Το καινούργιο βιβλίο του Αντώνη Κλάψη με τίτλο: «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης 1821-1923, των εκδόσεων Πεδίο, που εκδόθηκε φέτος, το 2019, είναι ένα βιβλίο, το οποίο πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα.
Πρόκειται για το έργο ενός νέου επιστήμονα, ενός νέου ιστορικού, ο οποίος έχει ήδη στο ενεργητικό του επτά περίπου βιβλία και πλειάδα πρωτότυπων μελετών, δημοσιευμένων σε πρακτικά συνεδρίων, σε επιστημονικά περιοδικά και σε συλλογικούς τόμους, στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, άρθρων, δημοσιευμένων στο ημερήσιο τύπο και πολλών άλλων κειμένων. Τον συγγραφέα, τον Αντώνη Κλάψη, τον γνωρίζω από την εποχή των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών του σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διότι υπήρξε φοιτητής μου και ήμουν η επιβλέπουσα της διδακτορικής του διατριβής. Όλα αυτά τα χρόνια η συνεργασία μας υπήρξε συνεχής, εποικοδομητική και αδιατάρακτη. Για να τον συστήσω καλύτερα επέλεξα να καταθέσω εδώ περιορισμένα αποσπάσματα από την Εισηγητική Έκθεση, που είχαμε υπογράψει τον Αύγουστο του 2006 με τους συναδέλφους μου, τον καθηγητή, Θεόδωρο Χριστοδουλίδη και την καθηγήτρια, Μιράντα Σταυρινού και προτείναμε να του απονεμηθεί ο τίτλος του διδάκτορα της Διπλωματικής Ιστορίας για τη διατριβή του με τίτλο: Οι ελληνοτουρκικές Οικονομικές σχέσεις μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και το Οικονομικό Σύμφωνο του 1930. Η διατριβή του εκδόθηκε, με παρεμφερή τίτλο, το 2010, από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και τις εκδόσεις Ι. Σιδέρης. Το κείμενο της Έκθεσης το εντόπισα έναν περίπου μήνα νωρίτερα, όταν κοίταζα τα αρχεία του υπολογιστή μου και, ξαναδιαβάζοντάς το, διαπίστωσα πως δεν πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας για την περαιτέρω εξέλιξη του τότε υποψήφιου διδάκτορα.
Στην Εισηγητική Έκθεση περιλαμβάνονταν μόνο θετικές εκτιμήσεις και θετικά σχόλια για την υπό έγκριση διδακτορική διατριβή του κου Κλάψη και αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: ο υποψήφιος, «έχει ασχοληθεί με ένα θέμα ιδιαιτέρως ευαίσθητο και ανεπισκόπητο έως σήμερα», «δεν διστάζει, όταν διακριβώνει πως κάποιες θέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων δεν ήταν οι απολύτως ενδεδειγμένες, να διατυπώσει την άποψή του», εντάσσει «στο κείμενό του ορισμένα τμήματα των διπλωματικών εγγράφων, […] όταν πιστεύει ότι δεν πρέπει ή δεν έχει δικαίωμα να αποστασιοποιηθεί από την ιστορική μαρτυρία, όταν δηλαδή διακριβώνει πως αυτή θεμελιώνει αδιάψευστα το γραπτό του λόγο και τα γενικότερα συμπεράσματά του».
«Αξιοπρόσεκτο δε είναι το γεγονός πως ο υποψήφιος αποδίδει και εκθέτει τα πορίσματα της έρευνάς του και τις σκέψεις του με πηγαίο ταλέντο. Επομένως, διακρίνεται για την έμφυτη συγγραφική του δεινότητα». Θα πρόσθετα πως και η ερευνητική του δεινότητα είναι αξιοθαύμαστη, πράγμα που αποδεικνύεται ακόμα μια φορά και περίτρανα από το βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε. Ένα βιβλίο ιστορίας, του οποίου τη γένεση παρακολούθησα στα πρώτα του στάδια, όταν ο συγγραφέας μου προσκόμισε κάποιες σελίδες και διαβάζοντάς τες διαπίστωσα πως επρόκειτο για μια πρωτότυπη και σπουδαία δουλειά, που έπρεπε να ολοκληρωθεί, οπωσδήποτε.
