Στις κιβωτούς της κακοποίησης

Οι εφιάλτες είναι υπαρκτοί, ζώντες.
|
Open Image Modal
Silhouette of a woman reaching the light, indoors. Keywords: Covid-19, quarantine, isolated, home, loneliness, social distancing, mental health, control, depression, home, death. Finland, Europe.
Milamai via Getty Images

Αρκετά χρόνια πριν, σε μια δημοσιογραφική αποστολή. Εργαζόμουν τότε σε ένα έντυπο πανελλήνιου κύρους, δίπλα σε μία από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες στο χώρο της δημοσιογραφίας. Μια γυναίκα με ισχυρή άποψη και ήθος, της οποίας ο μεστός κι ευθύς λόγος ραπίζει σήμερα συχνά τη Βουλή των Ελλήνων και τον πολιτικό βίο της χώρας.

Η έρευνα αφορούσε στις συνθήκες διαβίωσης παιδιών σε ιδρυματικούς χώρους. Για μένα, οι λέξεις «παιδί» και «ίδρυμα» δεν θα έπρεπε όχι μόνο να συνδέονται αλλά ούτε καν να γειτνιάζουν. Η μεταξύ τους συσχέτιση συνεπάγεται εκ προοιμίου την «κακοποίηση» ενός παιδιού καθώς η ιδρυματική πολιτική, ως θεσμός, συνιστά εν τω συνόλω αναχρονιστικές δομές που πλήττουν την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμηση ενός ατόμου. Φανταστείτε τι καταστροφικές επιπτώσεις έχουν στον ήδη αδύναμο ψυχικό κόσμο των παιδιών καθώς τα περισσότερα έχουν απομακρυνθεί από τις (κατ’ ευφημισμόν) «οικογένειες» τους για λόγους έκθεσης στη βία ή σοβαρής παραμέλησης.

Εκεί, αντί να βρουν ένα μπαμπάκι που θα ρθει να καθαρίσει και να επουλώσει τις πολλαπλές πληγές τους, βρίσκουν ρυπαρές γάζες με νήματα πλεγμένα από υλικά εξουσίας, αυθαιρεσίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Το τραύμα τους πυορροεί, η πληγή ανοίγει και ξανανοίγει καθώς συγχρωτίζονται με άλλα παιδιά, το ίδιο ευάλωτα και τραυματισμένα. Μπλαβιές στη ψυχή τους οι μελανιές που τους άφησαν οι άνθρωποι που τα γέννησαν. Μα συχνά, κι οι άνθρωποι που -υποτίθεται- τα πήραν για να τα προστατεύσουν...

Οι διεθνείς στατιστικές της UNICEF καταδεικνύουν πως από τη στιγμή που θα τοποθετηθεί ένα παιδί οποιασδήποτε ηλικίας σε ίδρυμα, έχει 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί σωματικά και 30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά, από άλλα παιδιά του ίδιου ιδρυματικού χώρου. Προσθέστε σε αυτά τα ποσοστά τον καλοκρυμένο αριθμό παιδεραστών που επιλέγουν συστηματικά να εργάζονται σε περιβάλλοντα ευαλωτότητας των παιδιών και θα ανοιχτεί μπροστά στα μάτια σας η δύσοσμη κιβωτός της παιδικής κακοποίησης.

Σε εκείνη τη δημοσιογραφική αποστολή, ένοιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται και να αναγουλιάζει κάθε φορά που καταλάβαινα πως πίσω από τις λέξεις των ανθρώπων που μας εμπιστεύθηκαν και «μίλησαν», κρύβονταν πλήθος παιδικά προσωπάκια με βιασμένα κορμιά και ψυχές. Παιδιά που στέλνονταν τις νύχτες ως «δωράκια» σε ισχυρούς και κραταιούς, για να διατηρείται η ομερτά της συγκάλυψης. Παιδιά που έπαιζαν το ρόλο σεξουαλικών παιχνιδιών για άθλιους, βρωμερούς, κατάπτυστους ενήλικες που είχαν -υποτίθεται- βασική τους μέριμνα να τα «προστατεύσουν»...

