Ο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προσάπτει στην νέα ελληνική κυβέρνηση «έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητος» κατά την διάρκεια των πρόσφατων διαπραγματεύσεων στο Eurogroup. Μπορεί η παρατήρηση να είναι ακριβής και η νεότευκτη ελληνική πλευρά να παραμένει όντως υπόλογη για έλλειμμα προπαρασκευής, σοβαρότητος και υπευθυνότητος. Ωστόσο, θα ήταν πληρέστερη και απείρως ακριβέστερη, εάν στις επισημάνσεις του συμπεριελάμβανε με τους κατάλληλους χαρακτηρισμούς και την ευρωπαϊκή πλευρά, κυρίως την γερμανική. Η χώρα που σήμερα ηγείται του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εμφανίζει δραματικό έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητος με εταίρους στο κοινό νόμισμα, κατά πολύ σοβαρότερο και κρισιμότερο από ό,τι η Ελλάδα.
Εάν το ζητούμενο στις σημερινές συνθήκες είναι η σταθερότητα της Ευρωζώνης στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, δεν αρκεί να επιρρίπτονται μονομερώς ευθύνες, ακόμη και βάσιμες, στην ελληνική πλευρά, που δεν αποτελεί παρά ένα μικροσκοπικό 2,8% του ευρωπαϊκού συνόλου, ενώ παράλληλα αποσιωπιούνται αυτές, πολύ μεγαλύτερες και κατά πολύ καθοριστικότερες, των Ευρωπαίων εταίρων.
Εντυπωσιάζει η ελαφρότητα με την οποία διακινείται και επισείεται το ενδεχόμενο της ελληνικής εξόδου απο το ευρώ, ωσάν η ελληνική περίπτωση να ήταν η κύρια και αποκλειστική αιτία για την τρέχουσα αποσταθεροποίηση του ευρωπαϊκού νομίσματος και της αντίστοιχης οικονομικής περιοχής. Παρόμοια τοποθέτηση θα είχε κάποια βάση, εάν η Ευρωζώνη παρέμενε σε ανοδική πορεία με υψηλές επιδόσεις, ενώ η Ελλάδα σε καθοδική λόγω των «αμαρτημάτων» της. Όμως, δεν είναι αυτή η τρέχουσα περίπτωση. Εάν η Ελλάδα καταγράφει σήμερα πρωτοφανή απώλεια εθνικού εισοδήματος, σαρωτική ανεργία και διόγκωση του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, οι υπόλοιποι εταίροι στο κοινό νόμισμα, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης, δεν εμφανίζουν θετικά επιτεύγματα, αλλά μόνον αρνητικά και επιδεινούμενα προς την αυτή με την χώρα μας κατεύθυνση, δηλαδή προς την ύφεση, την ανεργία και τον αποπληθωρισμό, που αποτελειώνει κάθε οικονομική δραστηριότητα. Η Ελλάδα ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα στην κορυφή του ευρωπαϊκού παγόβουνου.
Παρά τις προσπάθειες των Γερμανών δανειστών να ενοχοποιούν αποκλειστικά την Ελλάδα και τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου για την ανησυχητική κατεύθυνση των ευρωπαϊκών πραγμάτων, ο υπόλοιπος κόσμος, κυρίως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Ιαπωνία και οι ανερχόμενες περιοχές του κόσμου, από το Βερολίνο, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη αξιώνουν άμεση αλλαγή οικονομικής πολιτικής, όχι από την Αθήνα. Οι επαναλαμβανόμενες αμερικανικές παρεμβάσεις των τελευταίων εβδομάδων την Γερμανία και την επιλογή της γενικευμένης λιτότητος έχουν φέρει σε δύσκολη θέση για το ελληνικό ζήτημα, όχι την Αθήνα ούτε τις ανακαμψιακές εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης.
