Να διατηρήσει την δημοσιονομική σύνεση καλεί την επόμενη κυβέρνηση ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη του στους Financial Times λέγοντας ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στο κατώφλι της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας της μετά από 12 χρόνια».
Αναφερόμενος στο τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε «απελπιστικά αναγκαίες επενδύσεις στις ταλαιπωρημένες υποδομές της χώρας».
«Η Ελλάδα έχει καταφέρει να διορθώσει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των τιμών και των μισθών, αλλά η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με άλλα μέλη της ευρωζώνης. Οι υποδομές της χώρας και ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα παραμένουν ένα ζήτημα» είπε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Στουρνάρας μιλώντας στους Financial Times εμφανίστηκε σίγουρος ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν τα ελληνικά ομόλογα εντός μηνών, εάν οι βουλευτές σηματοδοτήσουν την πρόθεσή τους να διατηρήσουν τις μεταρρυθμίσεις και να επωφεληθούν από ένα «παράθυρο ευκαιρίας» που ανοίγεται ώστε να μειώσουν σημαντικά το βάρος του χρέους της χώρας.
«Πιστεύουμε ότι το 2023 είναι η χρονιά που θα πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα», είπε ο κ. Στουρνάρας.
Μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί
Ο διοικητής της ΤτΕ χαρακτήρισε ως «ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί» τη δυνατότητα «να μειώσουμε τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ σε τέτοιο επίπεδο, ώστε σε εννέα χρόνια από τώρα οι πληρωμές τόκων, οι οποίες είναι τώρα υπό περίοδο χάριτος, να μην δημιουργήσουν νέο πρόβλημα χρέους».
Για το λόγο αυτό, κάλεσε την επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές να διατηρήσει την δημοσιονομική σύνεση.
Σε ότι αφορά την επενδυτική βαθμίδα, οι FT αναφέρουν ότι η Ελλάδα την έχασε τον Ιανουάριο του 2011, «όταν η οικονομική της κρίση απειλούσε να διαλύσει την ευρωζώνη. Η αξιολόγησή της έπεσε μέχρι και το CCC-, προτού ανακάμψει στο BB+, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, καθώς η οικονομική ανάκαμψη της χώρας απέκτησε δυναμική. Η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει περισσότερο από 24 ποσοστιαίες μονάδες τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ μόνο πέρυσι, με την οικονομία της να επεκτείνεται λίγο πάνω από 5% κατά τη διάρκεια του 2022.»
«Πριν από μερικά χρόνια, λίγοι άνθρωποι περίμεναν ότι η Ελλάδα θα παρέμενε στην ευρωζώνη. Τώρα, όχι μόνο παραμένει, αλλά έχει καλύτερες επιδόσεις από τον μέσο όρο της ευρωζώνης», δήλωσε ο διοικητής της ΤτΕ, προειδοποιώντας πάντως ότι αυτός ο «ενάρετος [οικονομικός] κύκλος» δεν πρέπει να σπαταληθεί.
Υψηλό παραμένει το χρέος
Οι FT σχολιάζουν ότι, παρά τα κέρδη των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατέχει το υψηλότερο χρέος στην ευρωζώνη, που αντιστοιχεί στο 170% της εγχώριας παραγωγής. «Σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος διάσωσης, οι επίσημοι πιστωτές ανέλαβαν ένα μεγάλο μέρος του χρέους της Ελλάδας, ενώ χρέωσαν σχετικά χαμηλά επιτόκια στην κυβέρνηση για την εξυπηρέτησή του μέχρι το 2032», σημειώνεται.
«Η ανάπτυξη θα είναι επίσης χαμηλότερη φέτος, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια αναμένεται να επιβαρύνουν τη ζήτηση», τονίζουν οι FT. «Θα χρειαστεί μια βιώσιμη δημοσιονομική προσπάθεια», δήλωσε από την πλευρά του ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι δεν θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση να περάσει από ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα σε δημοσιονομικό πλεόνασμα μέχρι το 2024.
«Ο υψηλός πληθωρισμός θα επιβαρύνει επίσης τις οικονομικές προοπτικές. Οι πιέσεις στις βασικές τιμές – οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τις μεταβολές στο κόστος των τροφίμων και της ενέργειας και θεωρούνται καλύτερη ένδειξη του υποκείμενου πληθωρισμού – έφτασαν σε νέο περιφερειακό υψηλό 5,6%.
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επισήμανε ότι οι μετρήσεις του γενικού πληθωρισμού ήταν πολύ καλύτερες (χαμηλότερες) από ό,τι ανέμεναν οι ρυθμιστές των επιτοκίων τον Δεκέμβριο, λόγω της απότομης πτώσης των τιμών της ενέργειας», σημειώνεται στο δημοσίευμα.
Σχολιάζοντας την πορεία τον επιτοκίων, ο κ. Στουρνάρας υπογραμμίζει ότι ο ίδιος «δεν θα δεσμευόταν εκ των προτέρων για συγκεκριμένες περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον όπου ο γενικός πληθωρισμός μειώνεται».
«Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της σύγχυσης στην αγορά αντί να την περιορίσει», αναφέρει, με τους FT να σχολιάζουν ότι οι αναφορές του «έρχονται σε σύγκρουση με τα γεράκια της ΕΚΤ».
Η Κριστίν Λαγκάρντ άλλωστε έχει δηλώσει ως πιο πιθανό σενάριο την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων από το 2,5% στο 3% στη συνεδρίασή του Μαρτίου καθώς θα πρέπει να χτυπηθεί το «τέρας του πληθωρισμού»