Στην πρόσφατη επικαιρότητα ξαναήρθε και μονοπωλεί στη συζήτηση, γύρω από τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, η σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Η κυβέρνηση, με τη νομοθετική της πρωτοβουλία, για μια ακόμη φορά πρόλαβε την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία διαμαρτυρήθηκε για την έλλειψη ενημέρωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κυβερνητικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας ο γράφων συμμετείχε στην κατάρτισή του, ήδη από το 2007, προβλεπόταν η σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Αλλά διάφορες γνωστές σκοπιμότητες και προσωπικές αγκυλώσεις φαίνεται ότι ναρκοθέτησαν αυτή την προοπτική.
Στο πολιτικό σκέλος της συγκεκριμένης προβληματικής θα επανέλθουμε. Ας δούμε, όμως στην καθαρά αναλυτική και στρατηγική διάσταση τι σημαίνει η σύσταση και η αναγκαιότητα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Ο στρατηγικός σχεδιασμός, η θεσμική μνήμη και συνέχεια είναι sine quo non προαπαιτούμενα για ένα σοβαρό κράτος και δη για το εθνικό raison d’ etat. Πολύ περισσότερο, όταν ως χώρα αντιμετωπίζεις έναν δύστροπο και αναθεωρητικό γείτονα που στη φαρέτρα της διαθέτει μια ποικιλία απειλών σε βάρος της Ελλάδας.
Κατά κύριο λόγο, ο χειρισμός κρίσεων αξιώνει, περισσότερο από ποτέ, μοντέλα απόφασης που να λαμβάνουν υπόψη τη στρατηγική αβεβαιότητα, την υποκειμενικότητα αντιλήψεων και να κατατείνουν σε μια κατά το δυνατόν ορθολογική συγκρότηση διαμόρφωσης πολιτικής. Η μετουσίωση της στρατηγικής διαχείρισης κρίσεων σε μια αποτελεσματική κυβερνητική πολιτική τελεί, μέσα από την πλήρωση γνωσιολογικών, θεσμικών, στρατηγικών, πολιτικών και οργανωτικών παραμέτρων. Η παθολογία άλλωστε του «κυβερνητισμού» που διαχέει το σύνολο του κυβερνητικού μηχανισμού εκβάλλει ως ατροφία ενός πραγματικά επιτελικού αποφασιστικού ή συμβουλευτικού κυβερνητικού οργάνου. Η προτεινόμενη σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, στοχεύει ακριβώς στη γεφύρωση, μέσω δομών, της διάχυτης και ασύμβατης σχέσης, ως προς την οργανωσιακή τους κουλτούρα (και λογική) των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας.
Στη σκέψη του γράφοντος, που έχει αποτυπωθεί σε αντίστοιχο σύγγραμμα, η στρατηγική γνωσιοθεωρία και η θεσμική δόμηση μονάδων στρατηγικού σχεδιασμού και ανάλυσης, που προσδένουν με τη σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ως δομική απόληξη-πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι υπό τον πρωθυπουργό, καθώς αντίκειται στη συνταγματική μας κουλτούρα) και σμιλεύονται ως ένα στρατηγικό δόγμα ευέλικτο (από σκοπιάς ακριβώς της ανακλαστικής θεώρησης των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής θεωρίας) και συμβατό με την ίδια τη φυσιογνωμία του ελληνικού κράτους, συνιστούν την πεμπτουσία της πρότασης του γράφοντος.