Παρά το εκατέρωθεν επισειόμενο «έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητος», η προσωρινή συμφωνία για 4μηνη παράταση επιτεύχθηκε στις 20 Φεβρουαρίου και στη συνέχεια επικυρώθηκε στις 24 από το Eurogroup. Ωστόσο, αυτό δεν συνοδεύθηκε από «άφεση αμαρτιών» ούτε από την μια πλευρά ούτε από την άλλη. Αντίθετα, το κλίμα στην Ευρωζώνη παραμένει όλο και βαρύτερο, όλο και πιο δηλητηριώδες, πράγμα που δεν αποσείει το έλλειμμα ορατότητος ακόμη και για το πιο άμεσο μέλλον. Αυτό όχι τόσο από ελληνικής πλευράς, που στα κάτω-κάτω βρίσκεται αμυνόμενη, όσο κυρίως από γερμανικής, που ενορχηστρώνει «πολεμικό κλίμα» εις βάρος τόσο της χώρας μας, όσο και των άλλων υπερχρεωμένων και εξίσου δυσπραγούντων οφειλετών του Νότου.
Πόσο «υγιές» διαπραγματευτικό κλίμα εγκαθίσταται στην Ευρωζώνη, όταν το Βαυαρικό σκέλος του κυβερνώντος κόμματος και ο Ζάιμπερτ, εκπρόσωπος της Μέρκελ, χαρακτηρίζουν ως «ένα ακόμη ελληνικό Δούρειο Ίππο» την συμφωνία που η χώρα τους μόλις αποδέχθηκε και προσυπέγραψε; Όταν η αυτή πλευρά διακηρύσσει ανοικτά ότι η αποβολή της Ελλάδος δεν θα είχε μεταδοτικές συνέπειες στην Ευρωζώνη και ότι τουναντίον αυτό θα την σταθεροποιούσε, πως να μην υπάρχει η εντύπωση ότι η διαπραγμάτευση μεταξύ υποτιθέμενων εταίρων φθάνει πλέον στην «κάννη των όπλων» και οι συναινέσεις αποσπώνται με το περίστροφο στον κρόταφο;
Όταν η πρόσφατη συμφωνία στο Eurogroup εμφανίζεται ως «ολοσχερής παράδοση» του Τσίπρα και ταυτόχρονα ο γερμανικός τύπος διογκώνει υπέρμετρα τις αντιδράσεις εναντίον της από το εσωτερικό της ελληνικής πλευράς, με τελικό συμπέρασμα την προεξοφλούμενη «ελληνική αναξιοπιστία» ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων, πόσο προάγεται το διαπραγματευτικό κλίμα στην Ευρωζώνη και πόσο αυτό υπονομεύεται, κυρίως από την χώρα που θεωρεί ότι δικαιούται να ηγείται αυτής ; Oταν ο υπουργός Σόιμπλε εκφράζει έναντι των Ελλήνων δημόσια δυσπιστία που δεν περιορίζεται στην σημερινή ελληνική κυβέρνηση, αλλά συμπεριλαμβάνει και κάθε προηγούμενη, όπως και το σύνολο της ιστορίας του ελληνικού λαού, αυτό άραγε προωθεί συνεταιρικό κλίμα ή μήπως κλίμα μέχρι θανάτου ανταγωνιστικό; Ουσιαστικά, μεγαλύτερη διεθνής αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το μέλλον της Ευρωζώνης τροφοδοτείται με την διαβολή και την υπόθεση αναξιοπιστίας των Ελλήνων από την εποχή του Τρωϊκού Πολέμου, παρά με τις συγκεκριμένες και πραγματικές ελληνικές δυσκολίες, απειρία και ερασιτεχνισμούς της ελληνικής πλευράς που, με την προϋπόθεση φιλικού και συνεταιρικού κλίματος, θα περνούσαν διεθνώς σχεδόν απαρατήρητες.
