Τα τελευταία χρόνια η στεγαστική κρίση αναδεικνύεται σε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα στην Ευρώπη. Από την Ολλανδία και την Πορτογαλία μέχρι την Ελλάδα, τη Γερμανία και τη Βρετανία, οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί δυσανάλογα με την ικανότητα των ανθρώπων να πληρώνουν στεγαστικά δάνεια και ενοίκια, ενώ η διαθεσιμότητα λόγω των Airbnb οδηγεί χιλιάδες Ευρωπαίους σε απόγνωση.
Μεταξύ 2010 και 2022, οι τιμές των ακινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκτοξεύτηκαν κατά 47%, σύμφωνα με έκθεση της Eurostat για το 2023. Σε ορισμένες χώρες σχεδόν τριπλασιάστηκαν, με την Εσθονία να σπάει ρεκόρ ανόδου 192% ενώ μόνο στην Ιταλία και την Κύπρο οι τιμές υποχώρησαν.
Παράλληλα, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 18% την ίδια περίοδο, σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ με την Ελλάδα να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις με αύξηση 37% μετά το 2018. Στην κορυφή, είναι η Λιθουανία, με αύξηση 144% και η Ιρλανδία με 84%.
Η χώρα μας, πάντως, καταγραφεί πανευρωπαϊκή αρνητική πρωτιά ως προς το ποσοστό των νοικοκυριών που δαπανούν για τη στέγασή τους πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους - σχεδόν 3 στα 10 ελληνικά νοικοκυριά (27,3%), την ώρα που ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι στο 10,6%.
Κατά μέσο όρο, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα εμφανίστηκαν να διαθέτουν το 34,2% του διαθέσιμου εισοδήματός του μόνο για τα στεγαστικά τους έξοδα το 2022. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 19,6%.
Οι αυξήσεις αυτές έχουν ως συνέπεια το ποσοστό των ευρωπαικών νοικοκυριών να αναγκάζονται να πληρώνουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για στέγαστη, ένα ποσοστό που αυξάνεται συνεχώς.
Για τους πολιτικούς και οικονομολόγους, αυτό λέγεται «ποσοστό υπερφόρτωσης του κόστους στέγασης», το οποίο είχε μειωθεί στην πανδημία. Για τους πολίτες όμως είναι πολλά περισσότερα από έναν οικονομικό όρο. Έχει αλλάξει ριζικά την πορεία και τις αποφάσεις της ζωή τους.
Δεν κάνουν παιδιά και μένουν με στο πατρικό
Στη Γερμανία, όπου πάνω από το 50% του πληθυσμού ζει σε ενοίκιο -ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ- 1 στα 5 νοικοκυριά ξοδεύει τουλάχιστον τα 2/5 του εισοδήματός του για ενοίκιο, σύμφωνα με την ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία.
Όμως σήμερα στη Γερμανία, λείπουν περισσότερα από 800.000 διαμερίσματα για να καλύψουν τις ανάγκες στέγασης του πληθυσμού και ο αριθμός αυξάνεται συνεχώς. Αυτό έχει αναγκάσει πάνω από 9,5 εκατομμύρια Γερμανούς, ανάμεσά τους μονογονεικές οικογένειες, να ζουν σε πολύ μικρά σπίτια γιατί αδυνατούν να πληρώσουν περισσότερα χρήματα.
Σε πολλές πόλεις της ΕΕ, η αναμονή για απόκτηση κοινωνικής στέγασης ξεπερνά κατά πολύ τα 10 χρόνια. Ζευγάρια σε χώρες όπως η Ολλανδία, όπου λείπουν περίπου 400.000 σπίτια, αναβάλλουν σημαντικά γεγονότα της ζωής τους, όπως τη δημιουργία οικογένειας, ή αναγκάζονται να ζήσουν μαζί μετά το διαζύγιο γιατί δεν υπάρχουν σπίτια ή χρήματα.
Εκθεση του Eurofound για το 2023, του οργανισμού κοινωνικής πολιτικής της ΕΕ, έδειξε ότι η δυνατότητα απόκτησης κατοικίας μειώθηκε σε ολόκληρη την ΕΕ, κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες ή και περισσότερο σε ορισμένες χώρες.
Στην Ιρλανδία, οι άνθρωποι καταφέρνουν να αγοράσουν ένα σπίτι σε ηλικία 39 ετών, σε σύγκριση με τα 35 που ήταν το 2010. Αυτό αναγκάζει τους νέους να εγκαταλείπουν την πατρική στέγη πολύ αργότερα. Μεταξύ 2007 και 2019, πάνω από το 50% των νέων Ευρωπαίων έφυγε από την πατρική στέγη μετά τα 28 του χρόνια.
Στις δημοσκοπήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την Ευρώπη, η στέγαση είναι από τις μεγαλύτερες ανησυχίες των Ευρωπαίων, κυρίως των νέων. Το ευρωβαρόμετρο του 2022 έδειξε ότι πάνω από το 20% των νέων ηλικίας 25 έως 34 ετών στις περισσότερες χώρες της ΕΕ θεωρεί τη στέγηση το μεγαλύτερο πρόβλημα, με τους Ιρλανδούς να είναι στην κορυφή με 40%.
(με πληροφορίες από Guardian)