ενός πολύ αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού που σήμερα είναι διασκορπισμένο ανά την υφήλιο. Αυτό δεν αποτελεί αναγκαστικά μειονέκτημα, αλλά δυνάμει πλεονέκτημα, υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιηθεί σωστά σε συνεργασία με το δυναμικό που δραστηριοποιείται στο εσωτερικό της χώρας. Το κράτος και οι έλληνες επιχειρηματίες και επιστήμονες του εσωτερικού και του εξωτερικού πρέπει να αδράξουν αυτή την ευκαιρία και να δώσουν στη χώρα την ώθηση που χρειάζεται, μετά από την τεράστια καταστροφή στα χρόνια της κρίσης. Οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες υπάρχουν, καιρός να τις αξιοποιήσουμε.