Ένα βιβλίο ιστορίας είναι πάντα χρήσιμο, όσες φορές κι αν γραφτεί η ιστορία. Γιατί, στους δύσκολους καιρούς, που ζούμε, τους τόσο χαλεπούς και συνάμα τόσο απρόβλεπτους, έχουμε ανάγκη από ηθική και πνευματική στήριξη, από αισιοδοξία. Κάποτε, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο Γιάννης Ρίτσος, μιλώντας για τον Επιτάφιο, σ’ ένα σπάνιο τηλεοπτικό ντοκουμέντο, σε εκπομπή με τον Σπύρο Κατσίμη, το 1987, όπου συμμετείχε και ο Μίκης Θεοδωράκης, εξηγούσε: «Συνήθως η άνοιξη, η άνθιση, επακολουθεί έναν χειμώνα, ένα φθινόπωρο. Κι έτσι πάντοτε, σε όλη την ιστορική διαδρομή, συχνά έχουμε πτώσεις, παρακμές, αλλά αυτές προετοιμάζουν μια καινούργια ακμή, μια καινούργια άνθιση». Και όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης: «Ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από τον φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση». Εμείς, συμπληρώνουμε πως χρειάζεται και την ιστορία. Γιατί, η Ιστορία, κατά τον Μακιαβέλι, όπως τoν ερμηνεύει ο Edward Carr, «είναι μια ακολουθία, αιτίων και αποτελεσμάτων η πορεία της οποίας μπορεί να αναλυθεί και να κατανοηθεί με πνευματική προσπάθεια, αλλά δεν μπορεί να καθοδηγηθεί (όπως πιστεύουν οι ουτοπιστές) από τη “φαντασία”».
Αυτή η πνευματική προσπάθεια είναι διάχυτη στο καινούργιο έργο του Αντώνη Κλάψη, για το οποίο επέλεξε έναν τίτλο όχι μόνο ελκυστικό αλλά και αποκαλυπτικό του περιεχομένου του. Για τη σύνθεση του, ο συγγραφέας, διερεύνησε ένα πλήθος πηγών, πρωτογενών και δευτερογενών, τα πορίσματα από τις οποίες διασταύρωσε εξαντλητικά, ώστε να καταλήξει σ’ ένα αποτέλεσμα απολύτως έντιμο και κατανοητό, μη αρκούμενος στην επανάληψη γνωστών ιστορικών θέσεων, αλλά φέρνοντας στην επιφάνεια λεπτές, δυσδιάκριτες πτυχές των ιστορικών φαινομένων, τις οποίες αποδίδει με κριτικό πνεύμα και δεν περιορίζεται σε στερεότυπα. Μελετά το υλικό του με μεθοδικότητα, αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Τα πορίσματα της έρευνάς του τα διατυπώνει με έναν συνθετικό, ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, ούτως ώστε το βιβλίο να διαβάζεται απνευστί. Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν εξετάζει μόνο τη διπλωματική και πολιτική διαδρομή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπως αναφέρεται στον τίτλο του, από την εποχή της έναρξης του υπέρ της Ελληνικής Ανεξαρτησίας Αγώνα, από το 1821 ως το 1923, αλλά μελετά και ερμηνεύει και άλλες παραμέτρους, οι οποίες συνθέτουν την ιστορία της Ελλάδας στη διάρκεια αυτών των 102 χρόνων της απελευθέρωσής της από τον οθωμανικό ζυγό και της συνεπακόλουθης κρατικής παρουσίας της στη διεθνή σκηνή. Ειδικότερα, εκθέτει και αναλύει τις οικονομικές, τις εκπαιδευτικές, τις κοινωνικές, τις θεσμικές, τις νομικές, τις στρατιωτικές παραμέτρους και όχι μόνο, της ελληνικής διαδρομής και αναδεικνύει, όπου πιστεύει πως είναι αναγκαίο, ακόμα και τις ψυχολογικές πλευρές των διαχειριστών της εξουσίας.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στη θεωρητική θεμελίωση των ιστορούμενων γεγονότων, δεδομένου ότι ο συγγραφέας συναρθρώνει το υλικό του με στοιχεία, που έχει εντοπίσει από άλλες πηγές, δηλ. αρχεία, τύπος, βιβλία, μελέτες για να ανασυνθέσει τις επιμέρους παραμέτρους της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού κράτους. Αλλά, δεν περιορίζεται, δεν αρκείται στην μνημόνευση μόνο μιας εφημερίδας, μιας μονογραφίας, μιας μελέτης, μιας πηγής, αρχειακής ή δευτερογενούς, για να στηρίξει τον γραπτό του λόγο, αλλά παραθέτει πολλαπλές πηγές, σεβόμενος τα έργα άλλων ιστορικών, τα οποία σχετίζονται με την εκάστοτε ιστορική πτυχή, που διαπραγματεύεται και έχουν δει το φως της δημοσιότητες σε προγενέστερους χρόνους. Οι υποσημειώσεις του βιβλίου και ο βιβλιογραφικός πίνακας συνθέτουν μια άλλη, ξεχωριστή, σημαντική ιστορική πηγή, έναν οδηγό για τους ερευνητές της ιστορίας.
