Το ελληνικό φαινόμενο της διαφθοράς

Η διαφθορά υπάρχει επειδή δεν υπάρχει από την πλευρά του πολίτη μία επαρκής εμπιστοσύνη στο υπάρχον σύστημα μέσα στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται. Ασφαλώς ο πολίτης αισθάνεται δομικό στοιχείο ευρύτερων σχηματισμών. Όμως οι σχηματισμοί αλληλεγγύης που ο σύγχρονος Έλληνας δείχνει να αποδέχεται περισσότερο και να στηρίζει, είναι η οικογένεια, η επαγγελματική του συντεχνία και το κόμμα.
|
Open Image Modal
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Τα αίτια της διαφθοράς στην Ελλάδα μπορεί να είναι πολλά και με διαφορετικά ειδικά βάρη το καθένα. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο: Τα υψηλότερα επίπεδα διαφθοράς στην Ευρώπη. Τα επίπεδα της διαφθοράς μάλιστα στην Ελλάδα, βρίσκονται περίπου στην ίδια κλίμακα με κάποιες χώρες του Τρίτου Κόσμου.

Ερευνώντας κανείς τους παράγοντες που συντελούν σε αυτό το φαινόμενο, μπορεί να τους εντοπίσει στα πλαίσια του παρόντος, στην οικονομική πολιτική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων, ανεξαρτήτως θέσης και ισχύος και ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος. Παρ' όλα αυτά, τα αίτια της διαφθοράς θα πρέπει να αναζητηθούν και στα βάθη της ιστορίας και στον τρόπο γέννησης του ελληνικού κράτους.

Καλώς ή κακώς, το ελληνικό κράτος δεν προήλθε από κάποιο φέουδο, το οποίο ανήκε εξολοκλήρου σε κάποιο ηγεμόνα και το οποίο είχε μια ιστορική συνέχεια ως τέτοιο στο βάθος των ετών. Μπορεί να είναι εν μέρει αληθής μια κάποια ιστορική συνέχεια του ελληνικού στοιχείου, αλλά δεν υπάρχει κάποιος σαφής συμπαγής σχηματισμός εξουσίας ο οποίος να επιβίωσε ιστορικά, ώστε να αποτελέσει μια εγκαθιδρυμένη έννομη δύναμη, στην οποία οι πολίτες θα συμμορφώνονται και στα πλαίσια της οποίας να διαμορφώνεται ένα ευδιάκριτο σύστημα αξιών.

Από τα φέουδα της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης του μεσαίωνα, μέχρι τη Γερμανία του Μπίσμαρκ και από τις βασικές αρχές της Γαλλικής Επανάστασης περί έθνους κράτους, μέχρι και τις αρχές φιλελευθερισμού που διέπουν το αγγλοσαξονικό σύστημα, όλα τα παραπάνω ιστορικά μορφώματα, αποτέλεσαν ή προκάλεσαν στην ουσία τη δημιουργία ενός συμπαγούς και οργανωμένου συστήματος, με όλα τα αρνητικά του, το οποίο όμως στάθηκε παράγοντας συνοχής, δέους, υποταγής και έμπνευσης σε ένα οργανωμένο σύστημα νόμων και κανόνων συμπεριφοράς. Ένδειξη αυτού αποτελεί και το γεγονός πως, χώρες πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά διαφθοράς σε σχέση με τις υπόλοιπες, γεγονός που μας κάνει να συνδέσουμε τα υψηλά αυτά ποσοστά με την απότομη εξάλειψη ενός καθεστώτος που κατά τη λειτουργία του ενέπνεε ένα δέος, αλλά στη συνέχεια έπαψε η ισχύς εκείνη που μετέδιδε και την ανάλογη σε αυτό εμπιστοσύνη από τους πολίτες.

Χωρίς την παραμικρή επιθυμία στήριξης και εξύμνησης πεπαλαιωμένων, ανελεύθερων και αυταρχικών συστημάτων οποιασδήποτε χροιάς, δε μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι στο χώρο της Ελλάδας, μετά την αποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έλειπαν οι παράγοντες εκείνοι που θα οδηγούσαν σε μια κοινωνική συνοχή, σε μια έννομη και εύρυθμη λειτουργία του κράτους και ως συνέπεια, σε μια επιβολή της νομιμότητας. Η οικογενειοκρατία, οι εμφύλιες και διαοικογενειακές συγκρούσεις, ο ασαφής χαρακτήρας του κράτους, η καθυστερημένη είσοδος και ανεπαρκής εφαρμογή των ιδεών του διαφωτισμού, η επικράτηση του ατομισμού, η έλλειψη μιας αυθεντίας, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που μας κάνουν σήμερα να παρατηρούμε μία γενικευμένη διαφθορά.