Από τις στήλες της γερμανικής Die Zeit, ο Βιεννέζος πολιτικός αρθογράφος Ρόμπερτ Μίζικ, προερχόμενος από το περιβάλλον του πρώην καγκελάριου της Αυστρίας Μπρούνο Κραϊσκυ, επισημαίνει ότι η σημερινή Γερμανία έχει διαγράψει την λέξη «αλληλεγγύη» μεταξύ εταίρων, θεωρώντας την «αδιανόητη και αλλόκοτη σκέψη». Τρομοκρατεί τους Γερμανούς φορολογουμένους με την ιδέα ότι εάν η αλληλεγγύη ίσχυε, θα όφειλαν να προσφέρουν τα «λεφτάκια» τους στους «χρεωκοπημένους και ανεπρόκοπους» Έλληνες. Το δημόσιο κλίμα στη Γερμανία έχει τόσο δηλητηριασθεί εις βάρος των εταίρων της, προσθέτει ο ίδιος, ώστε όχι μόνον η αλληλεγγύη μοιάζει ουτοπική, αλλά έχει επίσης εξαφανισθεί κάθε οικονομική λογική. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ εταίρων, τονίζει, διεξάγονται «υπό την σκηνοθεσία των πιο βρώμικων παιχνιδιών» εις βάρος όσων αποκλίνουν από τις γερμανικές επιλογές, με την μορφή «τελεσιγράφων, εκβιασμών και διακίνηση απειλών, όπως θα άρμοζε σε παραμονές κήρυξης πολέμου». Το Eurogroup λειτουργεί σαν «συμμορία αναμορφωτηρίου», με τον ηγέτη να επιβάλλει κυρώσεις στα αδύναμα μέλη προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, αλλά και για να επιβεβαιώνει με άγχος και καταστροφική για τους εταίρους αυταρέσκεια το ποιος έχει τον πρώτο λόγο και ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό στην Ευρώπη.
Για την απεμπλοκή από την κρίση, η Αμερική επέλεξε την αύξηση δαπανών και δημοσίων ελλειμμάτων μέχρι 12% του ΑΕΠ, η Βρετανία την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος της και την αυστηροποίηση των δημοσίων ελέγχων στις χρηματιστικές συναλλαγές, η Ιαπωνία την αύξηση αμοιβών των εργαζομένων. Και οι τρεις αυτές περιοχές εμφανίζουν σοβαρή αποκατάσταση της οικονομίας τους.
Στον αντίποδα αυτών, η Γερμανία επιλέγει και επιβάλλει σε ολόκληρη την Ευρωζώνη ως προτεραιότητα όλων των προτεραιοτήτων την δημοσιονομική εξυγίανση με συνέπεια τις περικοπές δαπανών και τον καταποντισμό κάθε ευρωπαϊκής οικονομίας. Ενώ οι Αμερικανοί ιθύνοντες και πλείστοι οικονομολόγοι της ανησυχούν όσον αφορά στην διατήρηση της ακεραιότητος και στην ανάκαμψη της Ευρωζώνης, η Γερμανία με ασυγχώρητη ελαφρότητα δεν ανησυχεί και διαβάλλει την αξιοπιστία των διαφωνούντων με αυτήν εταίρων της, ακόμη και όταν έρχονται σε τελική συμφωνία μαζί της, με αποκλειστικό γνώμονα το δικό της κύρος και όχι την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων.
Ωστόσο, η πραγματικότητα παραμένει σκληρή και ό,τι εμφανίζεται προσωρινά ως βραχυχρόνιο όφελος για τον ισχυρό της ημέρας συχνά καταλήγει να αποδεικνύεται μακροχρόνια και δυσαναπλήρωτη απώλεια για όλους, ακόμη και για τον εμπνευστή της. Για την αξιοπιστία των μερών απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι μεταξύ τους συμφωνίες να προκύπτουν από ελεύθερη βούληση και όχι να εκμαιεύονται ως προϊόντα καταναγκασμού και φόβου.