Πέρασαν τέσσερις μήνες από τις εκλογές. Δεκαεπτά εβδομάδες. Εκατόν δεκαννέα ημέρες. Κιόλας; - θα πει κάποιος- τόσο γρήγορα; Μόνο; - θα πει κάποιος άλλος- αιώνας μου φάνηκε...
Πράγματι, για κάποιους ο χρόνος πύκνωσε σ' αυτούς τους τέσσερις μήνες, έγιναν τόσα πολλά, τόσο γρήγορα. Στα μάτια κάποιων άλλων, μοιάζει σαν ο χρόνος να πάγωσε, σαν να κάνουμε ένα κουραστικό σημειωτόν επί τόπου, μέχρι πλήρους εξαντλήσεως.
Ας γυρίσουμε, λοιπόν, πίσω στην αφετηρία. Να θυμηθούμε το κλίμα των πρώτων ωρών, των πρώτων ημερών.Υπήρχαν, φυσικά, οι ορκισμένοι φίλοι, οι οπαδοί, οι πολιτικοί μέτοχοι που έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας. Υπήρχαν και οι ορκισμένοι εχθροί, που δεν ήθελαν να το πιστέψουν και δεν έβλεπαν την ώρα να κλείσει αυτή η ενοχλητική παρένθεση.
Αλλά για την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, που δεν μετείχαν της λατρείας ή του μίσους, για ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης επίσης, ακόμη και για ένα σημαντικό τμήμα του ευρωπαϊκού κατεστημένου, η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα ήταν μια ευχάριστη, ελπιδοφόρα, καλοδεχούμενη ευκαιρία. Υπήρχε μια πίστωση καλής θέλησης και προσδοκίας. Για τρεις λόγους, κυρίως.
-Γιατί, η νέα πλειοψηφία (και όλοι ήταν στην αρχή, πριν τις παρελάσεις και τις περιφορές λειψάνων, πρόθυμοι να παραβλέψουν την μικρότερη συνιστώσα αυτής της πλειοψηφίας) έφερνε μαζί της την ελπίδα μιας ανανέωσης των φθαρμένων, κουρασμένων πολιτικών ελίτ της χώρας. Μιας πνοής φρέσκου αέρα στα δώματα της πολιτικής εξουσίας, οι προηγούμενοι κάτοικοι των οποίων είχαν εξαντλήσει τα έσχατα όρια της αξιοπιστίας και της χρησιμότητάς τους και είχαν ταυτόχρονα αποδείξει ότι δεν διαθέτουν άλλες εφεδρείες. Θυμηθείτε τον αξιοθρήνητο ανασχηματισμό της κυβέρνησης Σαμαρά τον περασμένο Ιούνιο.
-Γιατί, μια νέα πολιτική δύναμη, απαλλαγμένη- κατά τεκμήριον- από τις δεσμεύσεις με τα παραδοσιακά δίκτυα εξουσίας στην Ελλάδα, θα μπορούσε να υιοθετήσει τις ορφανές μεταρρυθμίσεις, που όλοι στα λόγια αναγνωρίζουν ως αναγκαίες, αλλά όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις στην πράξη υπονόμευαν. Να κάνει τις αναγκαίες ρήξεις για μια αλλαγή στο κράτος και στο παραγωγικό πρότυπο.
-Και γιατί, τέλος, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να εισάγει το ελλείπον στοιχείο της κοινωνικής δικαιοσύνης στην αναπόφευκτη δημοσιονομική προσαρμογή, να διορθώσει τις ακραίες αδικίες της πενατετίας και να βοηθήσει και την Ευρώπη να κάνει την ώριμη πια στροφή της από την θεολογία της δημοσιονομικής αρετής στην πολιτική της ανάπτυξης.
Τέσσερις μήνες αργότερα, όλοι, νομίζω, έχουν μια αίσθηση χαμένου χρόνου. Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά η νέα κυβέρνηση αιχμαλωτίστηκε σε έναν «φετιχισμό της διαπραγμάτευσης». Κάποιος, ίσως, την συμβούλευσε ότι αν ροκανίσει τον χρόνο, αν φθάσει τα πράγματα στα ακραία τους όρια, χωρίς συμφωνία, τότε το ευρωπαϊκό κατεστημένο, έντρομο μπροστά στο ενδεχόμενο ενός «ελληνικού ατυχήματος» θα υποχρεωθεί να προσφέρει λύση, χωρίς η ίδια η κυβέρνηση να χρεωθεί πολιτικά την υπέρβαση των περίφημων «κόκκινων γραμμών» της. Αποδείχθηκε κακή συμβουλή.
Στο τέλος του χρόνου πια, με άδεια ταμεία και την οικονομία να υποστρέφει υφεσιακά, εξ αιτίας της αβεβαιότητας και της άτυπης (αλλά πλήρους) στάσης πληρωμών του δημοσίου, η κυβέρνηση βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Οι επιλογές της είναι λιγότερες και δυσκολότερες. Και ο κίνδυνος του ατυχήματος, ασήμαντος στην αρχή, είναι τώρα παρών.
Το σημαντικότερο: Η πίστωση ελπίδας και εμπιστοσύνης για την αναγκαία αλλαγή στο πολιτικό τοπίο και στην χώρα, κινδυνεύει να εξατμιστεί μέσα στην μακρά και άνυδρη διαπραγμάτευση και τις συνέπειές της. Όσοι, λοιπόν, διατηρούν κάποια αποθέματα καλής πίστης απέναντί της, ή έστω διαθέτουν την αρετή του ρεαλισμού, θα έπρεπε να φωνάξουν στην κυβέρνηση της χώρας: Θυμηθείτε, δεν σας ψήφισαν για διαπραγματευτές, αλλά για κυβερνήτες. Θυμηθείτε, δεν θα κριθείτε από την επιδεξιότητά σας στα παίγνια διαπραγμάτευσης (που αποδείχθηκε, δυστυχώς, ανεπαρκέστατη). Θα κριθείτε από την ικανότητά σας να κάνετε, με την συναίνεση των πολλών, τις αλλαγές που τα χρόνια της χρεοκοπίας απέδειξαν αναγκαίες και που οι προηγούμενοι δεν συναινούσαν να κάνουν.-