Η συνέντευξη του πρωθυπουργού στη Μαρία Χούκλη επιβεβαίωσε ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι το πιο ισχυρό επικοινωνιακό χαρτί της κυβερνήσεως. Με ήρεμη φωνή και σταθερότητα (μόνον σε δύο περιπτώσεις εμφανίσθηκε να χάνει την ψυχραιμία του, την οποία, όμως ανέκτησε σχεδόν αμέσως) έδωσε σε γενικές γραμμές πειστικές απαντήσεις στα περισσότερα από τα ερωτήματα της δημοσιογράφου. Μάλιστα, μιλώντας από στήθους ήταν πολύ πιο συμπαθητικός και ειλικρινής από το πομπώδες και αυτάρεσκο ύφος των κειμένων που γράφουν οι λογογράφοι του στα συχνά διαγγέλματα (δεν κατάφερε, όμως να αποφύγει τα θεωρητικά περί ελπίδας στην Ευρώπη που υποτίθεται ότι ενσαρκώνει στην ήπειρό μας ο Σύριζα).
Στα επίσης θετικά του είναι ότι, για πρώτη φορά όχι μόνον δεν ταύτισε τους οπαδούς τού «Ναι» με τους δανειστές (όπως κάνουν συστηματικά οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά καταδίκασε ρητώς τις εκφράσεις περί «γερμανοτσολιάδων» που εκτοξεύονται με αυξανόμενη συχνότητα στα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως τις τελευταίες ημέρες. Παραδέχθηκε επίσης ότι ένα δημοψήφισμα δημιουργεί διλήμματα που μπορεί να οδηγήσουν σε διχασμό, αλλά ανέφερε ορθώς ότι την επόμενη ημέρα όλοι θα είμαστε στην ίδια βάρκα που μπάζει νερά.
Επίσης, ο πρωθυπουργός έδωσε μία συμπαθητική εξήγηση για ποιο λόγο αποφάσισε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πέντε ημέρες μετά τη λήξη του προγράμματος. Ισχυρίσθηκε ότι μόλις την Παρασκευή 26 Ιουνίου οι θεσμοί έθεσαν τις προτάσεις τους υπό μορφή τελεσιγράφου. Το ερώτημα που δεν ετέθη είναι για ποιο λόγο δεν αντελήφθη όλους αυτούς τους μήνες των σχοινοτενών διαπραγματεύσεων ότι η πρόθεση των θεσμών ήταν να εξαντλήσουν τις προθεσμίες και να φέρουν τον αδύνατο παίκτη στα όριά του.
Τα βασικά ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις του κ. Τσίπρα δεν ήσαν ικανοποιητικά, ήσαν τα ακόλουθα: Που θα βρει τα χρήματα για να προστατεύσει τις τραπεζικές καταθέσεις (τις οποίες μετ' επιτάσεως ανέφερε ότι εγγυάται) όταν το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων έχει ελάχιστα διαθέσιμα; Για ποιο λόγο δεν μπορούσε να προβλέψει την επιβολή capital controls όταν ανακοίνωσε το δημοψήφισμα; Ο κόσμος που έσπευσε το βράδυ της Παρασκευής στα ΑΤΜ, μόλις άκουσε την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, είχε καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων από τον πρωθυπουργό και τη διαπραγματευτική ομάδα;
Για ποιο λόγο δεν κατάφερε τόσους μήνες να κάμψει τους Ευρωπαίους και θα το κατορθώσει εντός 48 ωρών, εάν στο δημοψήφισμα υπερισχύσει το «Όχι»; Τι θα συμβεί εάν θεσμοί/τρόικα μάς απαντήσουν απλά ότι εμμένουν στις προτάσεις της Κυριακής ή της Δευτέρας ή ακόμα χειρότερα ότι δεν ισχύει τίποτα από τις συζητήσεις και πρέπει να τεθούν ακόμη πιο αυστηρά μέτρα; Δυστυχώς για τον κ. Τσίπρα, αυτά τα ερωτήματα (με πιο σημαντικό το τελευταίο) θα αιωρούνται πάνω από την κάλπη του δημοψηφίσματος την Κυριακή.