Είναι δε γεγονός ότι ο εθνικός συνταγματικός χάρτης δίνει έμφαση στο ρόλο του πρωθυπουργού (primus solus) και της εκτελεστικής λειτουργίας («κυβερνητισμός»), εντός της οποίας ορίζεται και η λειτουργία του ΚΥΣΕΑ, ενώ προβλέπεται και η συμβολή του ΕΣΕΠ. Συνάμα, στα αρμόδια Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας οι υφιστάμενες δομές δεν φαίνεται να επαρκούν ως προς το στρατηγικό σχεδιασμό και η μεταξύ τους συνεργασία είναι περισσότερο τυπική και όχι ουσιαστική. Περισσότερο από ποτέ στη σύγχρονη εποχή διακινδύνευσης, με τις νέες μορφές που αυτή περικλείει, άμυνα και διπλωματία (τα αντίστοιχα Υπουργεία), αδήριτα, πρέπει να τελούν σε σχέση αλληλεξάρτησης. Σύμφωνα λοιπόν με το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο και τις αδιαμφισβήτητες παθολογικές παραμέτρους, σε γραφειοκρατικό και οργανωτικό πλαίσιο, προβάλλεται η σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Η συγκρότηση αυτού του οργάνου, σε κορυφαίο επίπεδο, κινείται στην πορεία εξοβελισμού των συντονιστικών αδυναμιών και των ελλειμμάτων οργάνωσης και συστηματικής επεξεργασίας στα επιμέρους επίπεδα. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού εθνικής ασφάλειας και διαχείρισης κρίσεων, που θα οικοδομείται σε κυβερνητικό επίπεδο, με κορυφή το Πρωθυπουργικό Γραφείο και θα διαρθρώνεται σε μια ευσύνοπτη κυβέρνηση και στα επιμέρους Υπουργεία (όχι μόνο στα Υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας) και στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης της χώρας καθίσταται, περισσότερο από ποτέ, η εθνική απάντηση στις προκλήσεις της εποχής και στα διακυβεύματα των εθνικών συμφερόντων.
Σε πολιτικό και στρατηγικό επίπεδο, η σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ανταποκρίνεται στην απαίτηση για ένα αναγκαίο οργανωτικό σχήμα, επιφορτισμένο με το συντονισμό των επιμέρους μονάδων, καθώς και την παραγωγή στρατηγικής ανάλυσης και με έργο την υποστήριξη σε καταστάσεις κρίσεων και την προώθηση της εθνικής στρατηγικής.
Κατά συνέπεια, οι προτάσεις που υπάρχουν, περικλείουν είτε τη σύσταση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, εντός του ΚΥΣΕΑ, είτε τη μετεξέλιξή του. Ωστόσο, σύμφωνα με το ειδικό νομικό πλαίσιο που ισχύει, το ΚΥΣΕΑ πρέπει να είναι το κεντρικό αποφασιστικό όργανο της κυβέρνησης και, συνακόλουθα, η επιλογή άλλου - μέσω της δημιουργίας νέου - πλην του ΚΥΣΕΑ, αποφασιστικού οργάνου αφενός πρέπει να κινείται εντός του πλαισίου του Υπουργικού Συμβουλίου και αφετέρου απαιτεί την τροποποίηση της ΠΥΣ 31/2000, αφού η ενσωματωμένη σ’ αυτήν εξουσιοδότηση δεν επαρκεί για την αντικατάσταση του ΚΥΣΕΑ από το ρόλο του, ως αποφασιστικού οργάνου. Αντίθετα, η ίδια διάταξη επιτρέπει την ανάπτυξη συμβουλευτικών ή/και συντονιστικών/γνωμοδοτικών οργάνων. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας αυτοτελής μεικτός μηχανισμός, ο οποίος θα συνδυάζει συμβουλευτικές και συντονιστικές λειτουργίες, κατανέμοντας ρόλους και καθήκοντα στις επιμέρους αποκεντρωμένες μονάδες (στρατηγικού σχεδιασμού και) διαχείρισης κρίσεων που σύμφωνα με την προτεινόμενη σχεδίαση θα λειτουργούν στα Υπουργεία.