Η διαφθορά υπάρχει επειδή δεν υπάρχει από την πλευρά του πολίτη μία επαρκής εμπιστοσύνη στο υπάρχον σύστημα μέσα στο οποίο ζει και δραστηριοποιείται. Ασφαλώς ο πολίτης αισθάνεται δομικό στοιχείο ευρύτερων σχηματισμών. Όμως οι σχηματισμοί αλληλεγγύης που ο σύγχρονος Έλληνας δείχνει να αποδέχεται περισσότερο και να στηρίζει, είναι η οικογένεια, η επαγγελματική του συντεχνία και το κόμμα.

Οι τρεις αυτοί πυλώνες, είναι αυτοί που ο Έλληνας έδειξε τη μεγαλύτερη αφοσίωση, υποτάσσοντας τον εαυτό του στα ιδανικά του υποσυνόλου του οποίου αποτελούσε μέρος. Η οικογένεια, η φατρία υπήρξε η πρωταρχική ομάδα, την οποία κλήθηκε ο Έλληνας να υπηρετήσει. Στη συνέχεια, κοινωνικές συγκρούσεις, εμφύλιες συρράξεις και πολιτικές αναταραχές που χαρακτήρισαν την ιστορία του νέου ελληνικού κράτους, υπήρξαν παράγοντες δημιουργίας μιας ισχυρής συντεχνιακής και κομματικής κουλτούρας, βάσει της οποίας το συμφέρον του πολίτη βρέθηκε άμεσα συνδεδεμένο με τα μορφώματα αυτά.

Με ένα τέτοιο σύνολο ομάδων κοινών συμφερόντων ενεργό στη σύγχρονη ιστορία, φαίνεται εύλογο γιατί ο Έλληνας δε κατάφερε να συμμορφωθεί και να σεβαστεί το γενικότερο σύνολο μέσα στο οποίο ανήκει. Το επίπεδο συνοχής των κατώτερων σχηματισμών μέσα στα οποία ο Έλληνας δρούσε, ήταν τέτοιο που δεν άφηνε περιθώρια στη γενικότερη κοινωνική συνοχή, την αλληλεγγύη, το αίσθημα ευθύνης απέναντι στην Πολιτεία και στο κύρος της να εφαρμόσει τη βούλησή της.

Ένα σύνολο ατόμων, για να μπορέσει να αποδεχτεί κάποιους κανόνες που απορρέουν από ένα σχηματισμό ο οποίος τους εμπεριέχει, θα πρέπει πρώτα να έχουν αποδεχτεί πως η τήρηση αυτή των κανόνων επιβάλλεται από τη λειτουργία του συστήματος αυτού και με σκοπό το όφελος των μελών του. Η Πολιτεία όμως απέτυχε να παίξει το ρόλο αυτό, δηλαδή του φορέα που θα διαδραματίσει κύριο ρόλο στην προάσπιση του γενικού αυτού καλού.

Αποτελεί λοιπόν σύγχρονη πρόκληση, πώς οι σφιχτοί οικογενειακοί δεσμοί, η υποταγή στις γραμμές του κόμματος και η σταθερή προσήλωση στα συμφέροντα της συντεχνίας και του επαγγελματικού συλλόγου, θα δώσουν τη θέση τους σε ένα συνεκτικό παράγοντα διαφορετικό από αυτόν του αποτυχημένου ελληνικού κράτους. Η Ευρώπη από αυτή την άποψη και η πορεία της περαιτέρω ενοποίησής της, μπορεί στις μέρες μας να αποτελέσει ένα παράγοντα απελευθέρωσης από τα δεσμά του ατόμου από τις υποομάδες που ανήκει, ανοίγοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής της έννοιας της συνοχής σε ένα πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό, πολυθρησκευτικό δημιούργημα, όπου ο βασικός φορέας ελευθερίας και δράσης θα είναι το άτομο, απαλλαγμένο από αλληλοσυγκρουόμενα μορφώματα με αρνητικά αποτελέσματα στο σύνολο.