Τα στοιχεία ήταν τόσο ανατριχιαστικά βδελυρά, που δεν ήταν καν διαχειρίσιμα. Το ρεπορτάζ δε γράφτηκε και δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Η εκδότρια δημοσιογράφος, μια γυναίκα της ευθύνης και της δεοντολογίας, μας ζήτησε να τα καταθέσουμε στους λειτουργούς της δικαιοσύνης μαζί με τις δημοσιογραφικές μας ταυτότητες, ώστε η καταγγελία αυτή να έχει οντότητα και υπόσταση. Το πράξαμε και, όπως όλα τα πράγματα που μας πονούν, το απωθήσαμε στις πιο βαθιές αποθήκες του μυαλού. Για να το αντέξουμε.

Ήταν κάποια Χριστούγεννα πάλι, θυμάμαι. Μπροστά από την τηλεόραση παρακολουθώ στο δελτίο ειδήσεων τις διώξεις που ασκήθηκαν σε λειτουργούς πασίγνωστου ιδρυματικού χώρου. Σηκώνω κλαίγοντας με λυγμούς το τηλέφωνο και παίρνω την τότε εκδότρια. «Η δικαιοσύνη κάνει καλά τη δουλειά της...» είπε κι έκλεισε. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, χωρίς εφιάλτες...

Κι όμως. Οι εφιάλτες είναι υπαρκτοί, ζώντες. Είναι εκείνα τα «κλουβιά» στα Λεχαινά Ηλείας. Είναι εκείνο το πολυθρύλητο ευαγές, της Θεσσαλονίκης. Είναι κι εκείνες οι δομές παιδικής προστασίας που η προϊσταμένη ξυλοκοπούσε τα ανήλικα σε μια αποθήκη κι οι εργαζόμενες παρακολουθούσαν χαχανίζοντας τους επάλληλους βιασμούς παιδιών από παιδιά. Είναι η περίπτωση του προέδρου ιδρύματος στον Πειραιά που επί 35 χρόνια βίαζε και ασελγούσε σε μικρά παιδιά κι υποτίθεται ότι κανείς ποτέ δεν ήξερε τίποτα και δεν υποπτεύθηκε τίποτα. Δικάστηκε, ναι. Καταδικάστηκε, ναι. Δεν καταδικάστηκαν όμως οι θεσμικές και δομικές ασφαλιστικές δικλείδες που ΤΟΥ ΕΠΕΤΡΕΠΑΝ να διαπράττει αυτές τις εγκληματικές πράξεις, τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια! Πόσα, μα πόσα παιδιά, κατέστρεψε αυτός ο διεστραμμένος παλιόγερος; Σε πόσα, μα πόσα παιδιά ασελγεί καθημερινά η κοινωνία μας και οι προνοιακές της δομές, από την ανικανότητα ουσιαστικών ελέγχων;

«...Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να ενεργοποιούμε διαδικασίες ελέγχου για την παιδική κακοποίηση που θα αναζητούν κατάγματα, ανοιχτές πληγές, υποθρεψία και σεξουαλική παραβίαση διεισδυτικού τύπου για να αποδείξουμε αν ένα περιβάλλον είναι κακοποιητικό ή όχι. Είναι ολισθηρό ατόπημα να δημιουργούμε διαδικασίες διερεύνησης που αντί να ενισχύουν τη στρατηγική της αποϊδρυματοποίησης, καταλήγουν να πιστοποιούν και να εγγυώνται την επάρκεια κακοποιητικών για τα παιδιά χώρων και να ανανεώνουν την πίστη των πολιτών στην ιδρυματική φροντίδα» τονίζει το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.

Το βαρύ πέπλο μιας συστηματικής και συστημικής αδιαφορίας που φτάνει κι ίσως κάποιες φορές ξεπερνά τα όρια της συγκάλυψης, διαρρηγνύεται προσωρινά όταν κάποιες από τις υποθέσεις παιδικής κακοποίησης εκβράζονται στα μίντια. Κι ύστερα, τα ίδια νήματα προχειρότητας και μη ουσιαστικών ελεγκτικών μηχανισμών, το ξαναμπαλώνουν και το αφήνουν να κουκουλώνει τα κάθε λογής «κιβώτια» που μέσα τους θάβουμε ζωντανές τις παιδικές ψυχές... τις κάθε λογής κιβωτούς παιδικής κακοποίησης...