Ακριβώς το πρόταγμα αυτό της σφαιρικής και συνεκτικής στρατηγικής επίτευξης των εθνικών στόχων, έρχεται ως αντίβαρο στην ανυπαρξία επιτελικού - αναλυτικού έργου στις αντίστοιχες κορυφαίες δομές. Και το αντιφατικό βρίσκεται στο ότι, ενώ συνταγματικά και οργανωτικά η ευθύνη και η πρωτοβουλία ανεβαίνουν προς την κορυφή, μια τέτοια προοπτική δεν επιφέρει και την άρση των όποιων αδυναμιών. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, κατά τους θιασώτες της προτεινόμενης κυβερνητικής πρωτοβουλίας, προτείνεται η υπαγωγή του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας άμεσα στο γραφείο και στο πρόσωπο του ίδιου του Πρωθυπουργού, ως το αποφασιστικό όργανο συντονισμού και διαχείρισης του κυβερνητικού έργου. Μέσα από αυτήν τη «μετάθεση» πραγματώνεται «ο στρατηγικός ρόλος του πρωθυπουργού για μακροσκοπική σχεδίαση και την αξιοποίηση της επεξεργασίας των σχεδίων δράσης και πληροφόρησης από τα επιμέρους Υπουργεία». Επιπλέον, μέσα από την άμεση διασύνδεση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας με τον πρωθυπουργό, παρέχεται η δυνατότητα απρόσκοπτης και εξειδικευμένης ενασχόλησης με τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει, χωρίς τον γραφειοκρατικό εγκλωβισμό του στη δίνη και στην ακαμψία των επιμέρους πολιτικών οργάνων.
Η πολιτική πρακτική, ως προς τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας, καταδεικνύει ότι αποφασιστικό όργανο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Από το 2000, με απόφασή του, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει αναθέσει τη διαχείριση τέτοιων θεμάτων στο ΚΥΣΕΑ, χωρίς όμως να παραιτείται του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του. Κατά συνέπεια, το ΚΥΣΕΑ μπορεί να αποτελεί τον κυβερνητικό μηχανισμό κατοχύρωσης της εθνικής ασφάλειας και χειρισμού κρίσεων και να συστήνει ανάλογα επιτελικά όργανα [από την άλλη το Υπουργικό Συμβούλιο διατηρεί τις συγκεκριμένες αρμοδιότητές του, εντείνοντας την όποια αμφισημία και σύγκρουση αρμοδιοτήτων]. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο [μερικής και όχι ουσιαστικής, καθώς δεν έχει συγκροτηθεί επιτελικά και διοικητικά] διεύρυνσής του το ΚΥΣΕΑ, μπορεί να υπαχθεί και η συγκρότηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Να σημειωθεί ότι από το 1986, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, συστήθηκε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, χωρίς όμως ποτέ να στελεχωθεί και πολύ περισσότερο να λειτουργήσει. Σχηματικά, η προτεινόμενη σχεδίαση αφήνει στο επίπεδο της κυβερνητικής λειτουργίας το ΚΥΣΕΑ και τις συν’ αυτώ αρμοδιότητες, ενώ θέτει στον Πρωθυπουργό και στο γραφείο αυτού το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και δη τον ομόλογο Σύμβουλο.
Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης καίτοι είναι ευφυής ως προς τη σύλληψη, ίδιον των ακαδημαϊκών συντακτών της, φορτώνει περαιτέρω τον ρόλο του πρωθυπουργού, καθώς η υπαγωγή του Συμβουλίου στον πρωθυπουργό προαπαιτεί ιδιαίτερες στρατηγικές ικανότητες προς τις οποίες το πολιτικό προσωπικό δείχνει μια έλλειψη εξοικείωσης. Εξ ου και απαιτείται η θεσμοποίηση της στρατηγικής εκπαίδευσης, η οποία βάζει στο ίδιο θρανίο πολιτικούς, διπλωμάτες και στρατιωτικούς, ώστε να μάθουν να αντιλαμβάνονται και να μιλούν την ίδια στρατηγική γλώσσα. Αλλά αυτό είναι κάτι που έχουμε ως χώρα και πολιτικό-στρατηγική κουλτούρα αρκετά βήματα να διανύσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.