Πρωτότυπη είναι και η ιδέα του, η σκέψη του συγγραφέα να προσφύγει σε λογοτεχνικά κείμενα και να εντάξει, στο γραπτό του λόγο, αυτούσια αποσπάσματα από αυτά τα κείμενα για να θεμελιώσει την ιστορική του μαρτυρία και να μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής κατά την οποία διαδραματίζονταν συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ή να μας γνωστοποιήσει τις επιπτώσεις, που είχαν στην κοινωνία. Μια κοινωνία πάμφτωχη, ταλαιπωρημένη και παραπαίουσα ανάμεσα στην ειρήνη και στις εμφύλιες έριδες. Ένα παράδειγμα, που το βρήκα εξόχως ενδιαφέρον από το βιβλίο του Λαμαρτίνου: Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα. Λαμαρτίνος-Νερβάλ-Γκωτιέ, Αθήνα, Ολκός, 1990. Ο Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, γνωστός στην Ελλάδα ως Λαμαρτίνος, Γάλλος λογοτέχνης, ποιητής και πολιτικός, τον Αύγουστο του 1832, δέκα μήνες μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και έντεκα χρόνια ύστερα από την έναρξη του υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα, βρέθηκε στο Ναύπλιο. Στις ημερολογιακές του σημειώσεις, ο Λαμαρτίνος, εικονογραφεί την τραγική κατάσταση, που επικρατούσε τότε στην πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μας λέει πως «το Ναύπλιο είναι μια άθλια κωμόπολη […] τα σπίτια δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό […]. Τα περισσότερα είναι κατεστραμμένα και οι τοίχοι τους, γκρεμισμένοι από τις κανονιές του τελευταίου πολέμου». Πιο κάτω: «Αυτό τον καιρό στο Μοριά βασιλεύει τέλεια αναρχία. Οι φατρίες αλληλοεξοντώνονται συνεχώς και ακούμε τις τουφεκιές των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων, που πολεμούν από τη άλλη πλευρά του κόλπου ενάντια στα κυβερνητικά στρατεύματα». Όταν έρχεται ταχυδρομείο «μαθαίνουμε […] για τη σφαγή ενός πληθυσμού από τη μία ή την άλλη μερίδα που καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα».
Ακόμα, ο συγγραφέας, μας μιλάει για τη Μεγάλη Ιδέα, η οποία αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς άξονες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τις αρχές της δεκαετίας του 1840, όταν εξαγγέλθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο από τον Ιωάννη Κωλέττη, ως το 1923, οπότε η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης έθεσε σ’ αυτή την επιτύμβια πλάκα. Μας την παρουσιάζει μέσα από ένα «πατριωτικό άσμα» ή αφήνει έναν Αμερικανό διπλωμάτη, τον Τσαρλς Τάκερμαν, τον πρώτο πρέσβη της Αμερικής στην Ελλάδα, να μας εξηγήσει πώς οι ξένοι προσλάμβαναν αυτή την έννοια, που ήταν «συστατικό στοιχείο του ελληνικού μυαλού και της ελληνικής καρδιάς». Και εισχωρούσε «σε όλες τις κοινωνικές τάξεις – το νεογέννητο βρέφος την παίρνει μαζί με το μητρικό γάλα και ο ξεδοντιάρης γέρος τής κάνει μεγάλες σπονδές με την ντόπια ρετσίνα. […] Εάν αναφέρομαι στο θέμα με ποιητικό τρόπο, είναι διότι το ίδιο το θέμα ανάγεται περισσότερο στη σφαίρα της φαντασίας παρά της πραγματικότητας».
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά μου ας μου επιτραπεί να αναφέρω πως ένας δάσκαλος αισθάνεται πως έχει εκπληρώσει το ύψιστο χρέος του προς την παιδεία και κατ’ επέκταση προς την κοινωνία, όταν διαπιστώνει πως τα πνευματικά του τέκνα έχουν προχωρήσει και έχουν κάνει αξιόλογα και αξιοθαύμαστα βήματα στον τομέα της επιστήμης, που ο ίδιος υπηρέτησε. Ένα από αυτά είναι ο Αντώνης Κλάψης. Το βιβλίο του, που παραδόθηκε στη δημοσιότητα αυτόν τον καιρό, προσθέτει μια επιπλέον αξιόλογη και αξιοπρόσεκτη ψηφίδα στην ιστορία του τόπου μας.