Θα έλεγε κανείς ότι η εναλλαγή της θεματολογίας γίνεται με συνέπεια Ελβετού κλητήρα: όταν στο δημόσιο λόγο δεν κυριαρχεί η όποια φάση της διαπραγμάτευσης και δεν παίζουμε την ανούσια διελκυστίνδα που στη μία πλευρά έχει το ζεύγος «δεν υπογράφουμε -μα μας ρίχνετε στα βράχια» και στην άλλη το «υπογράφουμε -μα αυτή είναι εξευτελιστική συμφωνία», τότε ανεβαίνει στον αφρό το μεταναστευτικό. Κάθε μέρα σπρώχνεται όλο και πιο ψηλά. Εμετικά πρωτοσέλιδα, πλάνα από το λιμάνι του Πειραιά, ενοχλημένοι τουρίστες στα ελληνικά νησιά, τηλεοπτικά πάνελ που ψοφάνε για ένα ρατσιστικό παραλήρημα, το οποίο συνήθως αντιμετωπίζεται με ύφος «ας μην το κάνουμε θέμα» λες και πρόκειται για δίαιτα που έμεινε στη μέση. Το συντηρητικό ακροατήριο ικανοποιείται, κουνάει με επιδοκιμασία το κεφάλι, ο τρόμος τού χαϊδεύει απαλά τα μαλλάκια και το βάζει για ύπνο.
Αλλά ας μην ξεχνάμε σε ποια χώρα ζούμε. Ο ρατσιστικός, νομικά αστήρικτος και ανιστόρητος όρος «λαθρομετανάστης» έχει εδραιωθεί πλήρως όχι μόνο στους τοίχους του facebook, αλλά ακόμα και στα ΜΜΕ ή την αίθουσα του Κοινοβουλίου. Ο πρώην πρωθυπουργός έκανε δηλώσεις μπροστά από το φράκτη του Έβρου και μιλούσε για «εισροή χιλιάδων λαθρομεταναστών, που έμπαιναν ανεξέλεγκτα μέσα στην Ελλάδα μέσω Θράκης και που είχαν δημιουργήσει χρόνια το τεράστιο πρόβλημα που έζησε όλος ο Ελληνικός λαός». Ο Άδωνις Γεωργιάδης «κεντάει» συνδέοντας την οικονομική κρίση με όλα τα στερεότυπα για τους μετανάστες και τη μετανάστευση (δηλώσεις για τις Ουκρανές καθαρίστριες και ιερόδουλες). Μόλις προχθές, βουλευτής έσκιζε επιδεικτικά το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια.
Οπότε ναι, υπάρχει πρόβλημα. Όταν η νομιμοποιημένη ρητορική έχει μετακινηθεί τόσο πολύ προς τα δεξιά, είναι λίγο-πολύ «αυτονόητο» ότι εκφράσεις όπως μεταναστευτικές ροές ή κύματα μεταναστών θεωρούνται «ουδέτερες», «ήπιες» και αποτελούν αποδεκτό τρόπο για να μιλήσεις για τους μετανάστες. Χρησιμοποιούνται μάλιστα σε όλο το πολιτικό φάσμα, ακόμα και από ανθρώπους που θα ήταν αστείο να τους κατηγορήσει κανείς για αντί-μεταναστευτικό λόγο. Για παράδειγμα, η αρμόδια Υπουργός, Τασία Χριστοδουλοπούλου, σε πρόσφατη συνέντευξή της υπολόγιζε «ότι θα υπάρχει μια ροή της τάξεως ίσως των 100.000 μέσα στο 2015». Ή ακόμα και η Κωνσταντίνα Κούνεβα, που γνώρισε με φριχτό τρόπο τι σημαίνει να συνδικαλίζεσαι όντας μετανάστρια, σε μια ομιλία της έκανε λόγο για «το μεγάλο κύμα μεταναστών από τα Βαλκάνια και τις άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης». Και αυτό είναι μάλλον το μεγαλύτερο πρόβλημα: νομίζουμε ότι είναι «ουδέτερο» κάτι που τελικά δεν είναι.
Συμβαίνει συνέχεια να μιλάμε για μια έννοια χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις που ανήκουν σε ένα άλλο σημασιολογικό πεδίο. Μία λέξη ή μία φράση αποκόπτεται από το αρχικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται και χρησιμοποιείται, περισσότερο ή λιγότερο απροσδόκητα, σε ένα άλλο, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια νέα μεταφορική σημασία. Εδώ, παίρνουμε λέξεις από το πεδίο του νερού, λέξεις που περιγράφουν την κίνηση του νερού και τις χρησιμοποιούμε στο πεδίο της μετανάστευσης. Γνωρίζουμε πώς κινείται το νερό, γνωρίζουμε τι είναι κυριολεκτικά ένα κύμα και πάνω σε αυτή τη γνώση προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη μετανάστευση δημιουργώντας μια μεταφορά. Μέσα στο μυαλό μας τα δύο αυτά πεδία ανακατεύονται γλυκά.
Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά κριτήρια που καθορίζουν την επιτυχία και τη μακροημέρευση μιας μεταφοράς στο λόγο. Ένα από αυτά είναι η συχνότητα της χρήσης της. Η συχνή εμφάνιση μιας μεταφοράς ουσιαστικά καθιστά συμβατική τη σχέση ανάμεσα στα δύο πεδία που τη συγκροτούν και, έτσι, η γλωσσική κατασκευή του κόσμου γύρω μας παγιώνεται στη βάση αυτής ακριβώς της σύνδεσης.
Ένα ιλιγγιώδες σπιράλ δημιουργείται: όσο περισσότερο παγιώνεται μια μεταφορά, τόσο περισσότερο «νομιμοποιείται» η οπτική του κόσμου που αυτή η μεταφορά προσφέρει. Κι όσο «νομιμοποιείται» η οπτική αυτή, τόσο πιο «ουδέτερες» γίνονται οι ερμηνείες που προκύπτουν από εκείνη. Κι όσο πιο «ουδέτερες» γίνονται οι ερμηνείες, τόσο πιο αποτελεσματική καθίσταται η μεταφορά αφού καταφέρνει να υπονοεί και να αποκρύπτει τις ιδεολογικές της προεκτάσεις. Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να εδραιώσεις τις ερμηνείες σου στο πεδίο της γλώσσας. Η βασιλική οδός όμως είναι μία: να τις καταστήσεις «ουδέτερες» και «φυσικές». Να θεωρούνται «αυτονόητες».
Μιλώντας για τη μετανάστευση σαν να είναι ένα κύμα ή μια ροή, την ερμηνεύουμε με όρους φυσικού φαινομένου. Η μετανάστευση όμως δεν είναι φυσικό φαινόμενο, δεν συμβαίνει γραμμικά επειδή υπακούει σε φυσικούς νόμους. Αντίθετα, είναι φαινόμενο ιστορικό, κομμάτι των κοινωνιών και διαθέτει πολιτικές και ταξικές ρίζες, τις οποίες όμως αποκρύπτει η συγκεκριμένη μεταφορά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, οι μετανάστες ουσιαστικά χάνουν την ανθρώπινη υπόστασή τους αφού τους κατανοούμε με τα χαρακτηριστικά του νερού. Δεν είναι εργάτες, αλλά κάτι που «συμβαίνει» (όπως ένα κύμα), κυλάει και φτάνει στην πόρτα μας. Κι όχι μόνο χάνουν την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά τους αντιλαμβανόμαστε και σαν μια ομοιογενή μάζα, όπου μέσα της χάνονται ο Χομαγιούν και ο Βακάρ και τόσοι άλλοι.
Το νερό θα κυλάει, μέχρι κάποιος να εμποδίσει τη ροή του. Ένα κύμα μπορεί να είναι μεγάλο, ορμητικό και να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα του, προκαλώντας καταστροφές. Αυτές είναι μερικές από τις ερμηνείες που ενεργοποιούνται με τις παραπάνω μεταφορές. Και είναι ερμηνείες βολικές που δίνουν πάσα ώστε να αναφερθεί κανείς στο μέγεθος και τους αριθμούς της μετανάστευσης, έχοντας όμως προηγουμένως εδραιώσει αυτή τη πολύ συγκεκριμένη οπτική. Ή μπορεί, επίσης, να μιλήσει για την ανάγκη περιορισμού και ελέγχου της μετανάστευσης αφού διαφορετικά -για να φτιάξουμε ένα παράδειγμα στο πόδι- κύματα μεταναστών θα κατακλύσουν την Ελλάδα (εδώ μάλιστα η μεταφορά αναπτύσσεται καθώς προστίθεται η Ελλάδα η οποία αναπαρίσταται ως δοχείο στο οποίο θα περιέχονται οι μεταναστευτικές ροές). Η χρήση τέτοιων μεταφορών μπορεί να γίνεται εσκεμμένα. Προφανές το γιατί. Σε άλλες περιπτώσεις, δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση, επειδή ακριβώς έχουν κυριαρχήσει και δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός ο δήθεν ουδέτερος χαρακτήρας τους.
Πράγματι, τα κύματα των μεταναστών σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Σαρώνουν τους ήχους από τα σκάγια στα χωράφια της Μανωλάδας, σαρώνουν τη λάμψη από το μαχαίρι που σκότωσε τον Σαχτζάτ Λουκμάν μια νύχτα στα Πετράλωνα, σαρώνουν τις κραυγές του Ουαλίντ Ταλέμπ που βασανιζόταν για ώρες σε μια αποθήκη στη Σαλαμίνα.